της Ελένης Σταματάκου
Τι λέει μία παλιά πολυθρόνα. Ήταν σπουδαίος τεχνίτης αυτός που με έφτιαξε. Πάνε 80 χρόνια τώρα. Πρώτο μπήκα στο σπίτι δύο νέων παιδιών που μόλις είχαν παντρευτεί
Με τοποθέτησαν σε μία γωνία στο κομψό τους σαλόνι και διαπίστωνα κάθε μέρα
Πόση χαρά τους έδινα με την παρουσία μου. Κάθε φορά που είχαν υψηλό προσκαλεσμένο, με έδειχναν και καμαρώνοντας του έλεγαν: καθίστε εκεί.
Δεν με άφησαν ποτέ να σκονιστώ . Πρώτη δουλειά της κυρίας ήταν να με έχει πεντακάθαρη. Και εγώ, βέβαια, στεκόμουν υπομονετικά όταν με επισκέπτονταν
Οι φίλοι τους. Καμιά φορά κουραζόμουν, γιατί το Πάχος τους ήταν τόσο πολύ που με βούλιαζε. Πέρασαν τα χρόνια…. Τα παιδιά μεγάλωσαν και άλλαξαν σπίτι. Πήγαν σε ένα ευρύχωρο μεγάλο εξοχικό. Απόκτησαν χρήματα… Τα έπιπλά τους αποφάσισα να τα αλλάξουν. Αγωνία που είχα εκείνο τον καιρό! Δεν ήθελα να φύγω από αυτούς.
Ωραία ήμουν μαζί τους τόσα χρόνια, είχα συνηθίσει και ούτε ήξερα αν θα πήγαινα κάπου χειρότερα. Και έτσι μία μέρα, έφτασαν 2 χοντροί εργάτες και κουβάλησαν….
Άκουγα θόρυβο από τα άλλα δύστυχα έπιπλα, έτσι που τα πετούσαν στο μεγάλο αυτοκίνητο. Όταν έφτασαν σε εμένα. Ε, όχι, όχι πολυθρόνα! Καλέ μου κύριε,
Το ήξερα πόσο με αγαπούσες! Δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω, όταν ήρθε και στρώθηκε στο μαλακό μου μαξιλάρι. Έτσι πέρασαν και άλλα πολλά χρόνια.
Τα παιδιά έχουν ασπρίσει, έκαναν αλλά παιδιά, που σκαρφαλώνουν απάνω μου.
Συχνά με ταρακουνούν εδώ και εκεί και εγώ τρίζω Εδώ που τα λέμε, δεν μου αρέσει και πολύ αυτό, αλλά ας μην είμαι αχάριστη. Ας σκεφτώ πως θα μπορούσα να είχα γίνει φωτιά η πριονίδι… Καλά είμαι έτσι λοιπόν!
Σταματάκου Ελένη
0 Comments