Ο Αριστοτέλης είπε: «Η φιλία είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα».
Αυτό συνέβαινε με τον Κοσμά και τον Γρηγόρη. Μια σπάνια φιλία πολλών ετών.
Φρόντισαν να περάσουν μαζί στα ΤΕΙ πληροφορικής. Είχαν οραματιστεί μια μικρή εταιρεία web developing που θα την μεγάλωναν σιγά σιγά με τη δουλειά τους. Λεφτά όμως δεν υπήρχαν και έπρεπε να δουλέψουν σαν υπάλληλοι. Ύστερα από 7 χρόνια σκληρής δουλειάς τόσο σε εταιρείες όσο και από το σπίτι τους αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο βήμα. Πήραν δάνειο, νοίκιασαν ένα μεγάλο διαμέρισμα που στο πίσω μέρος ήταν τα δωμάτια τους και το μεγάλο καθιστικό μετατράπηκε σε γραφείο. Σε πέντε χρόνια τα κατάφεραν με κόπο και σκληρή δουλειά.
H δύναμη τους βασίστηκε στην φιλία. Γι’ αυτό και το όνομα της εταιρείας τους ήταν: «The power of Two”. H τύχη τους χαμογέλασε, άνοιξαν οι δουλειές τους. Ένα μαγικό καλοκαίρι πήγαν διακοπές. Ο Κοσμάς γνώρισε την Κορίννα και την ερωτεύτηκε από την πρώτη ματιά! Βραζιλιάνα από τη μεριά της μητέρας της κληρονόμησε σώμα και πρόσωπο θεάς. Σε λίγους μήνες παντρεύτηκαν.
Πλέον οι δύο στην εταιρεία έγιναν τρεις γιατί η Κορίννα έπιασε αμέσως δουλειά ως διευθύντρια προσωπικού. Η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε ένα χρόνο με τη γέννηση της μικρής τους «μάγισσας». Όμως μετά την γέννα έπαθε επιλόχεια κατάθλιψη και σταμάτησε τη δουλειά. Διαρκώς χειροτέρευε, σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ο Κοσμάς αποφάσισε ένα ταξίδι στη Χαβάη. Κανόνισε τα πάντα και πηγαίνοντας σπίτι αγόρασε ένα μπουκάλι ακριβή σαμπάνια και τριαντάφυλλα. Μπήκε μέσα ελαφροπατώντας για να κάνει έκπληξη στην Κορίννα. Ανέβηκε τις σκάλες βγάζοντας τα παπούτσια του. Στην κάμαρα τους άκουσε ομιλίες, άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα και ένα βέλος διαπέρασε την καρδιά του. Η Κορίννα και ο Γρηγόρης έκαναν έρωτα. Ούτε που τον πήραν χαμπάρι. Βγήκε απαλά χωρίς να κλείσει την πόρτα. Πήρε βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Πήγε στην αποθηκούλα, πήρε ένα μεγάλο κομμάτι σκοινί. Προχώρησε προς το δωμάτιο στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι και με μια αστραπιαία κίνηση τύλιξε το σκοινί στο λαιμό του Γρηγόρη. Η Κορίννα άρχισε να ουρλιάζει.
«Σκάσε» την πρόσταξε.
Σε μερικά λεπτά ο Γρηγόρης έπαψε να παλεύει και απόμεινε με γουρλωμένα μάτια να κοιτάζει το κενό. Τύλιξε το πτώμα σε μαύρες σακούλες το ξεφορτώθηκε γρήγορα πετώντας το στην θάλασσα.
Δύο λέξεις είπε μόνο σαν γύρισε σπίτι στην Κορίννα που είχε παγώσει στην ίδια θέση: «Αν μιλήσεις…»
Η ζωή τους συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς. Απλώς οι τρεις έγιναν πάλι δύο.
0 Comments