Οι Τρεις Δοκιμασίες

Σουηδικό παραμύθι. Από τις Εκδόσεις Αστέρος.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας αγρότης που είχε μια πολύ όμορφη κόρη, αλλά πάρα πολύ τεμπέλα. Το κτήμα του ήταν πολύ μεγάλο και υπήρχε δουλειά για όλους. Οι γυναίκες που δεν δούλευαν στα χωρά­φια, δούλευαν στα σπίτια και καμάρωναν για το στρίψιμο του μαλλιού, την ύφανση και το ράψιμο των όμορφων ρούχων που έφτιαχναν.

Μα η κόρη του αγρότη δεν είχε καμιά όρεξη να μάθει πώς γίνονταν αυτά τα πράγματα. Καθόταν ώ­ρες ολόκληρες μπροστά στον αργαλειό, δίχως να υ­φαίνει τίποτε.

Μια μέρα, η μητέρα της της έδωσε μια μεγάλη χε­ριά λιναρόμαλλο και της έδειξε πώς να το βάλει στον τροχό να τον κάνει νήμα. Και μετά της είπε πως αν δεν έστριβε το μαλλί σε μια ορισμένη ώρα, ο πατέρας της θα την τιμωρούσε πολύ άσχημα.

Ύστερα από μερικές ώρες, η μητέρα γύρισε για να δει πώς πήγαινε η κόρη της με τη δουλειά. Μα το λιναρόμαλλο έμενε απείραχτο, και η κοπέλα ήταν καθι­σμένη στη συνηθισμένη της θέση, με τα χέρια σταυρω­μένα. Τότε η μητέρα έτρεξε στον άντρα της και του είπε ότι η κόρη τους ήταν πολύ τεμπέλα. Πρέπει να βάλουμε τα κεφάλια μας κάτω, και να βρούμε τι θα κάνουμε με δαύτη, είπε η μητέρα.

Βρήκα τι θα κάνουμε, απάντησε ο πατέρας. Θα της δώσεις μια μεγάλη χεριά λινάρι, και θα τη βάλεις να καθίσει στη σκεπή, μαζί με τον τροχό, για να περ­νούν όλοι να την κοροϊδεύουν για την τεμπελιά της.

Κι έτσι έβαλαν την κοπέλα στη σκεπή του σπι­τιού, μαζί με τον τροχό για το στρίψιμο του μαλλιού, αλλά εδώ που τα λέμε, το πείραμα αυτό δεν είχε το α­ποτέλεσμα που περίμεναν οι γονείς της.

Οι περαστικοί δεν σταματούσαν για να την κο­ροϊδέψουν, επειδή δεν δούλευε, σταματούσαν μόνο για να θαυμάσουν την ασυνήθιστη ομορφιά της.

Εκείνη τη μέρα έτυχε να περάσει από κει και ο γιος του βασιλιά, που πήγαινε στο δάσος να κυνηγή­σει. Σαν όλους τους άλλους, σταμάτησε κι εκείνος για να θαυμάσει την όμορφη κοπέλα, που ήταν ανεβασμένη στη σκεπή του σπιτιού.

Μαγεύτηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της, που είπε στους ακολούθους του να σταματήσουν εκεί για λίγο. Ήθελε να μάθει για ποιον λόγο είχε διαλέξει αυτό το μέρος η κοπέλα, για να στρίψει το μαλλί της.

Εκείνη τη στιγμή έτυχε να φανεί ο αγρότης.

Γεια σου, καλέ μου άνθρωπε, φώναξε ο Πρίγκι­πας. Μπορείς να μου πεις ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα, εκεί πάνω;

Η κόρη μου, απάντησε ο αγρότης.

Και γιατί διάλεξε αυτό το παράξενο μέρος, για να κάνει τη δουλειά της; ρώτησε ο Πρίγκιπας.

Ω! Την έβαλα εκεί πάνω εγώ, για να δείξω σ5 όλο τον κόσμο τι έξυπνη κόρη που έχω. Μπορεί να στρί­ψει λάσπη και άχυρο και να κάνει χρυσάφι νήμα.

Φυσικά, αυτό ο αγρότης το είπε κοροϊδευτικά.

Ο Πρίγκιπας δεν το κατάλαβε, τόσο θαμπωμένος ήταν από την ομορφιά της κοπέλας.

Τι ωραία! έκανε. Σοβαρά; Τότε θα πρέπει να έρ­θει στο κάστρο μας, για να το δείξει στη Βασίλισσα. Όπως θα ξέρεις, η μητέρα μου είναι πολύ καλή σε κάτι τέτοια πράγματα, και πιστεύει ότι σ’ όλη την πε­ριοχή δεν υπάρχει γυναίκα που να την ξεπερνάει.

Και ήταν αλήθεια αυτό —ήταν γνωστό πως καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να στρίβει, να υφάνει και να ράβει καλύτερα από τη Βασίλισσα.

Εκείνη την ημέρα, ο Πρίγκιπας δεν μπόρεσε να βγάλει καθόλου από το μυαλό του την όμορφη κόρη του αγρότη. Και όταν γύρισε στο κάστρο το βράδυ, μίλησε στο Βασιλιά και στη Βασίλισσα για την κοπέλα που έστριβε τη λάσπη και το άχυρο και τα έκανε χρυ­σό νήμα.

Ο Βασιλιάς είπε ότι αυτό που άκουγε ήταν υπέ­ροχο, και ότι τέτοιο πράγμα δεν είχε ξανακούσει. Αλ­λά η Βασίλισσα είπε:

Δεν το πιστεύω. Να τη φέρουμε εδώ στο κάστρο, να της δώσουμε λάσπη και άχυρο και να την αφήσου- με να μας δείξει την αξία της. Αν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται γι’ αυτή, τότε αξίζει να γίνει νύφη μου, αλλά αν αποδειχτεί ότι καυχολογιέται μόνο, τότε θα την κλείσω στη φυλακή για όλη της τη ζωή.

Και έτσι ειδοποιήθηκε η κόρη του αγρότη να πα­ρουσιαστεί στο κάστρο του Βασιλιά. Φόρεσε τα κα­λύτερα ρούχα της —τα ρούχα που έχουν οι χωριάτες για την Κυριακή, όταν πηγαίνουν στην εκκλησία: μια φούστα με χτυπητά χρώματα και ένα καπέλο με λου­λούδια. Ήταν τόσο όμορφη μ’ αυτό το ντύσιμο, που, όταν συναντιόταν με τους αυλικούς, οι άντρες τής χα­μογελούσαν και οι γυναίκες την κοίταζαν με φθόνο.

Την οδήγησαν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, που σε μιαν άκρη είχε ένα μεγάλο τροχό για το στρίψιμο του μαλλιού. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν γεμάτο από λά­σπη και άχυρο. Η Βασίλισσα την περίμενε στην πόρ­τα, και μόλις την είδε, της είπε:

Και τώρα να μας δείξεις τι αξίζεις! Αν δεν έχεις στρίψει τη λάσπη και το άχυρο μέχρι αύριο το πρωί, θα σε κλείσω στη φυλακή για όλα σου τα χρόνια. Μα αν καταφέρεις αυτή τη δουλειά, θα γίνεις γυναίκα του γιου μου.

Και λέγοντας αυτά, έφυγε και άφησε την κόρη του αγρότη μόνη.

Η φτωχή κοπέλα δεν ήξερε τι να κάνει. Αυτή δεν ήξερε καλά – καλά πως ξαίνουν το μαλλί και το λινά­ρι, πώς θα έξαινε τη λάσπη και το άχυρο; Κάθισε μπροστά στον τροχό, και άρχισε να κλαίει με μαύρα δάκρυα.

Ξαφνικά, αισθάνθηκε σαν να την παρακολου­θούσε κάποιος. Γύρισε και είδε μια μικρόσωμη γυ­ναίκα, που το ένα της πόδι ήταν μεγαλύτερο από τ’ άλλο.

Καλησπέρα, κυρούλα, είπε η κοπέλα φιλικά.

Καλησπέρα, κοριτσάκι μου. Γιατί είσαι στενοχω­ρημένη; Μοιάζεις σαν να σε βασανίζει η μεγαλύτερη στενοχώρια του κόσμου, είπε η γυναικούλα.

Μα δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη στενοχώ­ρια απ’ αυτήν που έχω, απάντησε η κοπέλα. Πρέπει

να στρίψω όλη αυτή τη λάσπη και όλο αυτό το άχυρο και να τα κάνω χρυσή κλωστή, και αν δεν τα καταφέρω, θα με κλείσουν στη φυλακή για όλα μου τα χρό­νια. Κι εγώ καλά – καλά δεν ξέρω να στρίψω ούτε μαλλί… Αλλά εσύ ποια είσαι, κυρούλα;

Με λένε κυρα-Ποδαρού, απάντησε η γυναικούλα. Σκούπισε τα δάκρυά σου, χρυσό μου. Σ’ όλη μου την ζωή δεν κάνω τίποτε άλλο από το να στρίβω μαλλί, και τώρα θα σε βοηθήσω. Αλλά με μια συμφωνία.

Τι; ρώτησε η κοπέλα.

Θέλω να με καλέσεις στο γάμο σου, τίποτε άλλο.

Δεν ξέρεις πόσο καιρό έχω να πάω σε γάμο. Εδώ που τα λέμε, δεν έχω πάει σε κανένα γάμο από τότε που παντρεύτηκε η Βασίλισσα.

Αν μπορείς στ’ αλήθεια να με βοηθήσεις να κάνω τη λάσπη και τ’ άχυρο χρυσή κλωστή, τότε νομίζω ότι μου ζητάς πολύ μικρή χάρη, απάντησε η κοπέλα. Φυ­σικά, θα σου την κάνω χωρίς συζήτηση.

Η παράξενη γυναικούλα κάθισε μπροστά στον τροχό και άρχισε να στρίβει, να στρίβει και να στρί­βει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Και καθώς το μεγάλο της πόδι γύριζε τον τροχό, η χρυσή κλωστή όσο πή­γαινε και αυγάταινε.

Όταν τελείωσε όλη η λάσπη και όλο το άχυρο και το δωμάτιο γέμισε από χρυσό νήμα, η γυναικούλα α­ποχαιρέτησε την όμορφη κοπέλα, και δίχως να πει τί­ποτε άλλο, εξαφανίστηκε.

Όταν ήρθε η Βασίλισσα το άλλο πρωί, για να δει τι είχε κάνει η κοπέλα με τη λάσπη και το άχυρο, τα έχασε βλέποντας ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος απ’ αυτά, και ότι το δωμάτιο ήταν γεμάτο κουβάρια από χρυσό νήμα.

Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν το περίμενε, γι’ αυτό και μετάνιωσε αμέσως που είχε βιαστεί να υποσχεθεί σ’ αυτή τη χωριατοπούλα ότι θα γινόταν γυναίκα του γιου της.

Γι’ αυτό αποφάσισε να της βάλει άλλη μια δοκι­μασία, και είπε:

Απ’ ότι βλέπω, είσαι πολύ ικανή στο στρίψιμο του μαλλιού, και αυτό είναι πολύ καλό. Μα δεν μπορώ να σ’ αφήσω να παντρευτείς το γιο μου, αν δεν μου απο­δείξεις προηγουμένως, ότι μπορείς να υφάνεις το μαλ­λί που έστριψες. Θέλω λοιπόν να μου υφάνεις όλο αυ­τό το νήμα, και πρέπει να το έχεις τελειώσει μέχρι αύριο το πρωί.

Τότε η Βασίλισσα πήρε την κοπέλα και την πήγε σ’ ένα άλλο δωμάτιο όπου φύλαγε τον υπέροχο αργα­λειό της, και της είπε ότι αν δεν είχε τελειώσει μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, θα την έκλεινε στη φυλακή για όλα της τα χρόνια. Ύστερα βγήκε από το δωμά­τιο, και έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Η κοπέλα σταύρωσε τα χέρια της και κάθισε α­κίνητη, μη ξέροντας τι να κάνει. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε καταφέρει να μάθει να υφαίνει, και όταν άρχισε να σκέφτεται τη σκοτεινή και παγωμένη φυλακή, ό­που θα την έκλειναν, έκλαψε με μαύρο δάκρυ.

Καθώς έκλαιγε καθισμένη μπροστά στον αργα­λειό, είχε την εντύπωση ότι κάποιος την παρακολου­θούσε. Γύρισε και κοίταξε, και είδε μια γυναικούλα πιο παράξενη από την άλλη. Είχε μια πολύ μεγάλη πλάτη, που καμπούριαζε κιόλας. Όσο ήταν το ύφος της, άλλο τόσο ήταν και το φάρδος της πλάτης της.

Καλησπέρα, κυρούλα, ποια είσαι; ρώτησε η κο­πέλα φιλικά.

Οι άνθρωποι με λένε κυρα-Πλατού, απάντησε η γυναικούλα. Μα γιατί κλαις έτσι πικραμένα;

Ποτέ στη ζωή μου δεν μπόρεσα να υφάνω. Και τώρα, η Βασίλισσα μου είπε ότι όλα αυτά τα κουβά­ρια με το χρυσό νήμα πρέπει να γίνουν υφαντό μέχρι το πρωί. Αν τα καταφέρω, ο Πρίγκιπας θα με πάρει γυναίκα του, αλλά αν δεν τα καταφέρω, η Βασίλισσα θα με κλείσει στη φυλακή για όλα μου τα χρόνια.

Μη κλαις άλλο, χρυσό μου, θα σε βοηθήσω εγώ. Βλέπεις, σ5 όλη μου τη ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να υφαίνω. Μα σαν αντάλλαγμα για τη δου­λειά που θα κάνω, θέλω να με καλέσεις στο γάμο σου. Έχω να πάω σε γάμο από τότε που παντρεύτηκε η βασίλισσα, και πάνε πολλά χρόνια από τότε.

Και βέβαια θα σε καλέσω στο γάμο μου, απάντη­σε η κοπέλα, εφ5 όσον θα μου κάνεις τέτοια εκδούλευ­ση. Δεν ζητάς και τίποτε σπουδαίο για αντάλλαγμα.

Κι έτσι η γυναικούλα κάθισε στον αργαλειό, και η κοπέλα έμεινε μ3 ανοιχτό το στόμα από τη γρήγορά- δα της. Καθώς ύφαινε, το χρυσό υφαντό αυγάταινε ενώ τα κουβάρια με το χρυσό νήμα λιγόστευαν γοργά.

Και όταν το χρυσό υφαντό σχημάτισε ολόκληρο σωρό στο πάτωμα και το χρυσό νήμα πήρε τέλος, η γυναικούλα αποχαιρέτησε την κοπέλα, και δίχως να πει άλλη κουβέντα, εξαφανίστηκε.

Όταν ήρθε την άλλη μέρα η Βασίλισσα, έμεινε κα­τάπληκτη βλέποντας όλο εκείνο το χρυσό πανί. Πίστε­ψε πια ότι η κοπέλα ήταν καταπληκτική,Η κούκλα από Efi Peppa  αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει να παντρευτεί έτσι εύκολα το γιο της.

Αποφάσισε να της βάλει άλλη μια δοκιμασία, και της είπε:

— Ναι, βλέπω ότι ξέρεις να στρίβεις μαλλί και να υ­φαίνεις, αλλά δεν φτάνει αυτό μόνο. Αν θέλεις να παντρευτείς το γιο μου, πρέπει να ξέρεις επίσης να ράβεις και πουκάμισα από το υφαντό που ύφανες και, αν δεν τα καταφέρεις, θα σε κλείσω στη φυλακή για όλα σου τα χρόνια.

Της έφερε τα εργαλεία και μετά βγήκε από το δω­μάτιο και κλείδωσε την πόρτα πίσω της και η καψερή η κοπέλα βρέθηκε πάλι ολομόναχη σ’ ένα δωμάτιο, για να κάνει μια δουλειά που δεν είχε ξανακάνει πο­τέ πριν.

Κι έτσι, ενώ για μια στιγμή λίγο έλειψε να γίνει γυναίκα του Πρίγκιπα, όλες οι ελπίδες είχαν χαθεί ξαφνικά. Ήταν τρομερά στενοχωρημένη και γι’ αυτό άρχισε πάλι να κλαίει.

Μα για μιαν ακόμα φορά της δόθηκε η εντύπωση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Γύρισε να κοιτάξει και είδε μια τρίτη μικρόσωμη γυναικούλα, παράξενη όσο και οι δύο προηγούμενες, με τη μόνη διαφορά ότι τα δυο μεγάλα δάχτυλα των χεριών της ήσαν φουσκω­μένα σαν μπαλόνια.

Καλησπέρα, κυρούλα, είπε η κοπέλα. Και σένα πώς σε λένε;

Με λένε κυρα-Δαχτυλού, απάντησε η γυναικού­λα. Βλέπω ότι είσαι πολύ στενοχωρημένη, χρυσό μου. Μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα;

Ποτέ στη ζωή μου δεν κατάφερα να ράψω το πα­ραμικρό, και τώρα η Βασίλισσα με πρόσταζε να φτιάσω όλο αυτό το χρυσό υφαντό πουκάμισα. Και δήλωσε πως αν δεν έχω τελειώσει μέχρις αύριο το πρωί, όχι μόνο δεν θα παντρευτώ τον Πρίγκιπα, αλ­λά και θα με κλείσουν φυλακή για όλα μου τα χρόνια.

Ω, να μια δουλειά για μένα! έκανε χαρούμενη η γυ­ναικούλα. Σ’ όλη μου τη ζωή δεν έκανα τίποτε άλλο, από το να ράβω. Το μόνο που θα σου ζητήσω για αν­τάλλαγμα, είναι να με καλέσεις στο γάμο σου. Καιρό έχω να πάω σε γάμο. Εδώ που τα λέμε, από τότε που παντρεύτηκε η Βασίλισσα.

Μα έχω καλέσει την κυρα-Ποδαρού, και την κυ- ρα-Πλατού, και αν δεν κάνω λάθος είναι αδερφές σου. Είναι πολύ μικρό το αντάλλαγμα που μου ζητάς, για τη μεγάλη χάρη που θα μου κάνεις…. Απ’ αυτή τη στιγμή, είσαι καλεσμένη.

Και έτσι, η μικροσκοπική κυρα-Δαχτυλού άρχισε το ράψιμο, και είχε τόση μαεστρία σ’ αυτή τη δουλειά, όση είχαν και οι αδερφές της στο στρίψιμο του μαλ­λιού και στην ύφανση. Με τα πρησμένα από τη δου­λειά δάχτυλά της έπιανε το ύφασμα μ’ ευκολία, το έ­κοβε και το έραβε γοργά. Και όσο λιγόστευε το χρυ­σό ύφασμα, τόσο αυγάταινε ο σωρός με τα πουκάμι­σα. Και όταν τελείωσε όλο το ύφασμα, η γυναικούλα αποχαιρέτησε την κοπέλα και δίχως να πει άλλη κου­βέντα εξαφανίστηκε.

Το άλλο πρωί, η Βασίλισσα ήρθε να δει πώς πή­γαινε το ράψιμο. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν είδε τα σωριασμένα χρυσαφιά πουκάμισα.

— Αφού αυτή η κοπέλα μπορεί να στρίβει χρυσό νήμα από λάσπη και άχυρο, και αφού μπορεί και υ­φαίνει τόσο υπέροχα, και ράβει ακόμα πιο υπέροχα, δεν βλέπω το λόγο γιατί να μη γίνει γυναίκα του γιου μου.

Και είπε στην κοπέλα:

—Έκανες πολύ καλά και τις τρεις δουλειές που σου ανέθεσα, χρυσό μου. Και τώρα, θα τηρήσω την υπό­σχεση που σου έδωσα, και θ’ αφήσω να παντρευτείς το γιο μου.

Ο Πρίγκιπας χάρηκε πάρα πολύ που έμαθε ότι η όμορφη κοπέλα είχε περάσει από τις δοκιμασίες που της έβαλε η μητέρα του και που θα μπορούσε τώρα να την κάνει γυναίκα του. Δεν υπήρχε καμιά ανάμεσα στις πριγκίπισσες που του είχαν προτείνει για γυναί­κα του, που να του άρεσε περισσότερο από την κόρη του αγρότη.

Κι έτσι έγινε γνωστό σ’ όλη τη χώρα ότι ο Πρίγ­κιπας επρόκειτο να πάρει για γυναίκα του τη χωρια- τοπούλα, που δεν ήταν μόνο πολύ όμορφη, αλλά ήταν και πολύ ικανή στο στρίψιμο του μαλλιού, στον αργα­λειό και στο ράψιμο.

Έμειναν όλοι κατάπληκτοι που ο Πρίγκιπας διά­λεξε για γυναίκα του μια χωριατοπούλα, αλλά περισ­σότερο απ’ όλους έμειναν κατάπληκτοι οι γονείς της κοπέλας, όταν άκουσαν τόσους επαίνους για την ικα­νότητα της κόρης τους.

Σ’ όλη τη χώρα άρχισαν μεγάλες προετοιμασίες για το γάμο. Και στο κάστρο ήσαν όλοι απασχολημέ­νοι. Η ίδια η νύφη βοηθούσε να στρωθεί το τραπέζι για τους καλεσμένους, στο μεγάλο δωμάτιο για τις δε­ξιώσεις.

Η κοπέλα δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεσή της που είχε δώσει στις τρεις γυναικούλες, και είχε παραγγείλει να στρωθεί ένα μικρό τραπεζάκι, σε μιαν άκρη, με χρυσά και ασημένια κουταλοπήρουνα.

Όταν κατέφθασαν όλοι οι καλεσμένοι, και πήραν τις θέσεις τους στο τραπέζι, είδαν κατάπληκτοι τρεις γυναικούλες, που ήσαν πολύ παράξενες στ’ αλήθεια.

Κανένας δεν τις είχε δει να έρχονται, κανένας δεν είχε δει από πού ήρθαν, και, όπως ήταν φυσικό, αυτό τράβηξε το ενδιαφέρον όλων των καλεσμένων.

Ο ίδιος ο Βασιλιάς γύρισε και τις ρώτησε ποιες ήσαν.

Εμένα με λένε κυρά-Ποδαρού, απάντησε η πρώτη γυναικούλα.

Και γιατί έχεις τόσο παράξενο όνομα; ρώτησε ο Βασιλιάς.

Επειδή το ένα μου πόδι είναι πολύ μεγάλο, απάν­τησε η γυναικούλα. Μ5 αυτό το πόδι γυρίζω τον τρο­χό, όταν στρίβω μαλλί, γι’ αυτό μεγάλωσε τόσο. Σ’ όλη μου την ζωή έστριβα μαλλί.

Τότε ο Βασιλιάς γύρισε στους καλεσμένους και δήλωσε:

Ακούς, χρυσό μου, από σήμερα δεν πρέπει να ξαναστρίβεις μαλλί, όσο κι αν πεθυμήσεις αυτή τη δου­λειά. Παραδεχόμαστε την ικανότητά σου, αλλά ό,τι έκανες μέχρις στιγμής, είναι αρκετό.

Και μετά ο Βασιλιάς στράφηκε στη δεύτερη γυ­ναικούλα και ρώτησε να μάθει πώς την έλεγαν.

Εμένα με λένε κυρα-Πλατού, απάντησε εκείνη, και έχω τόσο παράξενο όνομα επειδή η πλάτη μου εί­ναι πολύ φαρδιά. Σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν σκυμμένη πάνω από τον αργαλειό μου, γι’ αυτό φάρδυνε τόσο πολύ η πλάτη μου.

Ξανά, ο Βασιλιάς στράφηκε στους καλεσμένους του και είπε:

Από σήμερα, η νύφη μου δεν πρόκειται να ξαναϋφάνει.

Και γυρίζοντας στη νύφη του, είπε:

Καλή μου νύφη, πολύ φοβάμαι ότι θα σε στενο­χωρήσω σήμερα, τέτοια μέρα, αλλά σου απαγορεύω να ξανακαθίσεις στον αργαλειό και να υφάνεις. Δεν θέ­λω να γίνει η πλάτη σου έτσι.

Τελικά, ο Βασιλιάς στράφηκε στην τρίτη γυναι­κούλα και ρώτησε το όνομά της.

Εμένα με λένε κυρα-Δαχτυλού, απάντησε εκείνη, κι αυτό επειδή τα πρώτα δάχτυλα των χεριών μου εί­ναι τόσο μεγάλα. Σε όλη μου την ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ράβω. Γι’ αυτό ακριβώς έγιναν τόσο μεγάλα τα δάχτυλά μου.

Και πάλι ο Βασιλιάς στράφηκε στους καλεσμέ­νους του και τους είπε:

Από σήμερα, απαγορεύω στη νύφη μου να ξαναπιάσει βελόνα στο χέρι της.

Και στη νύφη είπε:

Χρυσό μου, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα πρέπει να ξαναράψεις. Μας έδωσες την πιο υπέροχη απόδειξη για την ικανότητά σου, αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς, ότι δεν πρόκειται να ξαναπιάσεις βελόνα στα χέρια σου.

Όλοι έβλεπαν ότι οι αποφάσεις του Βασιλιά άρε­σαν πολύ στο γαμπρό. Για να παρηγορήσει τη νύφη, όμως, της χάιδεψε το χέρι και της είπε:

Καταλαβαίνω πολύ καλά πόσο θα σου στοιχίσει να παρατήσεις τις δουλειές που σου άρεσαν τόσο πο­λύ. Αλλά είμαι βέβαιος ότι θα βρεις εδώ στο κάστρο πολλά άλλα πράγματα που θα σ’ αρέσουν για να περ­νάς τις ώρες σου.

Η καινούργια Πριγκίπισσα, πάντως, κατάφερνε με μεγάλη δυσκολία να κρύψει τη χαρά της, για όλα αυτά που άκουγε. Και όταν έγινε Βασίλισσα ήταν πο­λύ καλή Βασίλισσα και δεν ζητούσε από τους υπη­κόους της να κάνουν πράγματα που ξεπερνούσαν τις δυνάμεις τους.

Και την αγαπούσαν όλοι.

 

Η κούκλα από Efi Peppa 

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Ο μπαλωματής κι  ο γίγαντας

Ο μπαλωματής κι ο γίγαντας

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής που έμενε στη Γένοβα, στη δυτική ακτή της Ιταλίας και που είχε βαρεθεί να μπαλώνει παπούτσια. Ήταν κι ο πατέρας του μπαλωματής και, όπως καταλαβαίνετε, είχε γεννηθεί μέσα στη δουλειά αυτή ×σόλιασμα, κάρφωμα, μπάλωμα...

Αφήγησή μου για την πλατφόρμα swaplanet στις 5 Οκτωβρίου 2022

  https://www.youtube.com/watch?v=Xx10IFV5GFo&t=611s   Στις 5 Οκτώβρη αφηγήθηκα σε webinar της πλατφόρμας www.swaplanet.com η πρώτη πλατφόρμα ανταλλαγής παιδικών ρούχων. Δυο παραμύθια: Το μαγεμένο φόρεμα και η σοφία της ανθρωπότητας Το φυλακτό της αγάπης...

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στην Ιαπωνία έ­νας άρχοντας που λέγανε ότι είχε διωχτεί από τον ου­ρανό. Και είχε διωχτεί από τον ουρανό, επειδή δεν φερότανε καλά στην αδελφή του, μια αρχόντισσα που ’μενε στον ήλιο. Την αρχόντισσα εκείνη τη λέγανε Άμα. Με το θάνατο του...

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας νέος και τρανός βασιλιάς που όριζε μια χώρα εκατό φορές πιο μεγάλη απ' ότι οι άλλοι βασιλιάδες και χίλιες φορές πιο πλούσια. Κι αυτός ο βασιλιάς δεν είχε κανένα συγγενή στον κόσμο, ούτε γονείς ούτε αδέλφια ούτε πρωτοξάδελφα κι ο...

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙ με πολλές καμήλες και καμηλιέρηδες περνούσε μια έρημο μεγάλη. Οι καμήλες κου­βαλούσαν πάνω τους τόπια μεταξωτά και χαλιά και ασημικά και μια καμήλα έξω απ' αυτά κουβαλούσε και το καμηλάκι της, μέσα σ' ένα σακούλι. Αυτό το σακούλι,...

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Ένας γενναίος άντρας της φυλής των Ονέιντα κυνηγούσε στο δάσος. Το θήραμα πέρασε σαν αστραπή πίσω του, αλλά και κείνος ήταν πολύ γρήγορος. Γύρισε, το σημάδεψε και το βέλος του χτύπησε το ελάφι. Ο ινδιάνος τότε έβγαλε το μαχαίρι του και έσκυψε να γδάρει το ζώο. Πριν...

Comments

0 Comments

Submit a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *