Συλλογές από τις Εκδόσεις Αστέρος.
Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σ’ ένα όμορφο δάσος
ήταν ένας παλιός και μεγάλος πύργος αλλά ο νοικοκύρης του, ένας πλούσιος άρχοντας, είχε φύγει χρόνια τώρα από κει και καθόταν μέσα στην πολιτεία, κοντά στο παλάτι του βασιλιά.
Πριν φύγει όμως, είχε πει σ’ ένα γέρο υπηρέτη του, που τον αγαπούσε πολύ, γιατί είχε μεγαλώσει στα χέρια του:
— Αφήνω τον πύργο στη φύλαξή σου. Κάπου – κάπου θα ‘ρχομαι με το γιο μου να κυνηγώ, να τον έχεις λοιπόν πάντα έτοιμο, γιατί δεν ξέρω πότε θα ‘ρθω.
— Να μείνεις ήσυχος, αφεντικό, και να πας στο καλό, απάντησε ο γέρο υπηρέτης.
Αυτός λοιπόν ο υπηρέτης είχε τρεις θυγατέρες. Τη μεγάλη την έλεγαν Τριανταφυλλιά, τη δεύτερη Γαρυφαλλιά και την τρίτη Βασιλικούλα, που κάθονταν με τον πατέρα τους σ’ ένα μικρό σπιτάκι του κήπου και κάθε απόγευμα κεντούσαν στο κατώφλι του.
Η μεγάλη ήταν όμορφη πολύ και της άρεσαν τα λούσα. Η δεύτερη ήταν έξυπνη και νόμιζε πως αυτή ήταν κι άλλη δεν ήταν στον κόσμο. Όσο για την τρίτη, τη Βασιλική, ήταν πιο όμορφη από τη μεγάλη, και πιο έξυπνη από τη δεύτερη, αλλά δεν το ‘χε πάρει καθόλου απάνω της κι έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, χωρίς να κουράζεται και χωρίς να παραπονιέται.
— Το ξέρω, έλεγε η Τριανταφυλλιά, κάποτε θα περάσει από δω κάποιο πριγκιπόπουλο και μόλις με δει, θα με πάρει γυναίκα του και τότε θα ‘χω όσα φορέματα και χρυσαφικά θέλω.
— Κι εγώ το ξέρω, έλεγε η Γαρυφαλλιά πως κάποτε θα περάσει από δω κάποιο βασιλόπουλο και μόλις μιλήσει μαζί μου, θα με πάρει γυναίκα του και τότε θα ζω μέσα σε γιορτές και σε διασκεδάσεις.
— Μακάρι, έκανε η μικρή, να ‘χω μια αδελφή βασιλοπούλα, κι άλλη μια πριγκιποπούλα, τι άλλο θέλω;
Μια μέρα, εκεί που κάθονταν κι οι τρεις στην αυλή του μικρού σπιτιού και κουβέντιαζαν, είδαν από μακριά έναν νέο να ‘ρχεται κατά ‘κεί. Όταν ήρθε κοντά τους, είδαν πως τα ρούχα του ήσαν τσαλακωμένα και σκονισμένα κι αυτός φαινόταν κουρασμένος πολύ.
— Καλά μου κορίτσια, είπε ο νέος, είμαι κουρασμένος και διψασμένος στρατοκόπος. Μπορώ να καθίσω λιγάκι, να ξεκουραστώ;
— Να καθίσεις, του είπαν τα κορίτσια.
Κι οι δυο μεγάλες άρχισαν πάλι να κεντούν. Η μικρή έτρεξε στην κουζίνα και σε λιγάκι ξαναγύρισε μ’ ένα πιάτο φαί κι ένα ποτήρι κρασί.
— Σου έφερα ό,τι φτωχικό έχουμε, είπε στο νέο. Φάε και πιε. Θα πάω μια στιγμή στο πηγάδι να σου γεμίσω ένα κανάτι φρέσκο νερό.
— Ευχαριστώ, απάντησε ο νέος.
Κι άρχισε να τρώει.
— Τι νόστιμο φαί, είπε σε λιγάκι. Ποια από σας το μαγείρεψε;
— Η Βασιλικούλα, η μικρή μας αδελφή, απάντησαν οι δυο άλλες.
— Μπράβο, κοπέλα μου, έκανε ο νέος, ποτέ μου δε θυμάμαι να ‘χω φάει έτσι καλομαγειρεμένο φαί.
—Ήσουνα από το δρόμο και σου φάνηκε, είπε με χαμόγελο το κορίτσι.
Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν και πάνω στην κουβέντα ρώτησε ο νέος:
— Αυτός ο όμορφος πύργος ποιανού είναι;
— Του άρχοντα του τόπου, είπαν τα κορίτσια, μα δε μένει εδώ. Κάθεται στην πολιτεία κι είπε πως θα ‘ρχεται κάπου – κάπου μαζί με το γιο του να κυνηγά. Όμως πέρασαν τόσα χρόνια και δεν ήρθε ούτε αυτός ούτε ο γιος του.
Ο ξένος γέλασε.
— Λέτε να ‘ρθει καμιά φορά ο γιος του κι όταν δει πόσο όμορφη είσαι, Τριανταφυλλιά, να σε ζητήσει γυναίκα του;
— Μακάρι να ‘χα τέτοια τύχη, είπε η Τριανταφυλλιά. Θα ‘χα τότε πλούσια φορέματα να φορώ και χρυσαφικά όσα θέλω.
— Εσένα, Γαρυφαλλιά, αν σε ζητούσε γυναίκα του, τον έπαιρνες; ρώτησε το παλικάρι.
— Αν τον έπαιρνα; είπε η Γαρυφαλλιά. Αμ, τι άλλο ήθελα στον κόσμο! Θα ζούσα τότε μέσα στις διασκεδάσεις και στις γιορτές.
— Εσύ τον έπαιρνες, Βασιλικούλα; ρώτησε ο νέος τη μικρή.
— Δεν ξέρω αν τον έπαιρνα, απάντησε αυτή. Εμένα δε με νοιάζει ούτε για λούσα και για χρυσαφικά, ούτε για γλέντια και για διασκεδάσεις. Θέλω μονάχα ο άντρας που θα πάρω να ‘ναι καλός κι εργατικός, να κοιτάζει το σπίτι του και να συμπονά τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Αν ήταν τέτοιος ο γιος του άρχοντά μας, τον έπαιρνα, αλλιώς όχι.
Είπαν κι άλλα πράγματα ώσπου άρχισε να σουρουπώνει και τότε ο νέος ευχαρίστησε τα κορίτσια κι έφυγε.
Το άλλο πρωί ακούστηκαν έξω από τον πύργο ποδοβολητά αλόγων. Ερχόταν ο άρχοντας μαζί με πολλούς άλλους άρχοντες κι αρχόντισσες, στον πύργο, να κυνηγήσουν. Βρήκαν τον πύργο έτοιμο, συγυρισμένο και τακτικό κι ο άρχοντας ευχαριστήθηκε. Κάλεσε τότε το γέρο υπηρέτη και του είπε:
— Πιστέ μου και καλέ μου γέροντα, δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω που φρόντιζες τόσο πολύ τον πύργο μου, σα να ‘μουνα εγώ ο ίδιος και καλύτερα.
— Αχ, άρχοντά μου, αποκρίθηκε αυτός, τίποτα δε θα μπορούσα να κάνω αν δεν είχα τη μικρή μου κόρη να με βοηθά. Αυτή ερχόταν κάθε πρωί, άνοιγε τα παράθυρα ν’ αεριστούν οι κάμαρες και να μπει ήλιος, κι έκανε ό,τι έπρεπε για να ‘ναι ο πύργος καθαρός και συγυρισμένος.
Ένα παλικάρι τότε που έστεκε δίπλα στον άρχοντα, έσκυψε και του είπε σιγά – σιγά:
— Δε στα ‘λεγα, πατέρα;
— Απόψε το βράδυ, ξαναείπε στον υπηρέτη ο άρχοντας, θα γίνει μεγάλο τραπέζι και χορός στον πύργο. Σε παρακαλώ να στείλεις και τις θυγατέρες σου να διασκεδάσουν μαζί μας.
Ο γέρος τα ‘χάσε ο κακομοίρης.
— Ω, άρχοντά μου, είπε, μεγάλη η καλοσύνη σου. Μια και το προστάζεις, θα στις στείλω.
Σαν ήρθε λοιπόν η ώρα της γιορτής, έφθασαν στον πύργο κι οι τρεις θυγατέρες του γέρο – υπηρέτη. Οι δυο μεγάλες με όμορφες μεταξωτές φορεσιές κι η τρίτη μ’ ένα απλό φουστανάκι που έδειχνε όμως τη χάρη της και την ομορφιά της.
Ο άρχοντας τις δέχτηκε γελαστός και φώναξε στο γιο του:
—Έλα, του είπε, να δεις τρία κορίτσια, που έπαιζες μαζί τους, σαν ήσουνα μικρός.
Το αρχοντόπουλο έτρεξε κοντά τους και τότε η Τριανταφυλλιά, η Γαρυφαλλιά κι η Βασιλικούλα έβγαλαν μια σαστισμένη φωνή. Ο γιος του άρχοντα του πύργου ήταν ο ίδιος στρατοκόπος που είχε έρθει .χτες στην αυλή τους κι είχε καθίσει μαζί τους ως το σούρουπο.
— Καλώς ήρθατε, είπε το παλικάρι, χαίρομαι που σας ξαναβλέπω και τις τρεις. Μα πιο πολύ χαίρομαι για τη Βασιλικούλα που λογαριάζω να τη ζητήσω για γυναίκα μου, αν με θέλει κι αυτή. Δεν ξέρω αν είμαι καλός, Βασιλικούλα μου, είμαι όμως τυχερός που απάντησα μια κοπέλα σαν και σένα. Λοιπόν τι λες;
Η φτωχή κοπέλα τα ‘χάσε από τη χαρά της και δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά. Σε λιγάκι όμως ήρθε ο ίδιος ο άρχοντας και την πήρε δίπλα του στο τραπέζι και σαν απόφαγαν, ανάγγειλε τους αρραβώνες του γιου του και της Βασιλικής.
Σε λίγον καιρό παντρεύτηκαν κι η καλή κοπέλα έγινε αρχόντισσα του πύργου. Κι όλοι όσοι τη γνώριζαν, πλούσιοι και φτωχοί, δεν ήξεραν τι παινέματα να πρωτοπούν για τη νοικοκυροσύνη της, την απλότητά της και την καλή της καρδιά.
0 Comments