50 νέα παραμύθια. Εκδόσεις Αστέρος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας νέος βασιλιάς και μια βασίλισσα που κυβερνούσαν μια μακρινή -πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή, που για να φτάσεις εκεί, έπρεπε να περπατάς χρόνια ολόκληρα από το πρωί ως το βράδυ και να περάσεις αμέτρητα ποτάμια, δάση, ρέματα και βουνά.
Ο βασιλιάς κάθε πρωί σηκωνότανε πριν βγει ο ήλιος και πήγαινε στο κυνήγι. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που κυνηγούσε σ’ ένα πυκνό δάσος, βλέπει να κάθεται σ’ ένα δέντρο ένα αητός, που φαινόταν άρρωστος.
Σήκωσε τότε γρήγορος το τουφέκι του να τον σημαδέψει, μα εκείνη τη στιγμή ο αητός μίλησε:
-Μη με σκοτώσεις, βασιλιά μου, είπε, αλλά πάρε με στο παλάτι σου.
Ο βασιλιάς γέλασε.
-Και τι να σε κάνω στο παλάτι μου; είπε.
-Να με ταΐζεις, και να με ποτίζεις και να με κάνεις καλά, γιατί είμαι άρρωστος.
-Καλός μπελάς θα ‘σαι, ξαναγέλασε ο βασιλιάς.
-Δε θα ‘μαι καθόλου μπελάς, βασιλιά μου, είπε ο αητός, γιατί θα σου κάνω κάποτε ένα μεγάλο καλό.
-Μεγάλο καλό; Και τι καλό μπορείς να μου κάνεις εσύ;
-Πάρε με στο παλάτι σου και θα ιδείς, είπε ο αητός.
Ο βασιλιάς συλλογίστηκε λιγάκι και μετά φώναξε:
-Ας γίνει όπως θέλεις εσύ.
Και πήρε τον αητό στο παλάτι και τον τάιζε και τον πότιζε κι αυτός έτρωγε ένα αρνί την ημέρα κι έπινε ένα βαρέλι νερό.
Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός και μια μέρα ο αητός του λέει:
-Βασιλιά, αύριο που θα πας κυνήγι να με πάρεις και μένα στο δάσος. Νομίζω πως έγινα πια καλά και θέλω να δοκιμάσω τη δύναμή μου.
-Καλά, απάντησε ο βασιλιάς.
Και τον πήρε μαζί του στο δάσος.
Όταν έφτασαν εκεί, ο αητός πήγε κι έκατσε σε μια μεγάλη πέτρα κι είπε στο βασιλιά:
-Αν ξαναβρήκα τη δύναμή μου, βασιλιά, θα μπορέσω να σηκώσω με τα νύχια μου αυτή τη μεγάλη πέτρα.
Και γάντζωσε τα νύχια του πάνω της και δοκίμασε να τη σηκώσει. Η πέτρα όμως δεν κουνήθηκε κι ο αητός είπε λυπημένος:
-Δεν έγινα ακόμη καλά, γιατί δεν ξαναβρήκα τη δύναμή μου. Πάρε με πάλι στο παλάτι σου, βασιλιά μου, και να μου δίνεις από δω κι εμπρός να τρώω δυο αρνιά την ημέρα και να πίνω δυο βαρέλια νερό.
Ο βασιλιάς τον πήρε πάλι στο παλάτι του και του ‘δίνε κάθε πρωί δυό αρνιά να τρώει και δυο βαρέλια νερό να πίνει κι ο αητός φαινόταν ευχαριστημένος.
Πέρασε ακόμη καιρός και μια μέρα ο αητός τού λέει:
-Βασιλιά μου, να με πάρεις πάλι στο δάσος να δω τώρα αν έγινα καλά κι αν ξαναβρήκα τη δύναμή μου.
-Καλά, λέει ο βασιλιάς.
Και την άλλη μέρα τον πήρε στο δάσος μαζί του. Ο αητός τότε έτρεξε γρήγορα στην πέτρα, τη γάντζωσε με δύναμη και δοκίμασε να τη σηκώσει.
Η πέτρα αυτή τη φορά κουνήθηκε λίγο, μα δε σηκώθηκε.
-Κρίμα, είπε λυπημένος ο αητός. Ακόμα δεν έγινα καλά. Να με πάρεις πάλι στο παλάτι σου, βασιλιά, και να μου δίνεις τρία αρνιά την ημέρα και τρία βαρέλια νερό. Έτσι θα βρω πιο γρήγορα τη δύναμή μου.
-Όσο γρηγορότερα τη βρεις, τόσο το καλύτερο για μένα, γέλασε ο βασιλιάς, γιατί αν πάμε έτσι, θα μου φας όλα τ’ αρνιά της χώρας μου.
Γέλασε κι ο αητός.
-Μη σε νοιάζει, βασιλιά μου, είπε. Γιατί θα στο πληρώσω κάποτε διπλό και τριπλό.
Ο βασιλιάς τον πήρε πάλι στο παλάτι του και του ‘δίνε κάθε πρωί τρία καλοθρεμμένα και μεγάλα αρνιά και τρία βαρέλια νερό.
Ο αητός έτρωγε κι έπινε ευχαριστημένος. Πέρασε έτσι ένας χρόνος ολόκληρος, ώσπου μια μέρα λέει:
-Βασιλιά μου, αύριο το πρωί που θα πας για κυνήγι, να με πάρεις κι εμένα μαζί σου.
-Λες να ξαναβρήκες τη δύναμη σου; είπε γελώντας ο βασιλιάς.
-Δεν ξέρω, απάντησε ο αητός. Αύριο θα δούμε.
Πήγαν, λοιπόν, την άλλη μέρα στο δάσος κι ο αητός έτρεξε πάλι στην πέτρα του. Γάντζωσε τα νύχια του μέσα σε κάτι βαθουλώματα που είχε, άνοιξε τα φτερά του κι η πέτρα σηκώθηκε σαν ένα πούπουλο στα πόδια του αητού. Αυτός πέταξε ψηλά, ψηλότερα από τα δέντρα κι από τα σύννεφα, άφησε την πέτρα πάνω από τη θάλασσα κι αυτή έπεσε και σήκωσε τόσους αφρούς που έμοιαζαν με ολόκληρα βουνά.
Ο αητός γύρισε στο βασιλιά ευχαριστημένος.
-Τώρα ξαναβρήκα τη δύναμη μου, βασιλιά, είπε. Και σε λίγες μέρες θα σου πληρώσω το καλό που μου ‘κάνες.
-Πώς θα μου το πληρώσεις; ρώτησε ο βασιλιάς.
-Θα δεις, είπε μονάχα ο αητός.
Γύρισαν τότε στο παλάτι, μα βρήκαν τη βασίλισσα άρρωστη στο κρεβάτι της κατακίτρινη να βογγά από τους πόνους.
Ο βασιλιάς τα χρειάστηκε και κάλεσε αμέσως όλους τους γιατρούς, μα κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι αρρώστια είχε. Της έκαναν, λοιπόν, πολλά γιατροσόφια, της έδωσαν λογής – λογής βότανα να πιει, μα δεν ωφέλησαν σε τίποτα. Κι όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο η βασίλισσα πονούσε κι έλειωνε πιο πολύ.
Ο βασιλιάς κόντευε να τρελαθεί από τη λύπη του. Έστειλε και φώναξε όλους τους μάγους και τους σοφούς στο παλάτι του, τους έταξε μπόλικο χρυσάφι, αν έκαναν καλά τη γυναίκα του κι οι άνθρωποι δοκίμασαν να γιατρέψουν τη βασίλισσα, αλλά δε μπόρεσαν. Όλοι τότε στο παλάτι απελπίστηκαν κι έλεγαν λυπημένοι:
-Κρίμα στην καλή μας βασίλισσα που πεθαίνει τόσο νέα. Κρίμα. Ένα απόγευμα ο βασιλιάς κατέβηκε στον κήπο του παλατιού και κάθισε σ’ έναν πάγκο συλλογισμένος. Όπου σε μια στιγμή ακούει τον αητό να λέει:
-Βασιλιά μου, μην απελπίζεσαι, η βασίλισσα θα γίνει καλά.
Ο βασιλιάς σήκωσε το κεφάλι του.
-Τι λες; είπε στον αητό.
-Την αλήθεια, βασιλιά μου. Πάρε τη βασίλισσα, ανεβείτε στην πλάτη μου κι έννοια σου. Τα άλλα είναι δική μου δουλειά.
Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε και στάθηκε συλλογισμένος. Μα σε λίγο είπε μέσα του: Έτσι κι έτσι η βασίλισσα είναι χαμένη. Αν ακούσω τον αητό δεν έχω να χάσω περισσότερα. Κι αποφάσισε να κάμει ό,τι του είπε. Πήρε λοιπόν τη βασίλισσα την έβαλε στη ράχη του αητού, κάθισε κι αυτός πίσω της και το πουλί ξεκίνησε γρήγορα πέταξε πάνω από στεριές και θάλασσές, ώσπου έφτασε σ’ ένα νησί, στη μέση του πελάγου.
-Θα πάμε στη θεία μου, την αδελφή της μάνας μου, είπε, που είναι βασίλισσα σ’ αυτό το νησί, και μ’ αγαπάει σαν παιδί της. Όταν της πω πως με περιποιηθήκατε στο παλάτι σας και με κάνετε καλά, θα σας καλοδεχτεί και θα γιατρέψει τη βασίλισσα γιατί είναι μάγισσα μεγάλη.
Λέγοντας αυτά ο αητός στάθηκε έξω από το παλάτι κι ο βασιλιάς με τη βασίλισσα κατέβηκαν από τη ράχη του. Μα δες! αντί για τον αητό, βρισκόταν τώρα μπροστά τους ένα όμορφο πριγκιπόπουλο.
Η θεία του, μόλις το είδε το αγκάλιασε και το φίλησε κι έκανε χαρές μεγάλες.
-Νόμιζα πως κάτι έπαθες, παιδί μου, αφού δε γύρισες τόσον καιρό στο νησί.
-Ήμουν άρρωστος, είπε ο νέος, και θα πέθαινα μέσα σ’ ένα δάσος αν ο καλός αυτός βασιλιάς δε με λυπότανε και δε μ’ έπαιρνε στο παλάτι του να με κάνει καλά.
Η βασίλισσα του νησιού γύρισε τότε στο βασιλιά και στη γυναίκα του:
-Καλώς ήρθατε στον τόπο μας, είπε, και σας ευχαριστώ για ό,τι κάνετε για το ανίψι μου που το αγαπάω σαν παιδί μου, αφού δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο έξω απ’ αυτό. Μα τώρα πρέπει να μπούμε στο παλάτι μου για να φάτε και να ξεκουραστείτε, γιατί το ταξίδι σας θα σας κούρασε πολύ και προ πάντων τη βασίλισσα.
-Αχ, είναι άρρωστη, έκανε ο βασιλιάς, μα η θεία του αητού δεν τον άφησε να τελειώσει.
-Ξέρω, ξέρω, είπε με χαμόγελο.
Οδήγησε, λοιπόν, τους ξένους της σ’ ένα μεγάλο και πλούσιο δωμάτιο μ’ ένα τραπέζι στη μέση, όπου ήταν βαλμένα λογής – λογής ωραία φαγητά. Έφυγε τότε αυτή για μια στιγμή και ξαναγύρισε μ’ ένα ποτήρι γεμάτο από ένα ποτό σκούρο κόκκινο, σαν κρασί, που μοσχοβολούσε. Έδωσε το ποτήρι στη βασίλισσα και της είπε:
-Πιέστο, βασίλισσά μου, θα σου κάμει καλό.
Η βασίλισσα ήπιε το ποτό και σε λίγο ένιωσε καλύτερα τον εαυτό της. Οι πόνοι που τη βασάνιζαν έφυγαν, το αίμα γύρισε πάλι στα μάγουλά της κι όταν είδε τα ωραία φαγητά που ήταν μπροστά της, χτύπησε χαρούμενη τα χέρια της.
-Αχ, πώς πεινώ, είπε, κι άρχισε να τρώει με μεγάλη όρεξη.
Ο βασιλιάς, βλέποντάς την, πήγε να τρελαθεί από τη χαρά του.
-Αχ, κυρά μου, φώναξε, κοιτάζοντας τη βασίλισσα του νησιού, το καλό που μου ‘καμες, πώς θα μπορέσω να στο ξεπληρώσω;
Η βασίλισσα γέλασε:
-Εσύ έκαμες πρώτος το καλό στο ανίψι μου, είπε, και τώρα εγώ στο ξεπληρώνω. Και κράτησε τους ξένους της πολλές μέρες στο νησί, όπου έδωσε μεγάλες γιορτές για να τους διασκεδάσει. Όταν πια ήρθε ο καιρός να φύγουν, ετοίμασε ένα μεγάλο και όμορφο καράβι, το φόρτωσε με πλούσια δώρα κι είπε του βασιλιά:
-Θα σου δώσω ακόμη ένα δώρο που είναι πολύ μικρό, αλλά πιο σπουδαίο απ’ όλα τ’ άλλα. Βαλ’ το στην τσέπη σου και μη το ανοίξεις ώσπου να φτάσετε στη χώρα σας.
Κι η βασίλισσα του νησιού έδωσε στο βασιλιά ένα μικρό κουτάκι. Ο βασιλιάς το έβαλε στην τσέπη του, την ευχαρίστησε και σε λίγο αποχαιρέτησε το πριγκιπόπουλο – αητό, τη θεία του και όλους τους άλλους και μπάρκαρε με τη γυναίκα του στο καράβι.
Εκείνο ξεκίνησε μ’ απλωμένα τα πανιά, βγήκε από το λιμάνι και έστριψε κατά το πέλαγο. Στην αρχή το ταξίδι τους ήταν καλό κι η θάλασσα ήσυχη. Μια βραδιά όμως σηκώθηκε δυνατός αέρας ξαφνικά και σήκωσε βουνό τα κύματα που σάρωναν το κατάστρωμα. Ένα τέτοιο κύμα έπεσε πάνω στο καράβι ορμητικά κι άρπαξε τον καπετάνιο τον δυστυχισμένο. Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα λυπήθηκαν πολύ, μα ο λοστρόμος ευχαριστήθηκε. Αυτός ήταν ένας κακός άνθρωπος, κρυβόταν όμως, κι όλος ο κόσμος τον νόμιζε για καλόν. Την άλλη μέρα λοιπόν που η θάλασσα ησύχασε κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα είχαν πάει να κοιμηθούν, ο λοστρόμος μάζεψε τους ναύτες και τους είπε:
-Το καράβι τούτο είναι φορτωμένο με πολύτιμα πράγματα, χρυσαφικά και διαμαντικά και κεχριμπάρι και φίλντισι και μετάξια και ό,τι άλλο ακριβό και σπάνιο βάζει ο νους του ανθρώπου. Όλο το αμπάρι 8, 50 Νέα παραμύθια είναι γεμάτο με κάσες απ’ αυτά, που χάρισε η βασίλισσά μας στους ξένους της. Αν τα πάρουμε στα χέρια μας, θα γίνουμε πλούσιοι και εμείς και θα ζούμε σαν άρχοντες, χωρίς να ‘μαστέ αναγκασμένοι να δουλεύουμε για να βγάζουμε το ψωμί μας.
-Και πώς θα τα πάρουμε; ρώτησε ένας ναύτης.
-Θ’ αράξουμε πρώτα σ’ ένα ερημονήσι και θ’ αφήσουμε εκεί το βασιλιά και τη βασίλισσα κι ύστερα θα οδηγήσουμε το καράβι μας σ’ ένα μεγάλο λιμάνι, όπου θα πουλήσουμε τις πραμάτειες και θα μοιραστούμε τα λεφτά. Κατόπιν, αν θέλουμε, κρατάμε το καράβι και κάνουμε εμπόριο από λιμάνι σε λιμάνι, αν θέλουμε πάλι το πουλάμε και μένουμε στη στεριά.
-Καλά λες, είπε ένας ναύτης, αυτό πρέπει να κάνουμε.
-Σύμφωνος κι εγώ, είπε ένα άλλος.
-Σύμφωνοι!… φώναξαν κι οι άλλοι ναύτες. Σύμφωνοι!
-Θα βάλουμε πλώρη λοιπόν για ένα ερημονήσι είπε ο λοστρόμος. Τις ξέρω τούτες τις θάλασσες καλά, γιατί έχω περάσει πολλές φορές μαζί με τον καπετάνιο.
Πραγματικά σε λίγες μέρες φάνηκε μπροστά τους ένα νησί. Το καράβι προχώρησε κατά κει και σταμάτησε κοντά του, τάχα για να πάρουν νερό. Ο λοστρόμος πήδησε πρώτος στη βάρκα και με δυο ναύτες μαζί βγήκαν στο νησί. Υστερ’ από λίγη ώρα ξαναγύρισαν.
-Βασιλιά μου, είπε ο λοστρόμος, αυτό το νησί είναι τόσο όμορφο που νους ανθρώπου δεν το βάζει. Πάρε τη βασίλισσα να βγείτε έξω να σεργιανίσετε κάμποση ώρα, ώσπου να κουβαλήσουν οι ναύτες το νερό. Έτσι θα ξεκουραστείτε και λιγάκι. Και λέγοντας αυτά έδωσε στη βασίλισσα ένα λουλούδι που κρατούσε στο χέρι του, ένα λουλούδι τόσο μεγάλο όπως ένα ολόκληρο πανέρι, κάτασπρο, με μυρωδιά που λίγωνε την καρδιά του ανθρώπου. Η βασίλισσα το πήρε θαυμάζοντας.
-Έχει κι άλλα λουλούδια τέτοια το νησί; ρώτησε.
-Ολόκληρα λιβάδια στρωμένα, είπε ο λοστρόμος, κι όχι μονάχα άσπρα, όπως αυτό, αλλά χρωματιστά, τριανταφυλλιά και κόκκινα και κίτρινα και γαλάζια.
Η βασίλισσα θαύμασε άλλη μια φορά.
-Πάμε, είπε στον άντρα της, να τα δούμε!
-Πάμε, είπε πρόθυμος ο βασιλιάς.
Μπήκαν στη βάρκα μαζί με το λοστρόμο και τους δυο ναύτες και σε λίγο βγήκαν στο νησί.
-Περιμένετε σεις εδώ, είπε ο λοστρόμος στους ναύτες του κι εγώ θα πάω το βασιλιά και τη βασίλισσα πίσω από το βράχο, στο λιβάδι.
Πραγματικά, σε λιγάκι έφθασαν σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι γεμάτο από θεόρατα πολύχρωμα λουλούδια.
-Τι όμορφο!, φώναξε η βασίλισσα κι έσκυβε να τα δει ένα – ένα και να τα μυρίσει.
Ο βασιλιάς τα κοίταζε, κι αυτός σαστισμένος, γιατί τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναδεί ποτέ ως τώρα.
Περπάτησαν έτσι κάμποση ώρα πάνω στο λιβάδι, έκοψαν μερικά λουλούδια -τα πιο όμορφα- κι ύστερα γύρισαν στην ακροθαλασσιά για να μπούνε πάλι στη βάρκα. Μα ούτε βάρκα είδαν πουθενά, ούτε ναύτες, ούτε λοστρόμο. Και το καράβι είχε ανοίξει τα πανιά και τραβούσε κατά το πέλαγο.
-Έφυγαν! ψιθύρισε κατάπληκτος ο βασιλιάς.
-Έφυγαν και μας άφησαν! είπε κι η βασίλισσα και κάθισε σε μια πέτρα κι άρχισε να κλαίει. Τώρα τι θα γίνουμε καταμόναχοι σε τούτο το έρημο νησί; Θα πεθάνουμε από τα βάσανα κι από την πείνα…
-Θάρρος! της είπε ο βασιλιάς. Μπορεί να το μετανιώσουν και να ξαναγυρίσουν να μας πάρουν. Ας περιμένουμε.
Μα το καράβι δεν ξαναγύρισε, παρά αρμένιζε στην ανοιχτή θάλασσα ώσπου έγινε ένα μικρό σημαδάκι και χάθηκε σιγά – σιγά. Ο βασιλιάς σηκώθηκε τότε, έψαξε στα βραχάκια και μάζεψε μερικά καβούρια και όστρακα κι έφαγαν με τη γυναίκα του, ήπιαν και νερό από μια πηγή εκεί κοντά και μετά έπεσαν να κοιμηθούν. Είχαν τόση στενοχώρια, που νόμιζαν πως δε θα μπορέσουν να κλείσουν μάτι όλη τη νύχτα, σε λίγο όμως, κουρασμένοι όπως ήταν από το κούνημα του καραβιού, έπεσαν σ’ ένα βαθύ ύπνο. Δεν είχε ξημερώσει καλά – καλά η άλλη μέρα, όπου τους ξύπνησε ένα φτερούγισμα δυνατό πάνω από τα κεφάλια τους. Ανοίγουν τα μάτια τους και τι να δουν! Τον αητό να κάθεται δίπλα τους. Έβγαλαν τότε κι οι δυο ένα χαρούμενο ξεφωνητό.
-Σωθήκαμε! σωθήκαμε!
-Σωθήκατε, βέβαια, είπε ο αητός. Φανταζόσουνα, βασιλιά μου, πως ύστερ’ από το καλό που μου ‘κάνες θα σας άφηνα να χαθείτε;
-Μου το ξεπλήρωσες διπλά, είπε ο βασιλιάς.
Και μαζί με τη βασίλισσα ανέβηκαν στη ράχη του αητού κι εκείνος άρχισε να πετάει πάνω από τη θάλασσα κι από τα βουνά ώσπου έφθασε στην πολιτεία τους και τους άφησε κάτω στο λιμάνι. Αμέσως πέταξε ψηλά και χάθηκε. Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα τράβηξαν να πάνε στο παλάτι, μα τι να δουν! Όλα τα σπίτια ήσαν γκρεμισμένα κι έρημα κι ούτε ένα δεν έστεκε γερό, παρά παντού ήταν σκορπισμένοι σωροί από πέτρες και ξύλα και χώματα κι ούτε δρόμο ξεχώριζες πουθενά, ούτε δέντρο, ούτε πλατεία, ούτε άνθρωπο έβλεπες. Και το μαρμάρινο πεντάμορφο παλάτι τους ήταν πεσμένο. Κοίταζαν γύρω τους σαστισμένοι.
-Τι να ‘γινε άραγε τον καιρό που λείπαμε εμείς;! είπε ο βασιλιάς.
-Μπορεί να ‘γινε κανένας μεγάλος σεισμός, που να κατάστρεψε την πολιτεία, είπε η βασίλισσα.
-Όχι δεν είναι σεισμός, γιατί τότε οι άνθρωποι θα ξαναγύριζαν και θα ‘ρχιζαν να ξαναχτίζουν τα σπίτια τους. Κάτι άλλο έγινε.
Εκείνη τη στιγμή άκουσαν πίσω του πατήματα. Γύρισαν τότε ξαφνιασμένοι κι είδαν ένα καμπούρικο γεροντάκι να ‘ρχεται σιγά – σιγά με τη μαγκούρα του.
-Καλέ μου άνθρωπε, του είπε ο βασιλιάς, για πες μου, από τι καταστράφηκε αυτή η πολιτεία;
Το γεροντάκι τους κοίταξε παραξενευμένο.
-Δεν είσαστε από τον τόπο μας; ρώτησε.
-Όχι, είμαστε ξένοι και τώρα δα φθάσαμε στο λιμάνι. Σαστίσαμε όμως που είδαμε το πράγμα αυτό.
Ο γέρος έκατσε σε μια πέτρα κοντά τους:
-Μάθετε, είπε, πως τούτο το μέρος δεν πάει πολύς καιρός που ήταν μια όμορφη πόλη με μεγάλα σπίτια, με ανθρώπους πολλούς και μ’ ένα καλό βασιλιά που την κυβερνούσε. Μα η βασίλισσα αρρώστησε κι ο βασιλιάς την πήρε για να την πάει σε κάποιο μέρος μακρινό, για να την κάνει καλά. Βρήκαν τότε τον καιρό οι εχθροί μας κι έφθασαν έξαφνα ένα βράδυ στο λιμάνι με τα καράβια τους, έβγαλαν στρατό και όρμησαν πάνω μας. Οι άνθρωποι, τρομαγμένοι ξεπετάχθηκαν από τα κρεβάτια τους κι έτρεξαν να φύγουν από την πολιτεία. Κι οι εχθροί άρπαξαν όλα όσα βρήκαν, έκαψαν, γκρέμισαν, κατάστρεψαν και μπήκαν πάλι στα καράβια τους κι έφυγαν.
-Καλά, και τώρα οι άνθρωποι πού είναι; ρώτησε ο βασιλιάς.
-Έξω, στα κτήματα. Δε ξεθαρρεύουν ακόμη να ‘ρθουν, απάντησε ο γέρος. Μα σεις ποιοι είσαστε; πώς βρεθήκατε εδώ;
-Ξένοι είμαστε, είπε ο βασιλιάς, περαστικοί από τα μέρη σας.
Όταν έφυγε ο γέρος, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έμειναν κάμποση
ώρα αμίλητοι και συλλογισμένοι. Το πρόσωπο τους είχε πολλή λύπη.
-Καλύτερα να μη φεύγαμε, είπε η βασίλισσα. Θα πέθαινα εγώ, όμως η πολιτεία θα σωζόταν, γιατί οι εχθροί δε θα τολμούσαν να ‘ρθουν, αν ήξεραν πως θα σ’ εύρισκαν εδώ.
-Τώρα έγινε, είπε ο βασιλιάς, ας μη το συλλογιζόμαστε.
Καθώς τα έλεγε αυτά, έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έπιασε έξαφνα το μικρό κουτάκι που του ‘χε δώσει η βασίλισσα του νησιού και μέσα βλέπει τρία φουντούκια. Η βασίλισσα καθώς τα ‘δε, δε μπόρεσε να μη γελάσει μ’ όλη τη μεγάλη στενοχώρια της.
-Σπάστα να τα φάμε, λέει η βασίλισσα, γιατί άρχισα να πεινώ.
Σπάζει ο βασιλιάς το πρώτο φουντούκι και τι να δουν! Στη θέση της γκρεμισμένης πολιτείας να στήνεται μια καινούργια, δέκα φορές πιο όμορφη και πιο μεγάλη από την πρώτη. Τα ψηλά της σπίτια ή- σαν από ατόφιο και κάτασπρο μάρμαρο και τα κεραμίδια και τα παράθυρα από καθαρό χρυσάφι που αστραποβολούσαν σαν καθρέφτες στον ήλιο και τα μπαλκόνια κι οι ταράτσες από ασήμι γυαλιστερό, στολισμένα με χίλιων λογιών λουλούδια και πράσινα κλαδιά.
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα τα ‘χασαν σαν την είδαν.
Σηκώθηκαν τότε και πήγαν στο μέρος όπου ήταν το παλάτι τους κι αντίκρυσαν ένα παλάτι χίλιες φορές πιο όμορφο από το δικό τους, όλο μάρμαρο και κρύσταλλο και χρυσάφι.
-Μεγάλο το δώρο της βασίλισσας του νησιού, έκαμε ο βασιλιάς που ακόμη δεν τολμούσε να πιστέψει στα μάτια του.
-Σπάσε το δεύτερο φουντούκι, είπε η βασίλισσα.
Ο βασιλιάς έσπασε το δεύτερο φουντούκι και τότε το λιμάνι γέμισε από καράβια κάθε λογής μικρά και μεγάλα, αρματωμένα, έτοιμα.
Φούσκωσε τότε από χαρά η καρδιά του νέου βασιλιά, και γύρισε με μάτια που έλαμπαν στη βασίλισσα:
-Με τόσα καράβια που έχουμε τώρα, οι εχθροί μας δε θα ξανατολμήσουν να μας ενοχλήσουν πια, έκαμε.
-Σπάσε τώρα και το τρίτο φουντούκι, είπε η βασίλισσα.
Ο βασιλιάς έσπασε και το τρίτο φουντούκι και την ίδια στιγμή είδαν τους ανθρώπους της πολιτείας να μπαίνουν χαρούμενοι μέσα. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ήσαν ντυμένοι με όμορφα ρούχα κι όλοι, νέοι και γέροι, ήσαν καταχαρούμενοι. Έμπαιναν τραγουδώντας στην πολιτεία τους κι ο καθένας που πήγαινε στο σπίτι του, το ‘βρίσκε δέκα φορές πιο ωραίο και πιο πλούσιο απ’ ό,τι το είχε αφήσει.
Έζησαν λοιπόν ευτυχισμένοι οι άνθρωποι εκείνοι χρόνους πολλούς στην ομορφότερη πολιτεία του κόσμου.
0 Comments