Η ζωή είναι συνυφασμένη με την ομορφιά και τη χαρά όσο και με την οδύνη, την ενοχή και τον θάνατο. Είναι οι δύο όψεις της ίδιας σελίδας που ονομάζεται γήινη ή υλική διάσταση ή ενσάρκωση. Όσο η ζωή μάς χαμογελά, νομίζουμε ότι η ροή ενέργειας είναι απρόσκοπτη και λέμε «ναι» στην επόμενη επιτυχία και αγκαλιά που θα μας πάρει η ζωή. Ωστόσο, τόσο ο Βίκτορ Φρανκλ όσο και πολλοί άλλοι μελετητές τονίζουν ότι το στοίχημα που πρέπει να βάλουμε με τον εαυτό μας είναι να πούμε «ναι» στη ζωή ακόμη κι όταν αυτή μας φέρνει δυσάρεστες καταστάσεις: πόνο, οδύνη, ενοχή και θάνατο.
Ό,τι κι αν κληθούμε ή προσκληθούμε να αντιμετωπίσουμε, ό,τι πρόσημο κι αν έχει η εμπειρία μας, θετικό ή αρνητικό, η ζωή θα διατηρήσει το δυνητικό της νόημα. Αν συνεχίσουμε να χαμογελάμε και να ορθώνουμε το πνευματικό μας ανάστημα στις τραγωδίες, μικρές ή μεγάλες (αυτό που ονόμασε ο Φρανκλ «τραγικό οπτιμισμό»), θα μετατρέψουμε το άγος και το «πάσχειν» σε ανθρώπινη επιτυχία και επίτευξη, από την ενοχή θα αντλήσουμε την ευκαιρία να αλλάξουμε προς το καλύτερο και από την παροδικότατα της ζωής θα πάρουμε το έναυσμα να προχωρήσουμε σε υπεύθυνη δράση.
Φυσικά, ούτε το νόημα της ζωής ούτε την αισιοδοξία μπορούμε να την εφεύρουμε ή να την παραγγείλουμε. Από τη στιγμή που αναζητούμε και βρίσκουμε το νόημα μιας κατάστασης, της στιγμής ή της ίδιας της ζωής εν γένει, μας δίνεται η ικανότητα να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε κατάσταση. Ο Φρανκλ διερωτάται: «Άραγε το τελικό μήνυμα της ζωής δεν αποκαλύπτεται στο τέλος, στο κατώφλι του θανάτου;»
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως, για να καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε τις δυσάρεστες καταστάσεις, οφείλουμε να αφυπνίσουμε την ακατάλυτη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος και να εφαρμόσουμε τρεις μεθόδους: την αυτοαπόσπαση, την αυτοαπομάκρυνση και την αυθυπέρβαση.
- Στην πρώτη περίπτωση, αναγνωρίζουμε ότι δεν είμαστε ο πόνος και η ενοχή και ο θάνατος δεν αλλοιώνει την ουσία μας ούτε στο ελάχιστο. Δεν οριζόμαστε από αυτά, όσο κι αν το εγώ μας «ζορίζεται».
- Στη δεύτερη περίπτωση, βλέπουμε την κατάσταση από απόσταση, δηλαδή πιο αντικειμενικά, πράγμα που μπορεί να μας εξασφαλίσει μια πιο ασφαλή και αντικειμενική θεώρηση και να βάλει στη «φαρέτρα» μας πολύ περισσότερα και πιο αποτελεσματικά όπλα απ’ ό,τι αν αναλωνόμασταν στην αυτολύπηση ή την απόγνωση.
- Στην τρίτη περίπτωση, εφαρμόζοντας την αυθυπέρβαση, κάνουμε ένα άλμα πέρα από το εγώ μας, πέρα από τις επιθυμίες ή τις ανασφάλειές μας, για να κάνουμε πράγματα που θεωρητικά δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε ούτε καν να τα φανταστούμε. Όπως πιστεύει και ο Φρανκλ, ακόμη και το αβοήθητο θύμα μιας απελπιστικής κατάστασης, αντιμέτωπο με μια μοίρα που δεν μπορεί να αλλάξει, μπορεί να υπερβεί και έτσι να αλλάξει τον εαυτό του, μετατρέποντας μια προσωπική τραγωδία σε θρίαμβο.
Σύμφωνα με τον Φρανκλ, το να εξηγήσεις με τρόπο απόλυτο το έγκλημα κάποιου είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις την ενοχή του και να δεις σε αυτόν, όχι ένα ελεύθερο και υπεύθυνο ον, αλλά ένα μηχάνημα προς επιδιόρθωση. Είχε πει μια φορά σε κρατούμενους ότι είναι ανθρώπινα όντα και, ως τέτοια, ήταν ελεύθεροι να ξεπεράσουν την ενοχή και να υπερβούν τον εαυτό τους.
Όσον αφορά στον θάνατο, ο Φρανκλ έχει γράψει ότι η παροδικότητα της ζωής είναι κάτι που μας υπενθυμίζει να χρησιμοποιήσουμε όσο πιο καλά γίνεται κάθε στιγμή της. Οι ηλικιωμένοι, σύμφωνα με αυτόν, έχουν δυνατότητες που ενεργοποίησαν, νοήματα που συμπλήρωσαν και αξίες που πραγματοποίησαν.
Ο πόνος, η ενοχή και ο θάνατος είναι, όπως την ονόμασε ο Φρανκλ, η «τραγική τριάδα» και αποτελούν μέρος της αμετάβλητης πραγματικότητας της ύπαρξής μας. Ποιητές και πεζογράφοι έχουν γράψει για αυτή την τριάδα και μέσα από τα έργα τους, έχουν καταδείξει τον καταλυτικό ρόλο που παίζει στη ζωή μας. Πράγματι, ο πόνος, η ενοχή και ο θάνατος αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στην ανθρώπινη ψυχή, ακριβώς επειδή φέρουν νοήματα που δεν έχουν φωτιστεί ή ανακαλυφτεί. Η Ελίζαμπεθ Λούκας επισημαίνει ότι ο πόνος αντιπροσωπεύει μια απώλεια, είτε ζωής είτε οποιουδήποτε άλλου πράγματος ή ποιότητας. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να βιώνει πόνο επειδή έχει χάσει την καλή υγεία του ή υποφέρει επειδή έχει χάσει την ελπίδα του ή την αυτοεκτίμησή του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη λογοθεραπεία μάς ενδιαφέρει περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει ή να υπομείνει τον πόνο παρά το από πού προέρχεται ο πόνος αυτός. Για τον Φρανκλ, υπάρχει μεγάλη συνάφεια ανάμεσα στην ικανότητά μας να υποφέρουμε και στη βασική στάση μας στη ζωή. Έχει φανεί ότι η ικανότητά μας να υπομένουμε τον πόνο εξαρτάται από το πόσο δυνατή είναι η εσωτερική μας αίσθηση ότι η ζωή μας έχει νόημα. Όσο θεωρούμε ότι η ζωή μας βγάζει νόημα, τόσο περισσότερη δύναμη επιδεικνύουμε στην αντιμετώπιση του πόνου. Ακόμη και την πιο δύσκολη στιγμή, όταν κατακλυζόμαστε από πόνο και οδύνη, μπορούμε να αντλήσουμε νόημα. Ίσως το νόημα της ζωής να είναι το αιθέριο έλαιο του πόνου. Αναφερόμενοι ξανά στην αυτοαπομάκρυνση, αξίζει να συμπληρώσουμε ότι μας βοηθά να αναγνωρίζουμε δομές νοήματος που θα μας δώσουν την ώθηση να υπερβούμε τον εαυτό μας. Ο Φρανκλ είναι κατηγορηματικός: Ο πόνος δεν αφαιρεί νόημα από τη ζωή. Τουναντίον, μάλλον δίνει νόημα, όπως φαίνεται από το παρακάτω παράδειγμα, την ιστορία της κυρίας Α., η οποία μίλησε στη Λούκας για την υιοθετημένη κόρη της. Ύστερα από χρόνια γάμου, έμεινε έγκυος, αλλά το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Στο διπλανό κρεβάτι στο νοσοκομείο, βρισκόταν μια άλλη γυναίκα η οποία είχε μόλις φέρει στον κόσμο ένα υγιέστατο μωρό. Ενώ η κυρία Α. έκλαιγε επειδή είχε χάσει το δικό της, η δεύτερη γυναίκα λυπόταν που είχε γίνει μητέρα, μιας και η εγκυμοσύνη της ήταν ένα λάθος της στιγμής και δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στα έξοδα της ανατροφής του. Εντέλει, αναγκάστηκε να δώσει το μωρό της στην κυρία Α., η οποία το δέχτηκε με βαριά καρδιά, εφόσον τίποτε δεν μπορούσε να αντικαταστήσει το δικό της νεκρό μωρό. Η ιστορία των δύο γυναικών είχε αίσιο τέλος, όχι όμως χωρίς τίμημα. Το υιοθετημένο παιδί δεν ήταν σίγουρα υποκατάστατο του μωρού που χάθηκε, ούτε ο αποχωρισμός μητέρας και μωρού ήταν η ιδανική λύση στα προβλήματα της δεύτερης γυναίκας. Ωστόσο, μέσα στον πόνο αυτής της κατάστασης υπάρχει νόημα στον τρόπο με τον οποίο έπραξαν οι δύο γυναίκες. Ο πόνος που υπέστησαν ενείχε ένα νόημα που τελικά τις βοήθησε να ξεπεράσουν τον ίδιο τον πόνο.
Η ενοχή, ο δεύτερος πυλώνας της τραγικής τριάδας, είναι ένα περίπλοκο ζήτημα που σχετίζεται με το πώς ξεπερνά κανείς την αποτυχία για την οποία είναι υπεύθυνος. Όπως λέει χαρακτηριστικά η Λουκάς, τέτοιες αποτυχίες δεν ξεχνιούνται εύκολα, αλλά ξεπροβάλλουν σε αυτό που ονομάζουμε «ένοχη συνείδηση» σαν την κορυφή ενός παγόβουνου. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι κάτι κακό. Ίσα ίσα, μπορεί να μας κάνει πνευματικά ώριμους. Στη λογοθεραπεία, η ενοχή θεωρείται ευκαιρία να αλλάξει κανείς, καθώς επίσης έκκληση να εγκαταλείψει παλιά μοτίβα και να πάρει νέες αποφάσεις. Αυτό που ένας λογοθεραπευτής μπορεί να κάνει σε σχέση με την ενοχή είναι, πρώτον, να εξερευνήσει με τον θεραπευόμενο κατά πόσο οι ενοχές του τελευταίου είναι δικαιολογημένες. Ο θεραπευόμενος ευθύνεται για τις αποτυχίες που τον βαρύνουν ή αυτές οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες; Ο θυμός και η λύπη μπορεί να δικαιολογούνται, αλλά το αίσθημα της αποτυχίας δεν πρέπει να εδραιωθεί.
Κατά δεύτερον, αυτό που μπορεί να κάνει ο λογοθεραπευτής είναι να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να ξεπεράσει την αποτυχία όταν το αίσθημα της ενοχής είναι δικαιολογημένο. Σίγουρα, το να δώσει ο θεραπευτής «άφεση αμαρτιών» θα σημαίνει ότι θεωρεί τον θεραπευόμενο ανίκανο ή/και ανεύθυνο. Επίσης, μέσω της λογοθεραπείας, καθίσταται σαφές ότι το παρελθόν δεν αλλάζει, αλλά μπορεί να κρύβει, να περικλείει, την ύπαρξή μας, το «είναι» μας, στην πιο αυθεντική του μορφή. Στην ουσία, η ενοχή μπορεί να θεαθεί ως η απαισιοδοξία του μη αναστρέψιμου. Μπορούμε λοιπόν να αφήσουμε την ενοχή να βιωθεί ως ενοχή, όχι ως κατηγορία ή μομφή, αλλά ως δυνατότητα για θετικές εξελίξεις, ασχέτως των συνθηκών.
Ο θάνατος, το τρίτο στοιχείο της «τραγικής τριάδας», σχετίζεται με την τραγικότητα της ζωής και το πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τη θνητότητά μας. Η λογοθεραπεία, για άλλη μια φορά, εξαίρει την αισιοδοξία του παρελθόντος και επισημαίνει ότι τίποτε δεν μπορεί να μας κλέψει τα πολύτιμα πράγματα που έχουμε κάνει και τα οποία έχουν για πάντα εντυπωθεί στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Paul Tillich, η τραγική τριάδα του Φρανκλ διαφοροποιείται από τη δική του με τον εξής τρόπο: ο θάνατος (που είναι ο φόβος της ανυπαρξίας), η ενοχή (που είναι η συνειδητοποίηση ότι ένας ηθικός νόμος έχει παραβιαστεί) και η έλλειψη νοήματος (η ύπαρξη ερωτημάτων που δεν μπορούν να απαντηθούν). Βλέπουμε λοιπόν πως, σύμφωνα με τον Tillich, η έλλειψη νοήματος είναι εξίσου σημαντική και τραγική όσο και ο θάνατος και η ενοχή.
Άλλο ένα παράδειγμα το οποίο καταδεικνύει πόσο βαθύ νόημα κρύβεται μέσα στον πόνο και τον θάνατο είναι το εξής: Ένα ζευγάρι ζήτησε βοήθεια από τη Λούκας σχετικά με ένα σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Η μητέρα της γυναίκας είχε πεθάνει και το δίλημμα που αντιμετώπιζε τώρα η κόρη ήταν πώς και εάν θα έπρεπε να πει την αλήθεια στον πατέρα της. Οι γονείς της αγαπιόντουσαν πολύ βαθιά και, όταν είχε αρρωστήσει η γυναίκα, ήθελε να τη φροντίζει μόνο ο σύζυγός της. Η ζωή του συζύγου είχε νόημα γιατί φρόντιζε τη γυναίκα του. Τώρα όμως, ήταν βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο και δεν γνώριζε για τον θάνατό της. Δεν ήταν σίγουρο τι είχε καταλάβει και έδειχνε να τον απασχολεί έντονα κάτι. Επίσης, έπαιζε συχνά με τη βέρα του γάμου του. Η κόρη του θεωρούσε ότι ανησυχούσε γιατί ήταν μακριά από τη γυναίκα του που τον είχε ανάγκη. Οι γιατροί συνέστησαν να μην του πει την αλήθεια, μιας και ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Ωστόσο, από τη σκοπιά της τραγικής τριάδας, η ζωή αυτού του άνδρα δεν είχε μέλλον και, ακόμη κι αν δεν πέθαινε, θα γυρνούσε πίσω σε ένα άδειο σπίτι να θρηνεί τον χαμό της συζύγου του. Από την άλλη, η πραγματικότητα ήταν ότι είχε ζήσει μια γεμάτη ζωή, είχε περάσει όμορφες και λιγότερο όμορφες στιγμές και, γενικά, είχε βιώσει καταστάσεις που θα τον έκαναν περήφανο και χαρούμενο αν κοίταζε πίσω και έκανε έναν απολογισμό της ζωής του. Σε αυτό τον απολογισμό όμως θα συνειδητοποιούσε ότι κάτι είχε αφήσει στη μέση: τη φροντίδα της γυναίκας του. Εδώ, θα ένιωθε ότι απέτυχε και αυτό το αίσθημα δεν του επέτρεπε να βιώσει εσωτερική γαλήνη και να πεθάνει ειρηνικά. Η Λούκας προέτρεψε την κόρη να πει την αλήθεια στον πατέρα, πράγμα που θα τον βοηθούσε να καταλάβει ότι η αποστολή είχε εκτελεστεί και ήταν τώρα έτοιμος να φύγει ήρεμα και με ανακούφιση. Όταν η κόρη τού μίλησε, εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και είπε: «Ωραία. Τώρα θα πάω να τη βρω». Έζησε περισσότερο απ’ ό,τι πίστευαν οι γιατροί και, μέχρι να πεθάνει, φαινόταν πως το πρόσωπό του ήταν ήρεμο και γαλήνιο. Τίποτε πια δεν τον απασχολούσε.
Σε όλη τη συζήτηση μέχρι τώρα, έχει γίνει συχνά μνεία στο νόημα της ζωής και είναι αξιοσημείωτο ότι τόσο ο Φρανκλ όσο και άλλοι έχουν τονίσει ότι η ανθρώπινη ζωή μπορεί να πραγματωθεί όχι μόνο μέσω της δημιουργικότητας και της απόλαυσης, αλλά και μέσω του πόνου και μέσα στον πόνο! Οι άνθρωποι δίνουμε αξία σε πολλά πράγματα, ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή της αποτυχίας που μπορεί να τα συνοδεύει. Ούτε η επιτυχία ούτε η απόλαυση μπορούν να προσδώσουν νόημα στη ζωή. Αν πράγματι αυτά κατείχαν ουσιαστική θέση στη ζωή μας, τότε η λύπη και η μετάνοια, τουλάχιστον από ωφελιμιστική σκοπιά, δεν θα είχαν κανένα νόημα, μιας και δεν είναι «λογικό» να θρηνούμε για κάτι που είναι μη αναστρέψιμο ή να μετανιώνουμε για κάτι που κάναμε ή δεν κάναμε. Ωστόσο, το να θρηνούμε κάποιον που αγαπήσαμε δίνει συνέχεια στη ζωή του εκλιπόντα όσο τον κρατά ζωντανό στη μνήμη μας, ενώ το να μετανιώνουμε για κάτι, σύμφωνα με τον Scheler, μας ενδυναμώνει να αποκαταστήσουμε μια βλάβη ή αδικία και να βιώσουμε, ως «υπαίτιοι» μια ηθική αναγέννηση. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η ενοχή προϋποθέτει ευθύνη/υπευθυνότητα, καθώς ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τη μη αναστρεψιμότητα των πράξεών του. Σίγουρα όμως, σε ένα πιο εσωτερικό και πνευματικό επίπεδο, ό,τι φαίνεται μη αναστρέψιμο όντως αναστρέφεται και αποκαθίσταται μέσω της μετάνοιας.
Η δυτική κουλτούρα, η οποία βασίζεται στην αρχή και την αναζήτηση της ευτυχίας και της απόλαυσης, εξοβελίζει οτιδήποτε δυσάρεστο, ονομάζοντάς το «κακή τύχη» ή «ατυχία». Αυτή η στάση όμως καλλιεργεί στους ανθρώπους απέχθεια και τρόμο προς τον θάνατο σε τέτοιον βαθμό που αυτοί προτιμούν να «κουκουλώνουν» ή να ναρκώνουν αυτή την πλευρά της ζωής. Είτε μέσω χρήσης ναρκωτικών είτε μέσω διαφόρων εθισμών (καταναλωτισμού, τζόγου κ.α.), οι κοινωνίες αποχαυνώνονται, μιας και εθελοτυφλούν στην άλλη πλευρά της ζωής τη λιγότερο φωτεινή ή λαμπερή. Μέσα όμως από τις ναρκωμένες ή νεκρωμένες αισθήσεις, δεν μπορεί να έλθει η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος μαθαίνει και ωριμάζει διά μέσου του πόνου, της ενοχής και της απώλειας (φυσικής ή μη). Η κατάπνιξη ενός συναισθήματος (του πόνου ή της θλίψης) δεν ακυρώνει την ύπαρξη της δυσάρεστης κατάστασης. Αν ο πόνος, η ενοχή και ο θάνατος είναι φορείς νοήματος, η επιλογή να μη δούμε αυτό το νόημα δεν θα μας κάνει ούτε πιο ευτυχισμένους ούτε, φυσικά, πιο σοφούς. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Φρανκλ, «η συνεχής καταστολή των συναισθηματικών παρορμήσεων που είναι φορείς νοήματος επειδή έχουν έναν πιθανώς δυσάρεστο τόνο καταλήγει να σκοτώνει την εσωτερική ζωή ενός ατόμου». Η αρχή της ηδονής είναι, στην ουσία, ένα κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο πόνος είναι μέρος της ζωής, όσο και η μοίρα και ο θάνατος. Αφαιρώντας τα είναι σαν να αφαιρεί κανείς τη γεύση και το νόημα της ζωής. Στο αμόνι των δυσκολιών σφυρηλατείται η τελική μορφή και το σχήμα της ζωής. Αυτό συνοψίζεται στα λόγια του Φρανκλ: «Το πεπρωμένο από το οποίο υποφέρει ένα άτομο έχει διττό νόημα: να διαμορφώνεται όπου είναι δυνατό και να αντέχεται όπου είναι απαραίτητο».
Ο Δημήτρης Θανασούλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απέκτησε Μάστερ στην Εφηρμοσμένη Γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Sussex στο Brighton και Διδακτορικό στη Γλωσσολογία και Ψυχολογία της Εκπαίδευσης από το King’s College στο Λονδίνο. Έχει μεταφράσει πάνω από 200 βιβλία, είναι συγγραφέας ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών βιβλίων και είναι Life Coach και Ψυχοθεραπευτής (με ειδίκευση στη Λογοθεραπεία του Viktor Frankl).
Δημήτρης Θανασούλας, email: akasa74@hotmail.com τηλέφωνο: 693 477 3100
και βίντεο:
0 Comments