Πριν από πολλά χρόνια, σε ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της Ιαπωνίας, ήτανε ένα ψαράδικο χωριό. Το χωριό αυτό έχει γίνει τώρα μια μεγάλη πόλη, με λιμάνι και πολύ ψηλά σπίτια. Αλλά οι τράτες βγαίνουνε ακόμα και τώρα κάθε βράδυ για ψάρεμα και το πρωί οι ψαράδες γυρίζουν στην πόλη, που κάποτε ήτανε ένα μικρό ψαράδικο χωριουδάκι, όταν κατοικούσε εκεί ο Ουρασίμα με τους γονείς του.
Ο πατέρας του Ουρασίμα ήτανε ψαράς. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού ψαράδες ήσαν. Όσο ήτανε μωρό ο Ουρασίμα οι γονείς του σχεδιάζανε να τον κάνουνε κι εκείνο ψαρά. Η μητέρα του τον πήγαινε στην παραλία, μέσα από το μικρό δασάκι όπου ήτανε το ξύλινο σπίτι τους, και μαζί παρακολουθάγανε τις τράτες που φεύγανε για ψάρεμα.
Καθώς μεγάλωνε, πέρναγε τις περισσότερες ώρες του στην παραλία.
Ο Ουρασίμα είχε μάθει πώς λέγανε τις βάρκες απ’ έξω κι ανακατωτά. Όταν μεγάλωσε αρκετά, βοήθαγε τους ψαράδες να κουβαλάνε τους κουβάδες με τα ψάρια από την παραλία στην αγορά του σπιτιού.
Όσο έλειπαν οι τράτες, εκείνος καθότανε και περίμενε, κάνοντας όνειρα για την ημέρα που θα γινότανε κι αυτός ψαράς.
Καμιά φορά, ο πατέρας του τον μάλωνε γι’ αυτά τα ονειροπολήματα, αλλά στο βάθος ήτανε ευχαριστημένος με τον Ουρασίμα γιατί ήθελε πολύ να τον κάνει ψαρά, όταν θα μεγάλωνε. Άρχισε να δείχνει στο γιο του πώς να διορθώνει τα σχισμένα δίχτυα.
Επί τέλους έφτασε η ώρα που ο Ουρασίμα μεγάλωσε αρκετά, για να μπορεί να πηγαίνει για ψάρεμα με τον πατέρα του. Εκείνη την ημέρα πέρασε ολόκληρη στην παραλία. Το πρωί βοήθησε τον πατέρα του να ξεφορτώσει τα ψάρια που ’χε πιάσει το προηγούμενο βράδυ. Η μητέρα του του ’χε δώσει ένα καλαθά- κι και του ’χε βάλει μέσα κρύο βραστό ρύζι, λίγο ξερό ψάρι και φρούτα, και φυσικά δυο ξύλινα πηρού- νια για να μπορέσει να φάει.
Τ’ απόγευμα έπαιξε με τους φίλους του στην ακρογιαλιά —ήσαν όλοι τους παιδιά ή κόρες των ψαράδων — φτιάχνοντας μικρά βαρκάκια από ξύλο και ρίχνοντάς τα στο νερό. Όταν οι ίσκιοι των δέντρων και των βράχων μάκρυναν, οι γονείς του τού φώναξαν πως ήτανε ώρα να ετοιμαστεί.
Τι αναμπουμπούλα ήτανε αυτή που άρχισε τότε! Οι ψαράδες αρχίσανε να φωνάζουνε ό ένας στον άλλο ότι έπρεπε να βιαστούνε, για να μη χάσουνε την παλίρροια. Τ’ αγόρια και τα κορίτσια βοηθάγανε τους γονείς τους να ρίξουνε τις βάρκες στη θάλασσα και οι γυναίκες των ψαράδων φωνάζανε.
— Καλή ψαριά! Και καλώς να μας γυρίσετε!
Ο Ουρασίμα κάθισε στην πλώρη της βάρκας του πατέρα του. Είδε την παραλία να μένει πίσω τους. Μόλις σκοτείνιασε βοήθησε τον πατέρα του να ρίξει τα δίχτυα. Βγήκε το φεγγάρι. Ο Ουρασίμα δεν έβλεπε πια την παραλία. Μόνο το πανύψηλο βουνό Φούτζι φάνταζε μέσα στη νύχτα, φωτισμένο από το φεγγάρι. Πόσο χαιρότανε ο Ουρασίμα που άκουγε τα κύματα να’ ρχονται και να σκάζουν απαλά στα πλαϊνά της βάρκας. Σε μια στιγμή, όμως, τον έπιασε νύστα.
— Ξεκουράσου λιγάκι, παιδί μου, του’ πε ο πατέρας του. Η θάλασσα είναι ήσυχη και μπορώ να κουμαντάρω τη βάρκα μόνος μου. Ξαπλώσου πάνω σ’ εκείνα τα παλιά δίχτυα και κοιμήσου λιγάκι.
Κι έτσι το παιδί αποκοιμήθηκε.
Μόλις ξημέρωσε ο πατέρας του τον ξύπνησε. Μαζέψανε μαζί τα δίχτυα και είδανε ότι η ψαριά ήτανε πολύ καλή. Ο Ουρασίμα άρχισε να καθαρίζει τα ψάρια ενώ ο πατέρας του έκανε κουπί, για να ξαναγυρίσουνε στην παραλία. Ώσπου να φτάσουνε εκεί, ο Ουρασίμα είχε καθαρίσει όλα τα ψάρια.
— Μπράβο, γιε μου, είπε ο πατέρας του. Δεν ξέρεις πόσο με βοήθησες. Πήγαινε να χαιρετήσεις τη μητέρα σου και έλα μετά να πάμε τα ψάρια στην αγορά.
Αυτό ήτανε το πρώτο από τα πολλά νυχτερινά ταξίδια που ’κάνε ο Ουρασίμα για να βρει ψάρια. Οι φίλοι του και όλοι όσοι κατοικούσανε στο χωριό τον φωνάζανε Ψαρόπουλο και ακόμα και τότε που μεγάλωσε κι έγινε νεαρός, το παρατσούκλι αυτό του ’μείνε. Το ψάρεμα ήτανε η μοναδική του απασχόληση και πολύ σπάνια σκεφτότανε τίποτε άλλο. Ώσπου να γίνει είκοσι χρονών, είχε φτιάξει μια δική του βάρκα και έβγαινε στη θάλασσα. Μερικές φορές έπιανε ψάρια και μερικές δεν έπιανε. Μα αγαπούσε πολύ τη θάλασσα και καθότανε ώρες και την αγνάντευε. Και φυσικά συνέχισε να βγαίνει με τον πατέρα του και τους άλλους για ψάρεμα.
Μια μέρα, όταν έγινε νεαρός πια, περπάταγε στην ακρογιαλιά μαζί με τη μητέρα του, όταν εκείνη τον σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο και του είπε:
— Παιδί μου, άρχισε, εδώ στο χωριό οι φίλοι σου σε λένε Ψαρόπουλο. Μα δεν είσαι παιδί πια. Σου ’μείνε το παρατσούκλι, αλλά τώρα είσαι κανονικός ψαράς. Αυτό θέλαμε να γίνεις, εγώ και ο πατέρας σου.
— Το ότι έγινα ψαράς, καλή μου μητέρα, το χρωστάω σε σας, απάντησε ο Ουρασίμα.
— Τέλος πάντων. Τώρα ήρθε καιρός που εγώ και ο τιμή μένος πατέρας σου σκεφτόμαστε ότι πρέπει να παντρευτείς και να…
— Να παντρευτώ; Μα δεν θέλω να…
— Ναι, γιε μου, να παντρευτείς. Ήρθε ο καιρός σου να γίνεις οικογενειάρχης, παιδί μου.
— Μα ήμουνα τόσο απασχολημένος με το ψάρεμα, καλή μου μητέρα, που δεν κάθισα ποτέ μου να το σκεφτώ αυτό το ζήτημα. Και ποια να παντρευτώ; Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου το πεις αυτό;
— Εγώ κι ο πατέρας σου θα διαλέξουμε κάποιον για να κάνει τον προξενητή. Ίσως ο φίλος μας ο Σάτο Σαν να θελήσει να μας κάνει την τιμή. Είναι πολύ καλός φίλος. Σε παρακαλώ, αγαπητό μου παιδί, άφησέ μας να του μιλήσουμε.
— Πολύ καλά, μητέρα, συμφωνώ με το σχέδιό σου. Πάντως, αν ο Σάτο Σαν δεχτεί αυτή τη δουλειά, θα περάσει καιρός ώσπου να βρει κοπέλα για μένα…
Μια μέρα, είπε η μητέρα του. Το νέο ότι έδωσες τη συγκατάθεσή σου θα ευχαριστήσει πολύ τον πατέρα σου. Ο προξενητής δεν θα διαλέξει μόνο μια κοπέλα. Θα διαλέξει πολλές και θα φροντίσει να τις γνωρίσεις μία – μία. Και μόνο όταν θα συναντήσεις εκείνη που θα σ’ αρέσει σε εμφάνιση και σε τρόπους, και που θα μπορεί να σου κρατάει νοικοκυριό θ’ αρχίσουμε την προετοιμασία για το προξενιό.
Ο Ουρασίμα ήξερε πολύ καλά ότι στην περιοχή τους έτσι κανονίζονταν πάντοτε οι γάμοι. Μαζί με τη μητέρα του συνέχισαν τον περίπατο και μετά η μητέρα του έτρεξε να βρει τον πατέρα του για να του πει τα καλά νέα.
Όσο για τον Ουρασίμα, συνέχισε το δρόμο του μονάχος. Ήτανε βυθισμένος σε σκέψεις, δεν ήξερε αν είχε κάνει καλά που ’χε δεχτεί με τόση ευκολία την πρόταση της μητέρας του.
Κοιτάζοντας το βουνό Φούτζι, είπε:
— Πού ξέρεις, μπορεί ο Σάτο Σαν να μη δεχτεί να βοηθήσει τους γονείς μου. Μπορεί ν’ αρχίσουνε να ψάχνουνε γι’ άλλον προξενητή, οπότε το άλλο ζήτημα θα καθυστερήσει. Ω ναι, βλέπω καθαρά ότι θα μείνω για πολύ καιρό ελεύθερος.
Πήρε το δρόμο του γυρισμού στο χωριό. Ξαφνικά είδε μπροστά του κάτι που ’μοιάζε με μικρό βράχο. Ήξερε τόσο καλά την παραλία που ξαφνιάστηκε. Δεν θυμότανε να ’χε ξαναδεί εκεί αυτό το βράχο.
Καθώς πλησίαζε, εκείνος ο παράξενος βράχος σάλεψε και ο Ουρασίμα, ακόμα πιο έκπληκτος, έτρεξε κοντά του. Δεν ήτανε βράχος, λοιπόν. Ήτανε μία πολύ μεγάλη γκριζόμαυρη χελώνα, πεσμένη ανάσκελα. Ο ήλιος την χτύπαγε αλύπητα στην κιτρινωπή κοιλιά κι εκείνη σάλευε τα πτερύγιά της αδύναμα, προσπαθώντας να γυρίσει μπρούμυτα πάλι.
Ο Ουρασίμα στενοχωρήθηκε πολύ, βλέποντας το μαρτύριο του ζώου. Από τα μάτια της χελώνας, που στυλωθήκανε πάνω του, τρέχανε δάκρυα. Χωρίς να χάσει καιρό, ο νεαρός ψαράς έσκυψε γοργά και ανασηκώνοντας τη χελώνα την ακούμπησε μπρούμυτα.
— Καημένη χελωνίτσα, είπε. Πολύ τρομερό πράγμα αυτό που ’παθες. Μα πώς βρέθηκες εδώ ανάσκελα; Να, πιο πέρα είναι η θάλασσα. Πέσε μέσα και φύγε κολυμπώντας. Απ’ ότι βλέπω είσαι πολύ μικρή ακόμα.
— Πήγαινε να ζήσεις άλλα χίλια χρόνια.
Ο Ουρασίμα, από τα δακτυλίδια που ’χε το καβούκι της χελώνας, είχε καταλάβει ότι δεν ήτανε μεγαλύτερη από είκοσι χρονών και επομένως είχε μπροστά της ολόκληρη ζωή.
Η χελώνα ήτανε εξαντλημένη, όμως, και δεν μπορούσε να προχωρήσει και να φτάσει στο νερό, που απείχε λίγα μέτρα απ’ αυτήν. Κι έτσι ο Ουρασίμα τη σήκωσε στα χέρια και την κουβάλησε εκεί και προχώρησε πολύ βαθιά, προτού την αφήσει μέσα στο νερό. Του φάνηκε πως η χελώνα σήκωσε το ένα της. πτερύγιο και τον χαιρέτησε, προτού απομακρυνθεί κολυμπώντας. Ο Ουρασίμα, που 5χε μπει στο νερό μέχρι την μέση, υποκλίθηκε και της φώναξε γελώντας:
— Ναι, πήγαινε να ζήσεις άλλα χίλια χρόνια! Ίσως μια μέρα, να ξανασυναντηθούμε!
Βγήκε από τη θάλασσα και συνέχισε το δρόμο του. Φτάνοντας έξω από το χωριό, αντάμωσε μια παρέα νεαρούς που έρχονταν από αντίθετα.
— Α, το Ψαρόπουλο! φωνάξανε μόλις τον είδανε. Πάμε μαζί στη παραλία. Βρήκαμε μια χελώνα, τη γυρίσαμε ανάποδα, και τώρα πάμε να τη σκοτώσουμε.
— Μα γιατί να τη σκοτώσετε; Είναι μικρή ακόμα, την είδα. Μπορεί να ζήσει άλλα χίλια χρόνια.
— Πάμε, πάμε! Έλα κι εσύ Ψαρόπουλο! Θα πάμε να την σκοτώσουμε για να κάνουμε σούπα από το κρέας της και ωραία στολίδια από το καβούκι της!
Και τότε ο Ουρασίμα τους είπε ότι είχε γλυτώσει την χελώνα. Στην αρχή οι φίλοι του θυμώσανε μαζί του, επειδή είχανε σχεδιάσει να κάνουνε σούπα και να βγάλουνε λεφτά από το καβούκι της. Μα αγαπούσανε πολύ το Ψαρόπουλο και συμφωνήσανε ότι ίσως να ’χε κάνει καλά, που ’χε σώσει το άμοιρο ζώο.
—Έχεις πολύ καλή ψυχή, Ψαρόπουλο, του είπανε.
Εκείνο το βράδυ, ο Ουρασίμα βγήκε για ψάρεμα με τον πατέρα του. Καθώς περίμενε κάτω από το φως του φεγγαριού για την ψαριά τους, ο πατέρας του άρχισε να μιλάει ευχαριστημένα που ο γιος του είχε δεχτεί να παντρευτεί.
— Και ο Σάτο Σαν δέχτηκε να μας κάνει τον προξενητή, είπε.
Ο Ουρασίμα δεν είπε τίποτε γι’ αυτό, αλλά εξήγησε στον πατέρα του ότι είχε σώσει μια χελώνα το πρωί. Ο πατέρας του απάντησε:
— Παιδί μου, αν φέρεσαι στη γυναίκα σου με την ευγένεια που φέρθηκες σ’ αυτή τη χελώνα, θα ’ναι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.
Το άλλο πρωί, το Ψαρόπουλο αποφάσισε να πάει μόνο του για ψάρεμα. Τράβηξε πολύ μακριά και βλέποντας ότι δεν υπήρχανε ψάρια, το ’ρίξε στον ύπνο μέσα στη βάρκα. Ξάφνου άκουσε μια φωνή.
— Ψαρόπουλο, Ψαρόπουλο!
Ο Ουρασίμα άνοιξε τα μάτια του. Δεν είδε παρά το βουνό Φούτζι που υψωνότανε προς τον ουρανό., Νόμισε ότι είχε δει όνειρο και ξανάκλεισε τα μάτια.
Η φωνή που του φώναξε ήτανε μουσική. Ο Ουρασίμα έσκυψε από την κουπαστή της βάρκας και κοίταξε μέσα στο νερό. Εκεί κοντά κολύμπαγε μια χελώνα που τον χαιρέτησε μ’ ένα από τα πτερύγιά της.
— Είμαι η χελώνα που έσωσες χτες! του φώναξε.
— Μπα, μα χελώνα που μιλάει! έκανε ο Ουρασίμα. Μπας και ονειρεύομαι;
—Όχι δεν ονειρεύεσαι, Ψαρόπουλο. Δεν είμαι αληθινή χελώνα.
— Δεν είσαι χελώνα; Μα αφού είσαι!
— Σκύψε λίγο, Ψαρόπουλο, δεν σ’ ακούω καθαρά.
— Είπα ότι είσαι χελώνα.
— Δεν είμαι. Έχω μεταμφιεστεί σε χελώνα. Στην πραγματικότητα, είμαι κόρη του βασιλιά των πλασμάτων που κατοικούνε στη θάλασσα!
— Τότε πες μου, σε παρακαλώ, ευγενική πριγκίπισσα, γιατί φοράς αυτή τη μεταμφίεση;
— Ο πατέρας μου ο Μεγαλειότατος, όρισε να παντρευτώ και…
— Και οι γονείς μου ορίσανε το ίδιο πράγμα…
— Δεν μπορώ να σ’ ακούσω καθαρά, Ψαρόπουλο. Ο άνεμος παίρνει τα λόγια σου. Εσύ μ ακούς;
Ο Ουρασίμα έσκυψε περισσότερο από τη βάρκα και κοίταξε τα όμορφα μάτια της χελώνας.
— Δεν φταίει ο άνεμος, Υψηλοτάτη. Εγώ μιλάω σιγανά.
— Βλέπεις δεν έχω ξαναμιλήσει με πριγκίπισσα και δεν ξέρω αν πρέπει να μιλάω δυνατά.
— Κουταμάρες. Μίλα δυνατά. Δεν φοβάμαι. Γιατί να με φοβάσαι κι εσύ; Πες μου τώρα, τι έλεγες για τους γονείς σου;.
— Τα μάτια σου, Υψηλοτάτη. Είναι σαν ανθρώπινα μάτια. Όμορφα και γεμάτα καλοσύνη. Την τελευταία φορά που τα ’δα, ήσαν γεμάτα δάκρυα.
— Είσαι πολύ καλός, Ουρασίμα. Χαίρομαι πολύ που πιστεύεις, έστω κι αν είμαι χελώνα, ότι έχω όμορφα μάτια. Αλλά πες μου, τι έλεγες για τον πατέρα σου και τη μητέρα σου; Σ’ ακούω καλά τώρα.
—Ήθελα να πω, ωραία μου πριγκίπισσα, ότι οι γονείς μου έχουνε τη γνώμη πως είναι καιρός να παντρευτώ. Βρήκανε μάλιστα και τον προξενητή. Όσο για μένα, δεν ξέρω αν θέλω στ’ αλήθεια να παντρευτώ. Εσύ τι σκέφτεσαι για τον ορισμό του πατέρα σου; Εσύ τουλάχιστον μπορείς να μεταμφιεστείς σε χελώνα και να γλυτώσεις από τους προξενητές. Μήπως γι’ αυτό μεταμφιέστηκες, Υψηλότατη;
— Σχεδόν, απάντησε η χελώνα. Επειδή είμαι κόρη βασιλιά, τον γαμπρό πρέπει να τον διαλέξει ο πατέρας μου. Μου ’δώσε το λόγο του ότι δεν θα μ’ αναγκάσει να παντρευτώ κάποιον που δεν θα μ’ αρέσει. Είναι πολύ καλός και δέχτηκε να μ’ αφήσει να του πηγαίνω εγώ τούς γαμπρούς στο παλάτι για να διαλέξει τον κατάλληλο. Βέβαια, αυτό δεν είναι τόσο σωστό, αλλά τον έπεισα να δεχτεί.
— Καλά έκανες, είπε ο Ουρασίμα, που ‘χε πάψει να ’ναι ντροπαλός τώρα.
Δεν ένοιωθε καθόλου στενοχώρια που ήταν μισο- κρεμασμένος από τη βάρκα του και μίλαγε με την κόρη του βασιλιά των πλασμάτων της θάλασσας, που ’μοιάζε κι αυτή με θαλάσσιο ζώο.
— Καταλαβαίνω, συνέχισε. Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί μεταμφιέστηκες σε χελώνα, για να κάνεις αυτή τη δουλειά. Δεν νομίζεις ότι θα ’βρισκες πιο εύκολα σύζυγο αν παρουσιαζόσουνα όπως είσαι στην πραγματικότητα, παρά σαν χελώνα;
Τότε του εξήγησε ότι οι άνθρωποι θα φέρονταν με μεγάλη καλοσύνη σε μια όμορφη πριγκίπισσα.
— Κι εγώ είμαι πολύ όμορφη, είπε η μελωδική φωνή από το στόμα της χελώνας. Αλλά μόνον οι πραγματικά καλοί άνθρωποι θα φέρονταν με καλοσύνη σε μια χελώνα. Ξέρω πολύ καλά (πρόσθεσε μ5 ένα κρυστάλλινο γέλιο) πόσο τρελαίνονται μερικοί νεαροί για τη χελωνόσουπα!
— Μα έτσι έβαλες τη ζωή σου σε μεγάλο κίνδυνο! έκανε ο Ουρασίμα. Σκέψου ότι αφού σ’ έσωσα, συναντήθηκα με κάτι νεαρούς που θέλανε να σε κάνουνε σούπα! Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω πριγκίπισσα.
— Ξέρω, τρόμαξες πολύ όταν τ’ άκουσες αυτό. Αλλά προτού μάθεις γιατί ήμουνα αναποδογυρισμένη, εκεί στην παραλία… αλήθεια, δεν κουράστηκες να σκύβεις έτσι; Αν θες πήγαινε πιο πίσω. Σ’ ακούω καλά τώρα. Όπως έλεγα, με γλύτωσες από το μαρτύριό μου και με ξανάριξες στη θάλασσα, προτού μάθεις ακόμα ότι σκοπεύανε να με κάνουνε σούπα.
—Ήτανε το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Μόνη σου δεν θα τα κατάφερνες.
—Όχι– καμιά αναποδογυρισμένη χελώνα δεν μπορεί να γυρίσει μπρούμυτα. Πάντως, μου φέρθηκες με μεγάλη καλοσύνη —μάλιστα μου ευχήθηκες να ζήσω άλλα χίλια χρόνια. Πολύ χάρηκα γι’ αυτό. Θα ’θελα να σε γνωρίσω στον πατέρα μου το βασιλιά. Ξέρω ότι είσαι πολύ καλός. ΓΥ αυτό ήρθα να σε βρω σήμερα. Και μ5 αρέσει πολύ η βάρκα σου. Μόνος σου την έφτιαξες;
— Ναι μόνος μου. Και χαίρομαι πολύ που σ’ αρέσει.
— Είσαι πολύ έξυπνος και καλός. Θα ’ρθεις μαζί μου στο παλάτι, σε παρακαλώ;
— Μεγάλη μου τιμή, Υψηλοτάτη. Μα ποιος είμαι εγώ, που θα τολμήσω να γνωρίσω τον τιμημένο πατέρα σου, το Μεγαλειότατο;
— Μην υποτιμάς τον εαυτό σου, Ουρασίμα! είπε η χελώνα μ’ ένα δροσερό γέλιο. Μπορεί να ’ναι βασιλιάς ο πατέρας μου, αλλά κι εσύ είσαι ένας καλός ψαράς. Έλα να σε πάρω στην πλάτη μου, για να σε πάω στο παλάτι.
Ο Ουρασίμα χάρηκε πολύ για την πρόσκληση. Του άρεσε πάρα πολύ η συντροφιά της χελώνας με τα όμορφα μάτια και τη μελωδική φωνή. Πήδησε λοιπόν από τη βάρκα και πιάστηκε γερά στην πλάτη της.
Η χελώνα βούτηξε μέσα στο νερό και άρχισε να κολυμπάει. Ο Ουρασίμα δεν απόρησε καθόλου που μπορούσε κι ανέπνεε μέσα στο νερό. Αφού είχε ακούσει χελώνα να μιλάει όλα όσα γίνονταν μετά του φαίνονταν πολύ κανονικά.
Ταξιδέψανε πολλές ώρες, περνώντας ανάμεσα από βράχια κι από παρέες ψαριών. Περάσανε πάνω από περιοχές όπου η άμμος ήτανε κάτασπρη, σαν την άμμο του χωριού του Ουρασίμα και από περιοχές όπου η άμμος ήτανε κατάμαυρη, ή χρυσαφιά. Περάσανε κοντά από μεγάλες φάλαινες και από καρχαρίες και μέσα από ολόκληρο στρατό με ξιφίες. Κανένα απ’ αυτά τα πλάσματα δεν αποπειράθηκε να πειράξει τον Ουρασίμα, ή την πριγκίπισσα που ’τανε μεταμφιεσμένη σε χελώνα.
Σε μια στιγμή τους πήρε στο κατόπι μια ολόκληρη
παρέα από χελώνες και, μετά τους περικύκλωσε ένα κοπάδι σαρδέλες. O Ουρασίμα ήτανε καταγοητευμένος απ’ αυτά που ’βλεπε και ευχότανε να μη τελειώσει ποτέ αυτό το ταξίδι. Ήθελε να δει κι άλλα παράξενα μέσα στη θάλασσα.
— Κοντεύουμε να φτάσουμε, του είπε η χελώνα. Κρατήσου γερά γιατί θα πάρω βουτιά.
Ο Ουρασίμα κρατήθηκε γερά από το καβούκι της χελώνας. Αρχίσανε λοιπόν να κατεβαίνουνε και τ’ αυτιά του βουίζανε. Κάτω βαθιά άρχισε να διακρίνει ένα αστραφτερό κάστρο. Η χελώνα μπήκε από την κεντρική πύλη και σταμάτησε στον αυλόγυρο.
Κάτι σαρδέλες που φυλάγανε σκοποί τούς πλησιάσανε κάνοντας βαθιές υποκλίσεις. Μετά ήρθανε δώδεκα χρυσόψαρα και τους κυκλώσανε και η πριγκίπισσα τα χαιρέτησε με καλοσύνη. Δείχνοντας τα χρυσόψαρα με το πτερύγιό της, εξήγησε στον Ουρασίμα.
— Αυτές είναι οι δεσποινίδες της ακολουθίας μου. Όταν αλλάξω και γίνω όπως πρέπει θα σε συστήσω κανονικά. Περίμενέ με εδώ.
Τα όμορφα χρυσόψαρα περικυκλώσανε τη χελώνα και χαθήκανε πίσω από μια πόρτα της αυλής. Ο Ουρασίμα στάθηκε και περίμενε. Είχε ξεχάσει εντελώς το χωριό του και χάζευε τα ψάρια που φυλάγανε σκοποί και τ όμορφο παλάτι.
Ύστερα από λίγο είδε τα χρυσόψαρα να γυρίζουνε. Κολυμπάγανε κοντά το ένα στο άλλο, σαν να θέλανε να κρύψουνε κάποιον που ’τανε πίσω τους. Σε μια στιγμή σκορπίσανε και απομακρυνθήκανε, αφήνοντας τον Ουρασίμα μ’ ανοιχτό το στόμα.
Στο σημείο όπου στέκονταν τα χρυσόψαρα στεκότανε τώρα μια κοπέλα που η ομορφιά της θάμπωνε.
Ήτανε πλούσια ντυμένη μ’ ένα κιμονό από αγνό, κάτασπρο μετάξι και στη μέση της είχε σφιγμένη μια ολόχρυση ζώνη. Μα ο Ουρασίμα δεν κοίταγε τη ζώνη της. Κοίταγε τα μάτια της, εκείνα τα όμορφα μάτια, και άθελά του έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
Και τότε άκουσε τη γνώριμη, μελωδική φωνή που τόσο του άρεσε.
— Μην γίνεσαι τόσο τυπικός, Ουρασίμα. Αφού είμαστε φίλοι, τώρα πια.
— Υψηλοτάτη, είσαι πολύ όμορφη, είπε ο Ουρασίμα κάνοντας δεύτερη υπόκλιση.
— Μα σε προειδοποίησα ότι είμαι όμορφη, απάντησε εκείνη γελώντας. Πάμε στον πατέρα μου, τώρα.
Η όμορφη πριγκίπισσα οδήγησε τον Ουρασίμα σε μια άλλη αυλή και από κει στο εσωτερικό του παλατιού. Γύρω τους κολύμπαγαν ένα σωρό πολύχρωμα ψάρια, που ήσαν της υποδοχής. Ένας τεράστιος μαυροκόκκινος αστακός τους έμπασε στο δωμάτιο με το θρόνο και η πριγκίπισσα με τον Ουρασίμα γονατίσανε και σκύψανε τα κεφάλια τους ως το πάτωμα.
— Κόρη μου, είπε ο βασιλιάς, αυτός είναι ο πρώτος γαμπρός που μου φέρνεις;
— Ναι, Μεγαλειότατε και τιμημένε πατέρα, απάντησε η πριγκίπισσα. Είναι ο πρώτος. Αλλά θα ’ναι και ο τελευταίος. Γιατί σου ζητάω να γίνει άντρας μου.
Γεμάτος έκπληξη και ευτυχία, γιατί είχε αρχίσει να ερωτεύεται την πριγκίπισσα, το Ψαρόπουλο σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε το βασιλιά της θάλασσας. Ήτανε ένας μεσόκοπος άντρας, με πλούσια φορέματα. Κάνοντας άλλη μια υπόκλιση, είπε:
— Ω μεγάλε ηγεμόνα, και πατέρα της όμορφης πριγκίπισσας θα ’ναι μεγάλη μου τιμή και ευτυχία αν παντρευτώ την κόρη σου.
Και μετά η πριγκίπισσα εξήγησε στον πατέρα της πώς την είχε γλυτώσει ο Ουρασίμα από βέβαιο θάνατο. Μόλις τ’ άκουσε αυτό ο βασιλιάς, έδωσε αμέσως τη συγκατάθεσή του για το γάμο.
Μεθυσμένος από ευτυχία που βρισκότανε κοντά στην όμορφη πριγκίπισσα και στο θαλάσσιο βασίλειο, ο Ουρασίμα ξέχασε τελείως το χωριό του, τους γονείς του, και το Σάτο Σαν που θα ’ψάχνε να του βρει γυναίκα να παντρευτεί. Ξέχασε ακόμα και το βουνό Φούτζι.
Περάσανε ώρες, μέρες, μήνες. Ο Ουρασίμα ένοιωθε ότι τα λεπτά περνάγανε πολύ γρήγορα, σαν αστραπές. Κάθε μέρα εξερευνούσε το βασίλειο της θάλασσας και ανακάλυπτε– καινούργια πράγματα.
Μα ένα πρωί, κάπου τρία χρόνια αφ’ ότου παντρεύτηκε την πριγκίπισσα, η γυναίκα του του ’πε:
— Ουρασίμα, δεν ξέρω τι μούτρα θα ’κάνε ο Σάτο Σαν όταν θα του ’πάνε οι δικοί σου ότι δεν τον χρειάζονταν πια σαν προξενητή.
Τον κοίταξε λυπημένα, πιο λυπημένα από τότε που τον είχε κοιτάξει στην ακρογιαλιά, τότε που την είχε πρωτοδεί σαν χελώνα, και του είπε:
— Πολύ φοβάμαι ότι η εξαφάνισή σου λύπησε τους γονιούς σου και τους φίλους σου.
Και τότε ξαφνικά ο Ουρασίμα θυμήθηκε όλη την προηγούμενη ζωή που ’χε κάνει στη ξηρά.
Γέμισε ντροπή και στενοχώρια για τον τρόπο που ’χε έγκατα λείψει το σπίτι του και είχε ακολουθήσει την πριγκίπισσα χωρίς καλά – καλά να πει αντίο στους γονείς του.
— Αγαπημένη μου γυναίκα και πεντάμορφη πριγκίπισσα! αναφώνησε. Πρέπει να επισκεφτώ τους γονείς μου. Πρέπει να τους δείξω ότι είμαι καλά και ότι δεν πνίγηκα στη θάλασσα. Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ, για να σε γνωρίσω σ’ αυτούς. Μόνον έτσι θα καταλάβουνε γιατί τους εγκατέλειψα τόσο εύκολα.
Η πριγκίπισσα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
— Σε παρακαλώ, ευγενική μου γυναίκα, πάμε να επισκεφτούμε μαζί το σπίτι μου. Θα μείνουμε πολύ λίγο, και μετά θα γυρίσουμε πάλι στον πατέρα σου.
Όσα παρακάλια κι αν της έκανε όμως, εκείνη δεν δεχότανε να πάει μαζί του. Αλλά στο τέλος σκέφτηκε να ξαναπάρει τη μορφή της χελώνας για να τον μεταφέρει στο χωριό του.
— Δεν είναι δυνατόν να ξαναβρείς μόνος σου το δρόμο, του είπε. Εγώ σ’ έφερα εδώ κι εγώ θα σε ξαναπάω πίσω.
Βλέποντας την ανήσυχη έκφρασή του, συνέχισε:
— Αγαπημένε μου Ουρασίμα, δεν πρόκειται να σ’ αφήσω στο χωριό σου. Αφού δεις όσα θες να δεις και πεις όσα θες να πεις, θα ’ρθω να σε ξαναπάρω και να σε ξαναφέρω στο βασίλειο της θάλασσας, που είναι τώρα και δικό σου βασίλειο!… Και τι βασίλειο!
— Καταπληκτικότερο δεν υπάρχει! συμφώνησε ο Ουρασίμα. Και όλη αυτή τη μεγαλοπρέπεια και την ευτυχία τα χρωστάω σε σένα και μόνο σε σένα. Δεν θέλω να φύγω από δω ούτε ακόμα και για λίγο. Αλλά πρέπει να πω στους δικούς μου ότι είμαι ζωντανός και ασφαλισμένος.
— Ναι, καταλαβαίνω. Θα πας. Να φύγουμε τώρα αμέσως, ώστε να ξαναγυρίσεις στο παλάτι μας όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αλλά προτού ξαναφορέσω τη μεταμφίεση της χελώνας, θέλω να σου δώσω αυτό.
Από το ένα μανίκι του κιμονό που φόραγε έβγαλε ένα μικρό γυαλιστερό κουτάκι. Ήτανε σκεπασμένο από χρυσάφι και στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Ήτανε δεμένο και μ’ ένα κατακόκκινο κορδόνι.
— Αυτό θα το πάρεις μαζί σου στο χωριό, του εξήγησε η πριγκίπισσα. Αλλά να μη τ’ ανοίξεις. Ούτε να λύσεις το κορδόνι.
— Τα μόνα σου ελαττώματα, αγαπημένε μου αντρούλη, είναι η περιέργεια και η ξεχασιά. Να μην αφήσεις κανένα απ’ αυτά τα δύο να σε κάνουν να δεις τι είναι μέσα στο κουτί.
— Μα θέλω να μάθω! Γιατί μου κάνεις αυτό το δώρο και μετά λες να μη δω τι είναι μέσα;
— Το κουτί είναι το δώρο που σου κάνω. Όχι το περιεχόμενό του. Έλα, ας μη δώσουμε συνέχεια σ’ αυτό το ζήτημα. Πάμε, είναι ώρα να φύγουμε. Σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο είχε ξαναγίνει χελώνα.
— Μη με κοιτάζεις μ’ ανοιχτό το στόμα, Ουρασίμα. Μ’ έχεις ξαναδεί έτσι! είπε η γελαστή φωνή της χελώνας. Γρήγορα, καβάλησε στην πλάτη μου!
Ο Ουρασίμα σκαρφάλωσε στην πλάτη της χελώνας, που άρχισε ν’ ανεβαίνει με γρηγοράδα προς την επιφάνεια. Σε μια στιγμή, ο Ουρασίμα κατάλαβε ότι το κεφάλι του βρισκότανε έξω από το νερό.
— Να το βουνό Φούτζι! φώναξε μόλις συνήρθε από το ξάφνιασμά του. Κοίταξε, ευγενική μου πριγκίπισσα! Με ξανάφερες στον τόπο μου! Κάπου εδώ κοντά θα είναι το χωριό μου. Να, βλέπω την παραλία.
Η χελώνα συνέχισε να κολυμπάει και σε λίγο τον είχε βγάλει στα ρηχά της παραλίας.
— Πήγαινε, Ουρασίμα, του ’πε. Εγώ θα καταλάβω πότε τελείωσες την επίσκεψή σου και θα ’ρθω να σε πάρω. Και μη ξεχαστείς και ανοίξεις το κουτί!
Τον χαιρέτησε κουνώντας το ένα της πτερύγιο και μετά εξαφανίστηκε μέσα στη θάλασσα, πριν προλάβει ο Ουρασίμα να της κάνει μια υπόκλιση.
Η παραλία φαινότανε ολόιδια όπως την είχε αφήσει, αλλά πέρα από το δάσος είδε κάτι καινούργια σπίτια. Τρέχοντας προς τα κει, έκανε νοήματα στους ψαράδες που ’ βλεπε. Φτάνοντας κοντύτερα, διαπίστωσε ότι δεν γνώριζε κανέναν από δαύτους.
— Καλώς όρισες, ξένε, του είπανε. Ποιος είσαι;
— Είμαι το Ψαρόπουλο.
— Ψαρόπουλο; Εμένα μου φαίνεσαι άντρας.
Και βάλανε τα γέλια.
— Μα δεν με θυμόσαστε έκανε ο Ουρασίμα. Κάποτε έμενα κι εγώ εδώ. Μα δεν πάει πολύς καιρός από τότε. Θα πρέπει να ’φυγα λίγο προτού έρθετε σεις σε τούτο το χωριό.
Οι ψαράδες κουνήσανε τα κεφάλια τους απορημένοι. Ο Ουρασίμα τους είπε αντίο, λέγοντας ότι έπρεπε να δει τους δικούς του. Πέρασε τα καινούργια σπίτια και πήρε το δρομάκι για το δικό του σπίτι.
— Μπα, έγινε πολλή δουλειά εδώ πέρα, σκέφτηκε. Κάποιος μεγάλωσε το δρομάκι και το ’κάνε δυο φορές πλατύτερο.
Ξαφνικά σταμάτησε, νοιώθοντας το φόβο να πλημμυρίζει την καρδιά του. Το σπίτι των γονέων του δεν βρισκότανε εκεί. Είχε εξαφανιστεί εντελώς. Και δεν υπήρχε τίποτε που να δείχνει την προηγούμενη θέση του. Παντού φύτρωνε ψηλό χορτάρι και τίποτα άλλο.
Πανικόβλητος και μη μπορώντας να δώσει καμιά εξήγηση σ’ αυτό, ο Ουρασίμα έκανε μεταβολή και έτρεξε σαν τρελός προς την παραλία. Οι ψαράδες ήσαν ακόμα εκεί που τους είχε αφήσει και κουβεντιάζανε. Βρίσκοντας με δυσκολία τα λόγια του, φώναξε:
— Βοηθήστε με, σας παρακαλώ! Πού βρίσκονται οι γονείς μου, καλοί μου άνθρωποι; Το σπίτι τους δεν βρίσκεται στη θέση του, μόνο χορτάρι είδα σ’ εκείνο το μέρος. Είμαι ο Ουρασίμα, ο γιος τους, το Ψαρόπουλο, και δεν ξέρω πού πήγανε ούτε πού πρέπει να ψάξω για να τους βρω.
Και πάλι κουνήσανε τα κεφάλια τους οι ψαράδες.
— Μιλήστε, λοιπόν! έκανε ο Ουρασίμα.
— Κάποιος από σας πρέπει να ξέρει πού βρίσκονται οι δικοί μου!
— Ουρασίμα, είπες; ρώτησε μια τρεμουλιαστή φωνή, που ανήκε σ’ έναν πολύ γέρο ψαρά.
— Ναι, είμαι ο Ουρασίμα. Το Ψαρόπουλο.
Ο γέρος, που ήτανε πολύ γέρος, πήγε κοντά του.
— Το μόνο που μπορώ να σου πω παιδί μου, είναι ότι όσο ζω εγώ σε τούτο το χωριό, δεν είχαμε κανέναν Ουρασίμα. Και μένω εδώ αμέτρητα χρόνια. Από πού ήρθες; Και ποιος είσαι;
Το Ψαρόπουλο του μίλησε για τη ζωή του στο χωριό και του ‘πε ότι μια μέρα έφυγε και δεν ξαναγύρισε πια, αλλά ότι τώρα είχε έρθει για να επισκεφτεί τους δικούς του.
— Πολύ καλά έκανες, του απάντησε ο γέρος. Αλλά οι δικοί σου δεν είναι εδώ.
Μετά είπε στο Ψαρόπουλο ότι κυκλοφορούσε στο χωριό μια ιστορία για ένα νεαρό που ‘χε κατοικήσει εκεί πριν από τριακόσια χρόνια και τον λέγανε Ουρασίμα.
— Το παρατσούκλι του ήτανε Ψαρόπουλο, συνέχισε ο γέρος. Αυτός ο νεαρός ράγισε τη καρδιά των γονιών του φεύγοντας μια μέρα με τη βάρκα του. Ήτανε η μέρα που οι γονείς του είχανε παρακαλέσει έναν προξενητή να του βρει μια γυναίκα για να παντρευτεί. Από τότε δεν ξαναφάνηκε. Βρήκανε τη βάρκα του και πιστεύτηκε ότι ο νεαρός πνίγηκε. Οι γονείς του, ειπώθηκε, δεν συνήρθανε ποτέ από τη στενοχώρια τους… Αλλά αυτά που σου λέω, γίνανε πριν από τριακόσια χρόνια. Δεν μπορεί να ’σαι συ το Ψαρόπουλο.
Ο Ουρασίμα ήξερε πως αυτός ήτανε το Ψαρόπουλο. Ξαφνικά κατάλαβε ότι τα χρόνια περνάγανε πολύ γρήγορα κάτω στο βασίλειο της θάλασσας. Μόνο το βουνό Φούτζι έμενε ίδιο κι απαράλλαχτο. Και η παραλία. Το χωριό ήτανε αλλαγμένο, οι άνθρωποι που κατοικούσανε εκεί διαφορετικοί, και οι αγαπημένοι του γονείς είχανε πεθάνει. Νοιώθοντας μεγάλη στενοχώρια, άφησε τους ψαράδες και προχώρησε αργά πάνω στην άσπρη άμμο, μη ξέροντας τι να κάνει και πότε θα ξαναρχότανε η πριγκίπισσα για να τον πάρει. Κάθισε σ’ έναν βράχο και αγνάντεψε τη θάλασσα, -ψάχνοντας για τη χελώνα. Ακούμπησε το σαγόνι του στο χέρι του. Καθώς έκανε αυτή την κίνηση το κουτάκι που του ’χε δώσει η γυναίκα του ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε χάμω. Δίχως να το σκεφτεί έλυσε το κατακόκκινο κορδόνι και άνοιξε το κουτί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε τα λόγια της γυναίκας του. Μα ήτανε πολύ αργά. Η ξεχασιά του και η περιέργειά του είχανε νικήσει. Ήθελε τόσο πολύ να μάθει το μυστικό του κουτιού, που ’χε ξεχάσει τις εντολές της. Ένα λεπτό άσπρο σύννεφο βγήκε από το κουτί και τύλιξε το κεφάλι του Ουρασίμα. Τα μαλλιά του γίνανε κάτασπρα σαν το χιόνι. Τα χέρια του λεπτύνανε και ζαρώσανε. Προσπάθησε να ξανακλείσει το κουτί, αλλά τα δάκτυλά του τρέμανε και δεν είχανε δύναμη. Τα χρόνια, τριακόσια από δαύτα, είχανε βγει από το κουτί και είχανε φορτωθεί στην πλάτη του Ουρασίμα, που ‘τανε τριακοσίων χρονών. Ο γέρο – Ουρασίμα άφησε ένα αναστεναγμό και ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στην άμμο, που τόσο είχε αγαπήσει.
Αργότερα εκείνη την ημέρα προς το. σούρουπο, όταν οι ψαράδες ήρθανε στην παραλία για να ετοιμάσουνε τις βάρκες τους, βρήκανε το σώμα του ασπρομάλλη γέρου ξαπλωμένο πάνω στην άμμο. Δεν τον γνωρίζανε και δεν μπορέσανε να μαντέψουνε ποιος ήτανε. Τον πήρανε λοιπόν και τον θάψανε κοντά στο δάσος. Καθώς έβγαινε το φεγγάρι, ξαναγυρίσανε στην παραλία για τις βάρκες τους. Καθώς τις ρίχνανε στο νερό, κάποιος φώναξε:
— Κοιτάξτε! Μια χελώνα. Πάμε να την πιάσου με!
—Όχι, αφήστε την, είπε κάποιος άλλος. Δεν βλέπετε, τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα. Γυαλίζουνε σαν σταγόνες βροχής στο φως του φεγγαριού.
—Ίσως να κλαίει για το γέρο. Θα πρέπει να ’ναι πολύ ηλικιωμένη κι αυτή. Κοιτάξτε πόσα δαχτυλίδια έχει στο καβούκι της.
Η χελώνα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον ψαρά που ‘χε μιλήσει. Δύο μεγάλα δάκρυα στάξανε από τα μάτια της. Ύστερα έριξε μια ματιά στο βουνό Φούτζι και γυρίζοντας μπήκε στη θάλασσα και εξαφανίστηκε μέσα στο νερό.
Από τις Εκδόσεις Αστέρος.
0 Comments