Παραμύθι της Γεωργίας Αγγελή
Μια φορά και ένα καιρό ζούσε σ ένα συρτάρι με ραφτικά μια κουβαρίστρα με χρυσή κλωστή. Δεν ήταν συνηθισμένη κουβαρίστρα, το χρυσό νήμα της ξετυλιγόταν και έλεγε ιστορίες. Την έστειλε στο συρτάρι μια νεράιδα της Παραμυθοχώρας.
Στο σπίτι που ζούσε η κουβαρίστρα ζούσε και μια οικογένεια με πολλά παιδιά. Η νεράιδα πριν κουνήσει το ραβδάκι της για να την στείλει στο συρτάρι της είπε ότι έπρεπε να λέει τις ιστορίες της σε κάθε ευκαιρία. Έτσι οι άνθρωποι με την σειρά τους θα έλεγαν τις ιστορίες σε άλλους ανθρώπους και με αυτόν τον τρόπο η χρυσή κλωστή της κουβαρίστρας θα απλωνόταν πιο μακριά από το συρτάρι.
Πριν φύγει η νεράιδα είπε στην κουβαρίστρα : «και πρόσεχε το ψαλίδι, μην κάνεις παρέα μαζί του. Θα κόβει τις ιστορίες σου στην μέση!»
Η κουβαρίστρα προσγειώθηκε απαλά στο συρτάρι αφήνοντας γύρω της ένα σύννεφο χρυσόσκονης.
«Μπα! Ποια είναι αυτή;» είπε το μαξιλαράκι με τις καρφίτσες «πολύ ξιπασμένη μου φαίνεται»
«Μια καινούργια φίλη μας ήρθε» φώναξαν χαρούμενες οι βελόνες.
«Πωπώ! Τι όμορφη που είναι είπαν χορεύοντας τα κουμπιά που ήταν κλεισμένα σ ένα βαζάκι από μαρμελάδα.
«Μμμμμ … καινούργια παρουσία» είπε με ανεξιχνίαστο ύφος το ψαλίδι.
Η κουβαρίστρα ανυπομονούσε να ανοίξει κάποιος το συρτάρι για να ξεκινήσει η δουλειά της. Στο μεταξύ άρχισε να πιάνει φιλίες με όλους και να τους λέει για την Παραμυθοχώρα.
Οι μέρες περνούσαν και κανείς δεν την χρειάστηκε. Ευτυχώς είχε τους νέους της φίλους. Στην αρχή απέφευγε τις κουβέντες με το ψαλίδι. Ύστερα από καιρό όμως αντάλλαξαν μερικές λέξεις.
Μια μέρα η γιαγιά χρειάστηκε υλικά για να φτιάξει μια στολή για την μικρή της εγγονή. Είχε τον ρόλο του αγγέλου στην σχολική παράσταση.
«Για να δούμε τι έχουμε εδώ» μονολογούσε η γιαγιά ψάχνοντας για σιρίτια, κουμπιά, στολίδια. Απ’ όλα είχε το συρτάρι. Ξαφνικά το μάτι της έπεσε στην χρυσή κλωστή. «είχα αγοράσει εγώ χρυσή κλωστή;» αναρωτήθηκε. Αλλά που να θυμάται τώρα; Την πήρε στο χέρι της μάζεψε ό,τι άλλο χρειαζόταν και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο για να βλέπει. Η εγγονή την παρακολουθούσε χαρούμενη.
«Γιαγιά πες μου ένα παραμύθι» της είπε σε λίγο «να σαν αυτό που είπε η κλωστή».
«Ποια κλωστή μωρό μου;»
«Αυτή που κρατάς στο χέρι σου και ράβεις, η χρυσή».
«Δεν μιλάνε αγάπη μου οι κλωστές»
«Μιλάνε, μιλάνε και μάλιστα αυτή είπε ένα ωραίο παραμύθι, αλλά σταμάτησε απότομα μόλις την έκοψες με το ψαλίδι».
Η γιαγιά γέλασε και χάιδεψε τις καστανές μπούκλες της όμορφης μικρούλας.
«Μου ‘κοψες την ιστορία στην μέση» κλαψούρισε η κλωστή στο ψαλίδι.
«Αυτή είναι η δουλειά μου να κόβω τους άλλους»
«Δεν μ άφησες να τελειώσω ό,τι έλεγα;»
«Δεν μπορούσες να είσαι πιο σύντομη;» της αντιγύρισε το ψαλίδι.
Από εκείνη την μέρα αυτό γινόταν , η κλωστή έλεγε και το ψαλίδι την έκοβε. Η κλωστή συνέχιζε την ιστορία από το σημείο που την άφηνε και το ψαλίδι την ξαναέκοβε. Και θα συνεχιζόταν αυτό αν ένα βράδυ η μικρούλα της οικογένειας δεν έβαζε τα πράγματα στην θέση τους. Πήγε όταν δεν την έβλεπαν οι μεγάλοι και άνοιξε σιγά-σιγά το συρτάρι. Πήρε την κλωστή, έκλεισε το συρτάρι και έτρεξε στο δωμάτιο της.
«Να την αυτή είναι που σας έλεγα» είπε στα αδέλφια της «την έφερα»
Άρχισε να ξετυλίγει το χρυσό νήμα και ξεκίνησε ένα ωραίο παραμύθι. Κι όταν τελείωσε αυτό ξεκίνησε άλλο. Η κλωστή έλεγε και σταματημό δεν είχε. Όμορφες εικόνες από μέρη ξωτικά ξεπηδούσαν από πάνω της, δράκοι, ξωτικά, νεράιδες, νάνοι, μάγισσες, περίεργα ζώα, γέμισαν το δωμάτιο. Χιλιάδες χρώματα και μουσικές ακουγόταν. Ήταν υπέροχα!
Η πόρτα άνοιξε απότομα και οι εικόνες μπήκαν απότομα μέσα στην κουβαρίστρα. Ήταν η μαμά.
«Τι κάνετε εδώ; Γιατί ξετυλίγετε την κλωστή; Σταματήστε, είναι ώρα για φαγητό». Έπιασε την χρυσή κουβαρίστρα και άρχισε να τυλίγει το νήμα ξανά. Κατόπιν έβαλε την κουβαρίστρα στην θέση της στο συρτάρι των ραφτικών.
Από τότε τα παιδιά πήγαιναν και έπαιρναν την κουβαρίστρα και άκουγαν τα παραμύθια της μαγεμένα. Μακριά από το ψαλίδι.
Ώσπου η καλή νεράιδα αποφάσισε να βοηθήσει περισσότερο. Ένα βράδυ που κοιμόνταν όλοι χώθηκε στο συρτάρι και δώρισε περισσότερες ιστορίες στην κουβαρίστρα. Έκανε το νήμα της πιο ανθεκτικό, να μην σπάει. Για να κρατάνε πιο πολύ οι όμορφες ιστορίες και να μην τελειώνουν ποτέ. Μετά πέταξε ως το δωμάτιο των παιδιών. Πήγε πάνω από τα κεφαλάκια τους κούνησε το χρυσό ραβδάκι της και είπε να μην ξεχνάνε τις όμορφες ιστορίες τα παιδιά. Ακόμα και όταν μεγαλώσουν. Να λένε τις ιστορίες αυτές και σε άλλους ανθρώπους και να στολίζουν τα όνειρά τους. Να ομορφαίνουν τις μέρες τους.
Την άλλη μέρα η μικρούλα παρακάλεσε την γιαγιά να τη χαρίσει την χρυσή κουβαρίστρα και έτσι έγινε. Την έβαλε σ ένα όμορφο κουτάκι και την κράτησε για πάντα κοντά της. Έτσι η μικρούλα μεγάλωνε γεμίζοντας τον κόσμο γύρω της με χρυσές κλωστές και χρυσές ιστορίες.
0 Comments