Σουηδικό παραμύθι. Από τις Εκδόσεις Αστέρος.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας αγρότης που είχε μια πολύ όμορφη κόρη, αλλά πάρα πολύ τεμπέλα. Το κτήμα του ήταν πολύ μεγάλο και υπήρχε δουλειά για όλους. Οι γυναίκες που δεν δούλευαν στα χωράφια, δούλευαν στα σπίτια και καμάρωναν για το στρίψιμο του μαλλιού, την ύφανση και το ράψιμο των όμορφων ρούχων που έφτιαχναν.
Μα η κόρη του αγρότη δεν είχε καμιά όρεξη να μάθει πώς γίνονταν αυτά τα πράγματα. Καθόταν ώρες ολόκληρες μπροστά στον αργαλειό, δίχως να υφαίνει τίποτε.
Μια μέρα, η μητέρα της της έδωσε μια μεγάλη χεριά λιναρόμαλλο και της έδειξε πώς να το βάλει στον τροχό να τον κάνει νήμα. Και μετά της είπε πως αν δεν έστριβε το μαλλί σε μια ορισμένη ώρα, ο πατέρας της θα την τιμωρούσε πολύ άσχημα.
Ύστερα από μερικές ώρες, η μητέρα γύρισε για να δει πώς πήγαινε η κόρη της με τη δουλειά. Μα το λιναρόμαλλο έμενε απείραχτο, και η κοπέλα ήταν καθισμένη στη συνηθισμένη της θέση, με τα χέρια σταυρωμένα. Τότε η μητέρα έτρεξε στον άντρα της και του είπε ότι η κόρη τους ήταν πολύ τεμπέλα. Πρέπει να βάλουμε τα κεφάλια μας κάτω, και να βρούμε τι θα κάνουμε με δαύτη, είπε η μητέρα.
Βρήκα τι θα κάνουμε, απάντησε ο πατέρας. Θα της δώσεις μια μεγάλη χεριά λινάρι, και θα τη βάλεις να καθίσει στη σκεπή, μαζί με τον τροχό, για να περνούν όλοι να την κοροϊδεύουν για την τεμπελιά της.
Κι έτσι έβαλαν την κοπέλα στη σκεπή του σπιτιού, μαζί με τον τροχό για το στρίψιμο του μαλλιού, αλλά εδώ που τα λέμε, το πείραμα αυτό δεν είχε το αποτέλεσμα που περίμεναν οι γονείς της.
Οι περαστικοί δεν σταματούσαν για να την κοροϊδέψουν, επειδή δεν δούλευε, σταματούσαν μόνο για να θαυμάσουν την ασυνήθιστη ομορφιά της.
Εκείνη τη μέρα έτυχε να περάσει από κει και ο γιος του βασιλιά, που πήγαινε στο δάσος να κυνηγήσει. Σαν όλους τους άλλους, σταμάτησε κι εκείνος για να θαυμάσει την όμορφη κοπέλα, που ήταν ανεβασμένη στη σκεπή του σπιτιού.
Μαγεύτηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της, που είπε στους ακολούθους του να σταματήσουν εκεί για λίγο. Ήθελε να μάθει για ποιον λόγο είχε διαλέξει αυτό το μέρος η κοπέλα, για να στρίψει το μαλλί της.
Εκείνη τη στιγμή έτυχε να φανεί ο αγρότης.
Γεια σου, καλέ μου άνθρωπε, φώναξε ο Πρίγκιπας. Μπορείς να μου πεις ποια είναι αυτή η όμορφη κοπέλα, εκεί πάνω;
Η κόρη μου, απάντησε ο αγρότης.
Και γιατί διάλεξε αυτό το παράξενο μέρος, για να κάνει τη δουλειά της; ρώτησε ο Πρίγκιπας.
Ω! Την έβαλα εκεί πάνω εγώ, για να δείξω σ5 όλο τον κόσμο τι έξυπνη κόρη που έχω. Μπορεί να στρίψει λάσπη και άχυρο και να κάνει χρυσάφι νήμα.
Φυσικά, αυτό ο αγρότης το είπε κοροϊδευτικά.
Ο Πρίγκιπας δεν το κατάλαβε, τόσο θαμπωμένος ήταν από την ομορφιά της κοπέλας.
Τι ωραία! έκανε. Σοβαρά; Τότε θα πρέπει να έρθει στο κάστρο μας, για να το δείξει στη Βασίλισσα. Όπως θα ξέρεις, η μητέρα μου είναι πολύ καλή σε κάτι τέτοια πράγματα, και πιστεύει ότι σ’ όλη την περιοχή δεν υπάρχει γυναίκα που να την ξεπερνάει.
Και ήταν αλήθεια αυτό —ήταν γνωστό πως καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να στρίβει, να υφάνει και να ράβει καλύτερα από τη Βασίλισσα.
Εκείνη την ημέρα, ο Πρίγκιπας δεν μπόρεσε να βγάλει καθόλου από το μυαλό του την όμορφη κόρη του αγρότη. Και όταν γύρισε στο κάστρο το βράδυ, μίλησε στο Βασιλιά και στη Βασίλισσα για την κοπέλα που έστριβε τη λάσπη και το άχυρο και τα έκανε χρυσό νήμα.
Ο Βασιλιάς είπε ότι αυτό που άκουγε ήταν υπέροχο, και ότι τέτοιο πράγμα δεν είχε ξανακούσει. Αλλά η Βασίλισσα είπε:
Δεν το πιστεύω. Να τη φέρουμε εδώ στο κάστρο, να της δώσουμε λάσπη και άχυρο και να την αφήσου- με να μας δείξει την αξία της. Αν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται γι’ αυτή, τότε αξίζει να γίνει νύφη μου, αλλά αν αποδειχτεί ότι καυχολογιέται μόνο, τότε θα την κλείσω στη φυλακή για όλη της τη ζωή.
Και έτσι ειδοποιήθηκε η κόρη του αγρότη να παρουσιαστεί στο κάστρο του Βασιλιά. Φόρεσε τα καλύτερα ρούχα της —τα ρούχα που έχουν οι χωριάτες για την Κυριακή, όταν πηγαίνουν στην εκκλησία: μια φούστα με χτυπητά χρώματα και ένα καπέλο με λουλούδια. Ήταν τόσο όμορφη μ’ αυτό το ντύσιμο, που, όταν συναντιόταν με τους αυλικούς, οι άντρες τής χαμογελούσαν και οι γυναίκες την κοίταζαν με φθόνο.
Την οδήγησαν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, που σε μιαν άκρη είχε ένα μεγάλο τροχό για το στρίψιμο του μαλλιού. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν γεμάτο από λάσπη και άχυρο. Η Βασίλισσα την περίμενε στην πόρτα, και μόλις την είδε, της είπε:
Και τώρα να μας δείξεις τι αξίζεις! Αν δεν έχεις στρίψει τη λάσπη και το άχυρο μέχρι αύριο το πρωί, θα σε κλείσω στη φυλακή για όλα σου τα χρόνια. Μα αν καταφέρεις αυτή τη δουλειά, θα γίνεις γυναίκα του γιου μου.
Και λέγοντας αυτά, έφυγε και άφησε την κόρη του αγρότη μόνη.
Η φτωχή κοπέλα δεν ήξερε τι να κάνει. Αυτή δεν ήξερε καλά – καλά πως ξαίνουν το μαλλί και το λινάρι, πώς θα έξαινε τη λάσπη και το άχυρο; Κάθισε μπροστά στον τροχό, και άρχισε να κλαίει με μαύρα δάκρυα.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε σαν να την παρακολουθούσε κάποιος. Γύρισε και είδε μια μικρόσωμη γυναίκα, που το ένα της πόδι ήταν μεγαλύτερο από τ’ άλλο.
Καλησπέρα, κυρούλα, είπε η κοπέλα φιλικά.
Καλησπέρα, κοριτσάκι μου. Γιατί είσαι στενοχωρημένη; Μοιάζεις σαν να σε βασανίζει η μεγαλύτερη στενοχώρια του κόσμου, είπε η γυναικούλα.
Μα δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη στενοχώρια απ’ αυτήν που έχω, απάντησε η κοπέλα. Πρέπει
να στρίψω όλη αυτή τη λάσπη και όλο αυτό το άχυρο και να τα κάνω χρυσή κλωστή, και αν δεν τα καταφέρω, θα με κλείσουν στη φυλακή για όλα μου τα χρόνια. Κι εγώ καλά – καλά δεν ξέρω να στρίψω ούτε μαλλί… Αλλά εσύ ποια είσαι, κυρούλα;
Με λένε κυρα-Ποδαρού, απάντησε η γυναικούλα. Σκούπισε τα δάκρυά σου, χρυσό μου. Σ’ όλη μου την ζωή δεν κάνω τίποτε άλλο από το να στρίβω μαλλί, και τώρα θα σε βοηθήσω. Αλλά με μια συμφωνία.
Τι; ρώτησε η κοπέλα.
Θέλω να με καλέσεις στο γάμο σου, τίποτε άλλο.
Δεν ξέρεις πόσο καιρό έχω να πάω σε γάμο. Εδώ που τα λέμε, δεν έχω πάει σε κανένα γάμο από τότε που παντρεύτηκε η Βασίλισσα.
Αν μπορείς στ’ αλήθεια να με βοηθήσεις να κάνω τη λάσπη και τ’ άχυρο χρυσή κλωστή, τότε νομίζω ότι μου ζητάς πολύ μικρή χάρη, απάντησε η κοπέλα. Φυσικά, θα σου την κάνω χωρίς συζήτηση.
Η παράξενη γυναικούλα κάθισε μπροστά στον τροχό και άρχισε να στρίβει, να στρίβει και να στρίβει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Και καθώς το μεγάλο της πόδι γύριζε τον τροχό, η χρυσή κλωστή όσο πήγαινε και αυγάταινε.
Όταν τελείωσε όλη η λάσπη και όλο το άχυρο και το δωμάτιο γέμισε από χρυσό νήμα, η γυναικούλα αποχαιρέτησε την όμορφη κοπέλα, και δίχως να πει τίποτε άλλο, εξαφανίστηκε.
Όταν ήρθε η Βασίλισσα το άλλο πρωί, για να δει τι είχε κάνει η κοπέλα με τη λάσπη και το άχυρο, τα έχασε βλέποντας ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος απ’ αυτά, και ότι το δωμάτιο ήταν γεμάτο κουβάρια από χρυσό νήμα.
Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν το περίμενε, γι’ αυτό και μετάνιωσε αμέσως που είχε βιαστεί να υποσχεθεί σ’ αυτή τη χωριατοπούλα ότι θα γινόταν γυναίκα του γιου της.
Γι’ αυτό αποφάσισε να της βάλει άλλη μια δοκιμασία, και είπε:
Απ’ ότι βλέπω, είσαι πολύ ικανή στο στρίψιμο του μαλλιού, και αυτό είναι πολύ καλό. Μα δεν μπορώ να σ’ αφήσω να παντρευτείς το γιο μου, αν δεν μου αποδείξεις προηγουμένως, ότι μπορείς να υφάνεις το μαλλί που έστριψες. Θέλω λοιπόν να μου υφάνεις όλο αυτό το νήμα, και πρέπει να το έχεις τελειώσει μέχρι αύριο το πρωί.
Τότε η Βασίλισσα πήρε την κοπέλα και την πήγε σ’ ένα άλλο δωμάτιο όπου φύλαγε τον υπέροχο αργαλειό της, και της είπε ότι αν δεν είχε τελειώσει μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, θα την έκλεινε στη φυλακή για όλα της τα χρόνια. Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο, και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Η κοπέλα σταύρωσε τα χέρια της και κάθισε ακίνητη, μη ξέροντας τι να κάνει. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε καταφέρει να μάθει να υφαίνει, και όταν άρχισε να σκέφτεται τη σκοτεινή και παγωμένη φυλακή, όπου θα την έκλειναν, έκλαψε με μαύρο δάκρυ.
Καθώς έκλαιγε καθισμένη μπροστά στον αργαλειό, είχε την εντύπωση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Γύρισε και κοίταξε, και είδε μια γυναικούλα πιο παράξενη από την άλλη. Είχε μια πολύ μεγάλη πλάτη, που καμπούριαζε κιόλας. Όσο ήταν το ύφος της, άλλο τόσο ήταν και το φάρδος της πλάτης της.
Καλησπέρα, κυρούλα, ποια είσαι; ρώτησε η κοπέλα φιλικά.
Οι άνθρωποι με λένε κυρα-Πλατού, απάντησε η γυναικούλα. Μα γιατί κλαις έτσι πικραμένα;
Ποτέ στη ζωή μου δεν μπόρεσα να υφάνω. Και τώρα, η Βασίλισσα μου είπε ότι όλα αυτά τα κουβάρια με το χρυσό νήμα πρέπει να γίνουν υφαντό μέχρι το πρωί. Αν τα καταφέρω, ο Πρίγκιπας θα με πάρει γυναίκα του, αλλά αν δεν τα καταφέρω, η Βασίλισσα θα με κλείσει στη φυλακή για όλα μου τα χρόνια.
Μη κλαις άλλο, χρυσό μου, θα σε βοηθήσω εγώ. Βλέπεις, σ5 όλη μου τη ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να υφαίνω. Μα σαν αντάλλαγμα για τη δουλειά που θα κάνω, θέλω να με καλέσεις στο γάμο σου. Έχω να πάω σε γάμο από τότε που παντρεύτηκε η βασίλισσα, και πάνε πολλά χρόνια από τότε.
Και βέβαια θα σε καλέσω στο γάμο μου, απάντησε η κοπέλα, εφ5 όσον θα μου κάνεις τέτοια εκδούλευση. Δεν ζητάς και τίποτε σπουδαίο για αντάλλαγμα.
Κι έτσι η γυναικούλα κάθισε στον αργαλειό, και η κοπέλα έμεινε μ3 ανοιχτό το στόμα από τη γρήγορά- δα της. Καθώς ύφαινε, το χρυσό υφαντό αυγάταινε ενώ τα κουβάρια με το χρυσό νήμα λιγόστευαν γοργά.
Και όταν το χρυσό υφαντό σχημάτισε ολόκληρο σωρό στο πάτωμα και το χρυσό νήμα πήρε τέλος, η γυναικούλα αποχαιρέτησε την κοπέλα, και δίχως να πει άλλη κουβέντα, εξαφανίστηκε.
Όταν ήρθε την άλλη μέρα η Βασίλισσα, έμεινε κατάπληκτη βλέποντας όλο εκείνο το χρυσό πανί. Πίστεψε πια ότι η κοπέλα ήταν καταπληκτική, αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει να παντρευτεί έτσι εύκολα το γιο της.
Αποφάσισε να της βάλει άλλη μια δοκιμασία, και της είπε:
— Ναι, βλέπω ότι ξέρεις να στρίβεις μαλλί και να υφαίνεις, αλλά δεν φτάνει αυτό μόνο. Αν θέλεις να παντρευτείς το γιο μου, πρέπει να ξέρεις επίσης να ράβεις και πουκάμισα από το υφαντό που ύφανες και, αν δεν τα καταφέρεις, θα σε κλείσω στη φυλακή για όλα σου τα χρόνια.
Της έφερε τα εργαλεία και μετά βγήκε από το δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα πίσω της και η καψερή η κοπέλα βρέθηκε πάλι ολομόναχη σ’ ένα δωμάτιο, για να κάνει μια δουλειά που δεν είχε ξανακάνει ποτέ πριν.
Κι έτσι, ενώ για μια στιγμή λίγο έλειψε να γίνει γυναίκα του Πρίγκιπα, όλες οι ελπίδες είχαν χαθεί ξαφνικά. Ήταν τρομερά στενοχωρημένη και γι’ αυτό άρχισε πάλι να κλαίει.
Μα για μιαν ακόμα φορά της δόθηκε η εντύπωση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Γύρισε να κοιτάξει και είδε μια τρίτη μικρόσωμη γυναικούλα, παράξενη όσο και οι δύο προηγούμενες, με τη μόνη διαφορά ότι τα δυο μεγάλα δάχτυλα των χεριών της ήσαν φουσκωμένα σαν μπαλόνια.
Καλησπέρα, κυρούλα, είπε η κοπέλα. Και σένα πώς σε λένε;
Με λένε κυρα-Δαχτυλού, απάντησε η γυναικούλα. Βλέπω ότι είσαι πολύ στενοχωρημένη, χρυσό μου. Μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα;
Ποτέ στη ζωή μου δεν κατάφερα να ράψω το παραμικρό, και τώρα η Βασίλισσα με πρόσταζε να φτιάσω όλο αυτό το χρυσό υφαντό πουκάμισα. Και δήλωσε πως αν δεν έχω τελειώσει μέχρις αύριο το πρωί, όχι μόνο δεν θα παντρευτώ τον Πρίγκιπα, αλλά και θα με κλείσουν φυλακή για όλα μου τα χρόνια.
Ω, να μια δουλειά για μένα! έκανε χαρούμενη η γυναικούλα. Σ’ όλη μου τη ζωή δεν έκανα τίποτε άλλο, από το να ράβω. Το μόνο που θα σου ζητήσω για αντάλλαγμα, είναι να με καλέσεις στο γάμο σου. Καιρό έχω να πάω σε γάμο. Εδώ που τα λέμε, από τότε που παντρεύτηκε η Βασίλισσα.
Μα έχω καλέσει την κυρα-Ποδαρού, και την κυ- ρα-Πλατού, και αν δεν κάνω λάθος είναι αδερφές σου. Είναι πολύ μικρό το αντάλλαγμα που μου ζητάς, για τη μεγάλη χάρη που θα μου κάνεις…. Απ’ αυτή τη στιγμή, είσαι καλεσμένη.
Και έτσι, η μικροσκοπική κυρα-Δαχτυλού άρχισε το ράψιμο, και είχε τόση μαεστρία σ’ αυτή τη δουλειά, όση είχαν και οι αδερφές της στο στρίψιμο του μαλλιού και στην ύφανση. Με τα πρησμένα από τη δουλειά δάχτυλά της έπιανε το ύφασμα μ’ ευκολία, το έκοβε και το έραβε γοργά. Και όσο λιγόστευε το χρυσό ύφασμα, τόσο αυγάταινε ο σωρός με τα πουκάμισα. Και όταν τελείωσε όλο το ύφασμα, η γυναικούλα αποχαιρέτησε την κοπέλα και δίχως να πει άλλη κουβέντα εξαφανίστηκε.
Το άλλο πρωί, η Βασίλισσα ήρθε να δει πώς πήγαινε το ράψιμο. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν είδε τα σωριασμένα χρυσαφιά πουκάμισα.
— Αφού αυτή η κοπέλα μπορεί να στρίβει χρυσό νήμα από λάσπη και άχυρο, και αφού μπορεί και υφαίνει τόσο υπέροχα, και ράβει ακόμα πιο υπέροχα, δεν βλέπω το λόγο γιατί να μη γίνει γυναίκα του γιου μου.
Και είπε στην κοπέλα:
—Έκανες πολύ καλά και τις τρεις δουλειές που σου ανέθεσα, χρυσό μου. Και τώρα, θα τηρήσω την υπόσχεση που σου έδωσα, και θ’ αφήσω να παντρευτείς το γιο μου.
Ο Πρίγκιπας χάρηκε πάρα πολύ που έμαθε ότι η όμορφη κοπέλα είχε περάσει από τις δοκιμασίες που της έβαλε η μητέρα του και που θα μπορούσε τώρα να την κάνει γυναίκα του. Δεν υπήρχε καμιά ανάμεσα στις πριγκίπισσες που του είχαν προτείνει για γυναίκα του, που να του άρεσε περισσότερο από την κόρη του αγρότη.
Κι έτσι έγινε γνωστό σ’ όλη τη χώρα ότι ο Πρίγκιπας επρόκειτο να πάρει για γυναίκα του τη χωρια- τοπούλα, που δεν ήταν μόνο πολύ όμορφη, αλλά ήταν και πολύ ικανή στο στρίψιμο του μαλλιού, στον αργαλειό και στο ράψιμο.
Έμειναν όλοι κατάπληκτοι που ο Πρίγκιπας διάλεξε για γυναίκα του μια χωριατοπούλα, αλλά περισσότερο απ’ όλους έμειναν κατάπληκτοι οι γονείς της κοπέλας, όταν άκουσαν τόσους επαίνους για την ικανότητα της κόρης τους.
Σ’ όλη τη χώρα άρχισαν μεγάλες προετοιμασίες για το γάμο. Και στο κάστρο ήσαν όλοι απασχολημένοι. Η ίδια η νύφη βοηθούσε να στρωθεί το τραπέζι για τους καλεσμένους, στο μεγάλο δωμάτιο για τις δεξιώσεις.
Η κοπέλα δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεσή της που είχε δώσει στις τρεις γυναικούλες, και είχε παραγγείλει να στρωθεί ένα μικρό τραπεζάκι, σε μιαν άκρη, με χρυσά και ασημένια κουταλοπήρουνα.
Όταν κατέφθασαν όλοι οι καλεσμένοι, και πήραν τις θέσεις τους στο τραπέζι, είδαν κατάπληκτοι τρεις γυναικούλες, που ήσαν πολύ παράξενες στ’ αλήθεια.
Κανένας δεν τις είχε δει να έρχονται, κανένας δεν είχε δει από πού ήρθαν, και, όπως ήταν φυσικό, αυτό τράβηξε το ενδιαφέρον όλων των καλεσμένων.
Ο ίδιος ο Βασιλιάς γύρισε και τις ρώτησε ποιες ήσαν.
Εμένα με λένε κυρά-Ποδαρού, απάντησε η πρώτη γυναικούλα.
Και γιατί έχεις τόσο παράξενο όνομα; ρώτησε ο Βασιλιάς.
Επειδή το ένα μου πόδι είναι πολύ μεγάλο, απάντησε η γυναικούλα. Μ5 αυτό το πόδι γυρίζω τον τροχό, όταν στρίβω μαλλί, γι’ αυτό μεγάλωσε τόσο. Σ’ όλη μου την ζωή έστριβα μαλλί.
Τότε ο Βασιλιάς γύρισε στους καλεσμένους και δήλωσε:
Ακούς, χρυσό μου, από σήμερα δεν πρέπει να ξαναστρίβεις μαλλί, όσο κι αν πεθυμήσεις αυτή τη δουλειά. Παραδεχόμαστε την ικανότητά σου, αλλά ό,τι έκανες μέχρις στιγμής, είναι αρκετό.
Και μετά ο Βασιλιάς στράφηκε στη δεύτερη γυναικούλα και ρώτησε να μάθει πώς την έλεγαν.
Εμένα με λένε κυρα-Πλατού, απάντησε εκείνη, και έχω τόσο παράξενο όνομα επειδή η πλάτη μου είναι πολύ φαρδιά. Σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν σκυμμένη πάνω από τον αργαλειό μου, γι’ αυτό φάρδυνε τόσο πολύ η πλάτη μου.
Ξανά, ο Βασιλιάς στράφηκε στους καλεσμένους του και είπε:
Από σήμερα, η νύφη μου δεν πρόκειται να ξαναϋφάνει.
Και γυρίζοντας στη νύφη του, είπε:
Καλή μου νύφη, πολύ φοβάμαι ότι θα σε στενοχωρήσω σήμερα, τέτοια μέρα, αλλά σου απαγορεύω να ξανακαθίσεις στον αργαλειό και να υφάνεις. Δεν θέλω να γίνει η πλάτη σου έτσι.
Τελικά, ο Βασιλιάς στράφηκε στην τρίτη γυναικούλα και ρώτησε το όνομά της.
Εμένα με λένε κυρα-Δαχτυλού, απάντησε εκείνη, κι αυτό επειδή τα πρώτα δάχτυλα των χεριών μου είναι τόσο μεγάλα. Σε όλη μου την ζωή δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ράβω. Γι’ αυτό ακριβώς έγιναν τόσο μεγάλα τα δάχτυλά μου.
Και πάλι ο Βασιλιάς στράφηκε στους καλεσμένους του και τους είπε:
Από σήμερα, απαγορεύω στη νύφη μου να ξαναπιάσει βελόνα στο χέρι της.
Και στη νύφη είπε:
Χρυσό μου, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα πρέπει να ξαναράψεις. Μας έδωσες την πιο υπέροχη απόδειξη για την ικανότητά σου, αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς, ότι δεν πρόκειται να ξαναπιάσεις βελόνα στα χέρια σου.
Όλοι έβλεπαν ότι οι αποφάσεις του Βασιλιά άρεσαν πολύ στο γαμπρό. Για να παρηγορήσει τη νύφη, όμως, της χάιδεψε το χέρι και της είπε:
Καταλαβαίνω πολύ καλά πόσο θα σου στοιχίσει να παρατήσεις τις δουλειές που σου άρεσαν τόσο πολύ. Αλλά είμαι βέβαιος ότι θα βρεις εδώ στο κάστρο πολλά άλλα πράγματα που θα σ’ αρέσουν για να περνάς τις ώρες σου.
Η καινούργια Πριγκίπισσα, πάντως, κατάφερνε με μεγάλη δυσκολία να κρύψει τη χαρά της, για όλα αυτά που άκουγε. Και όταν έγινε Βασίλισσα ήταν πολύ καλή Βασίλισσα και δεν ζητούσε από τους υπηκόους της να κάνουν πράγματα που ξεπερνούσαν τις δυνάμεις τους.
Και την αγαπούσαν όλοι.
Η κούκλα από Efi Peppa
0 Comments