Ελβετικό παραμύθι. Από τις Εκδόσεις Αστέρος.
Όταν ο στρατιώτης Λαραμπέ έπαψε να υπηρετεί στο στρατό των διαφόρων ξένων χωρών, πήρε το δρόμο για να γυρίσει στο χωριό του, που βρισκόταν στην Ελβετία. Κρεμασμένα από τον ώμο του είχε ένα ζευγάρι δεύτερα παπούτσια και στις τσέπες του τα λεφτά που είχε κερδίσει όλα αυτά τα χρόνια. Ξέγνοιαστος και ευτυχισμένος, περπατούσε ζωηρά και με το μπαστούνι του χτυπούσε κι έκοβε τα κεφάλια των χόρτων, δεξιά και αριστερά στο δρόμο, τραγουδώντας.
Καθώς περνούσε μέσα από το δάσος, είδε ένα λύκο που έσχιζε ξύλα.
Στάσου, του φώναξε ο Λαραμπέ. Δεν ξέρεις να κόβεις ξύλα. Άσε να σου δείξω εγώ.
Μ’ ένα κτύπημα, έσκισε το κούτσουρο στη μέση, σε ευθεία γραμμή.
Και τώρα, κυρ-Λύκε, χώσε το χέρι σου στη σχισμή, για να μπορέσω να τραβήξω το τσεκούρι.
Μα όταν ο Λαραμπέ τράβηξε το τσεκούρι από τη σχισμή, το χέρι του Λύκου έμεινε αιχμαλωτισμένο εκεί μέσα. Ο Λαραμπέ τον παράτησε εκεί γελώντας και συνέχισε το δρόμο του, ενώ τα παπούτσια του
ταλαντεύονταν κρεμασμένα από τον ώμο του.
Πιο πέρα αντάμωσε μια Αλεπού που στεκόταν κάτω από μια κερασιά και κοίταζε τα κεράσια της λιγουρεύοντας.
Τι κάνεις εδώ, κυρά-Αλεπού; ρώτησε ο Λαραμπέ.
Κουτός είσαι, δεν καταλαβαίνεις; Κοιτάζω τα κεράσια. Αχ, πώς θα ήθελα να χλαπακίσω μερικά.
Αμ’ τότε, στάσου μια στιγμή, είπε ο Λαραμπέ.
Έδεσε την Αλεπού σ’ ένα μακρύ στυλιάρι και τη σήκωσε ψηλά στον αέρα, πιο ψηλά κι από το δέντρο ακόμα.
Πολύ ωραία, διαμαρτυρήθηκε η Αλεπού. Πρώτα έβλεπα τα κεράσια από κάτω, τώρα τα βλέπω από πάνω.
Καλά είναι κι έτσι, απάντησε ο Λαραμπέ, και καρφώνοντας το στυλιάρι στο χώμα, συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας την αλεπού κρεμασμένη.
Φυσικά, συνέχισε το τραγούδι του.
Λίγο πιο κάτω, έφτασε σε μια πόλη. Όλοι εκεί φαίνονταν αναστατωμένοι. Κανένας δεν δούλευε, και στους δρόμους ήσαν μαζεμένοι άνθρωποι και μιλούσαν με δυνατές φωνές, κάνοντας πολλές χειρονομίες.
Δέκα χιλιάδες! φώναξε κάποιος στο Λαραμπέ. Πάνε δέκα χιλιάδες κιόλας. Για σκέψου, φίλε μου! Δέκα χιλιάδες!
Τι δέκα χιλιάδες;
Μόνον ένας έμεινε. Και πάει και αυτός τώρα.
Πού πάει;
Τι πιθανότητες έχει αυτός, τη στιγμή που απέτυχαν δέκα χιλιάδες;
— Καλέ μου άνθρωπε, είπε ο Λαραμπέ, δεν μου τα λες καθαρά. Αν δεν μου εξηγήσεις αμέσως γιατί είναι τόσο αναστατωμένη αυτή η πόλη, θα σου κόψω τ’ αυτιά με το σπαθί μου.
— Μα από πού έρχεσαι, στρατιώτη μου, και δεν ξέρεις τίποτε; Δεν ξέρεις ότι ο βασιλιάς μας δήλωσε ότι θα παντρέψει την κόρη του μόνο με τον άνθρωπο που θ’ αποδείξει ότι δεν φοβάται; Όλοι οι νεαροί της
πόλης μας δοκίμασαν —δέκα χιλιάδες από δαύτους —αλλά αποδείχτηκε ότι φοβούνται όλοι, είτε το ένα, είτε το άλλο. Γιατί δεν κάνεις και συ μια δοκιμή. Είσαι νέος και φαίνεσαι γενναίος: να μια ευκαιρία ν’ αποδείξεις ότι αξίζεις.
Ο Λαραμπέ έτρεξε στο παλάτι. Έφτασε τη στιγμή που έβγαινε ένας νεαρός. Ο νεαρός αυτός φαινόταν πολύ στενοχωρημένος. Ασφαλώς δεν επρόκειτο να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά.
Πες μου, φίλε μου, έκανε ο Λαραμπέ, τι σου συνέβη εκεί μέσα;
— Ο βασιλιάς μού είπε να του τραβήξω τα γένια. Εγώ τα έπιασα και τα τράβηξα αλλά εκείνη τη στιγμή μου έκανε «Μπου!» κι εγώ τρόμαξα. «Δεν πρόκειται να παντρευτείς την κόρη μου», είπε ο βασιλιάς. «Τρόμαξες με το πρώτο».
Ο βασιλιάς δέχτηκε το Λαραμπέ καθισμένος πάνω σ’ ένα ψηλό θρόνο που ήταν στημένος πάνω από εφτά σκαλοπάτια. Ήταν ένας ροδαλός βασιλιάς με γαλάζιο σακάκι, κόκκινο πανταλόνι, άσπρες νταντέλες, πράσινα παπούτσια και χρυσή κορώνα. Έμοιαζε μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια του αγρού.
Χο, χο! έκανε ο βασιλιάς. Να κι ένας γενναίος στρατιώτης. Ώστε νομίζεις ότι δεν φοβάσαι ποτέ, έτσι νεαρέ μου; Θα δούμε λοιπόν, θα δούμε. Τράβηξε τα γένια μου.
Ο Λαραμπέ άρπαξε τα γένια του βασιλιά και τράβηξε με τόση δύναμη, που αντί να πει «Μπου» ο βασιλιάς είπε «Ωχ» αλλά φυσικά ο Λαραμπέ δεν τρόμαξε καθόλου απ’ αυτό.
Κέρδισες τούτη τη φορά, αλλά μη βιάζεσαι, του είπε ο βασιλιάς. Δεν τελειώσαμε ακόμα. Θα πρέπει να περάσεις μια ολόκληρη μέρα στο κλουβί ενός λιονταριού. Φυσικά, θα είναι και το λιοντάρι μέσα. Για να δούμε, θα τολμήσεις να τραβήξεις τα μουστάκια του,
όπως τράβηξες και τα δικά μου γένια.
Και έτριψε το σαγόνι του, που πονούσε ακόμα. Προτού μπει στο κλουβί του λιονταριού, ο Λαραμπέ γέμισε τις τσέπες του με καραμέλες, μπισκότα και κουλουράκια. Όλα αυτά άρχισε να τα δίνει στο λιοντάρι, που φαινόταν πολύ ευχαριστημένο.
Στο τέλος, όμως, είπε:
Σ’ ευχαριστώ πολύ, στρατιώτη. Τα ζαχαρωτά σου ήσαν πολύ νόστιμα. Μα δυστυχώς δεν γέμισαν το στομάχι μου. Θα πρέπει να φάω κάτι πιο χορταστικό. Πολύ φοβάμαι ότι θ’ αναγκαστώ να φάω εσένα.
Μεγάλη μου τιμή, κ. Λιονταρή, είπε ο Λαραμπέ ευγενικά, αλλά έλα να παίξουμε το παιχνίδι «Τράβα μου την ουρά». Το ξέρεις;
—Όχι, πρώτη μου φορά τ’ ακούω. Πώς το παίζουν;
Θα σου δείξω αμέσως. Αρχίζει έτσι.
Ο Λαραμπέ τράβηξε την ουρά του λιονταριού και την έδεσε κόμπο γύρω σ’ ένα κάγκελο του κλουβιού. Το λιοντάρι απορούσε γι’ αυτό το παράξενο παιχνίδι, ο Λαραμπέ πήγε και στρογγυλοκάθισε στην άλλη άκρη του κλουβιού όπου δεν μπορούσε να τον φτάσει το θηρίο.
Όταν το είδε αυτό ο βασιλιάς, τα εγκατέλειψε.
—Όσο θάρρος χρειάζεται για να τραβήξεις τα γένια του βασιλιά, άλλο τόσο χρειάζεται για να τραβήξεις την ουρά του λιονταριού, δήλωσε.
Και έτσι, μέσα σε παρελάσεις, σημαίες, χορούς, ομιλίες, λουλούδια και μουσική, ο Λαραμπέ και η κόρη του βασιλιά παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι.
0 Comments