Κινέζικο παραμύθι.
Πριν από πάρα πολλά χρόνια ζούσε στα ριζά του Πενταδάχτυλου βουνού ένας άντρας, που έπαιζε με μεγάλη χάρη κι ομορφιά τη φλογέρα από μπαμπού. Η μουσική που έβγαινε απ’ τη φλογέρα του ήταν πιο μελωδική απ’ το κελάηδημα του χρυσοφτέρουγου φλώρου, οι τρίλλιες πιο κρυστάλλινες απ’ την τρεμουλιαστή φωνή της κίχλης και οι νότες πλέκονταν πιο χαρμόσυνες απ’ τις νότες του κορυδαλλού όταν υψώνεται στον αέρα για να αρχινήσει το πανηγυρικό του ύμνο.
Κάθε φορά που αντηχούσε η φλογέρα, τα πουλιά σταματούσαν το πέταγμα και κάθονταν στα κλωνάρια και τους φράχτες για ν’ ακούσουν το τραγούδι. Οι γεωργοί παρατούσαν τη δουλειά στα χωράφια. Στον ήχο της μουσικής οι γέροι χαμογελούσαν και θυμόνταν τα νιάτα τους, ενώ τα παιδιά χόρευαν και ξεσήκωναν τον κόσμο απ’ τη χαρά τους.
Η μαγευτική μουσική του έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κάτι υπερφυσικό και τον ονόμαζαν «Ουράνιο φλογεροπαίχτη».
Μια μέρα ο δρακοβασιλιάς των Νοτίων θαλασσών έδωσε ένα γιορτινό γεύμα στο οποίο ήταν προσκαλεσμένοι πολλοί αθάνατοι. Ο βασιλιάς ήταν ντυμένος με τη δρακοφορεσιά του και στη μέση είχε περασμένο το ζωστήρα από νεφρίτη, αλλά και οι καλεσμένοι ήρθαν με τις καλύτερες και πιο εκθαμβωτικές φορεσιές τους. Έτσι κάθονταν όλοι μαζί και διασκέδαζαν.
Έτυχε τότε να φτάσει στη ακτή της θάλασσας ο Ουράνιος οργανοπαίχτης ύστερα από δέκα μέρες και νύχτες περιπλάνησης.
Έριξε το δίχτυ του στη γαλήνια θάλασσα, κάθισε στη βραχώδη ακρογιαλιά κι άρχισε να παίζει την καλαμένια του φλογέρα.
Τη στιγμή που ο δρακοβασιλιάς σήκωσε την κούπα του για να κάνει πρόποση με τους αθανάτους άκουσε τη μελωδία αυτής της μαγευτικής μουσικής. Οι καλεσμένοι απόμειναν μαγεμένοι απ’ τη θεσπέσια μελωδία, τα κύπελλα από νεφρίτη γλίστρησαν απ’ τα χέρια τους κι έπεσαν στο πάτωμα. Κανείς δεν έδινε πια σημασία στη μεγαλόπρεπη γιορτή. Ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης δεν ήξερε ότι τον άκουγαν οι αθάνατοι. Οι αθάνατοι απ’ την πλευρά τους ήταν σίγουροι ότι ο φλογεροπαίχτης ήταν ένας απ’ αυτούς, που είχε κατέβει απ’ τον ουρανό.
Ο δρακοβασιλιάς, γοητευμένος απ’ την όμορφη μουσική, σκέφτηκε να προτείνει στον φλογεροπαίχτη να κάνει μάθημα στο γιο του. Ακολούθησε τα κύματα της μελωδίας ώσπου ανακάλυψε τον άνθρωπο στην ακρογιαλιά. Ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης συμφώνησε να παραδώσει μαθήματα στον γιο του τράβηξε στη στεριά το δίχτυ του, στερέωσε τη φλογέρα στο ζωνάρι του και πήγε με τον δρακοβασιλιά στο παλάτι. Σύντομα όμως τον έπιασε νοσταλγία για την πατρίδα του. Ο χρόνος στα μάτια του έμοιαζε σταματημένος, μια μέρα διαρκούσε όσο ένας χρόνος. Στο τέλος της τρίτης χρονιάς ο γιος του δρακοβασιλιά έμαθε επιτέλους να παίζει φλογέρα, κι ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης παρακάλεσε τον βασιλιά να τον αφήσει να γυρίσει στο σπίτι του. Εκείνος, χαρούμενος που ο γιος του είχε μάθει να παίζει φλογέρα, αποφάσισε να ανταμείψει τον φλογεροπαίχτη μ’ ένα πολύτιμο δώρο. Πρόσταξε το παιδί να οδηγήσει τον δάσκαλο στο θησαυροφυλάκιο για να
διαλέξει δυο κομμάτια με μεγάλη αξία.
Ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης και ο μαθητής του μπήκαν σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου φυλάγονταν οι θησαυροί του βασιλιά. Εκατοντάδες, χιλιάδες πράγματα ανεκτίμητης αξίας υπήρχαν εκεί μέσα.
Σ’ ένα ράφι άστραφταν με εκθαμβωτικές λάμψεις σπάνιες πολύτιμες πέτρες: κόκκινες, πράσινες, κίτρινες, γαλάζιες, μαβιές.
Σ’ ένα άλλο ράφι έλαμπαν βαριές πλάκες χρυσού. Καλάθια από μπαμπού σε όλα τα μεγέθη κρέμονταν στους τοίχους και σ’ ένα ντουλάπι βρίσκονταν καλαμένια αδιάβροχα μικρά και μεγάλα. Ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης πέρασε μπροστά απ’ όλα ώσπου τελικά σταμάτησε μπροστά στα καλάθια από μπαμπού. Σκέφτηκε: «μ’ ένα τέτοιο καλάθι θα μπορώ να κουβαλήσω τα ψάρια και τις γαρίδες που πιάνω». Έτσι ξεκρέμασε απ’ τον τοίχο ένα καλάθι ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό και το στερέωσε στη μέση του.
Έπειτα προχώρησε λίγο παραπέρα και σταμάτησε μπροστά σ’ ένα ερμάρι με αδιάβροχα. Σκέφτηκε ότι αν είχε ένα αδιάβροχο θα μπορούσε να ψαρεύει κι όταν έβρεχε. Μ’ αυτή τη σκέψη πήρε ένα αδιάβροχο στα μέτρα του απ’ το ντουλάπι και το έριξε στους ώμους του. Αφού έκανε την εκλογή του, ο γιος του δρακοβασιλιά τον οδήγησε έξω απ’ το θησαυροφυλάκιο.
«Γιατί διάλεξες τόσο ασήμαντα πράγματα και δεν πήρες ακριβές πέτρες, χρυσάφι ή ασήμι;» τον ρώτησε ο νέος.
«Το χρυσάφι και το ασήμι δεν είναι χρήσιμα πράγματα» αποκρίθηκε μ’ ένα χαμόγελο ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης. «Αργά ή γρήγορα σου γλιστρούν απ’ το χέρι, γιατί τα ανταλλάζεις ή τα πουλάς και δε σου ανήκουν πια. Μ’ αυτό το καλάθι όμως και το αδιάβροχο που έχω τώρα μπορώ να πηγαίνω κάθε μέρα για ψάρεμα κι έτσι δε θα πεινάσω ποτέ».
Όταν ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης γύρισε σπίτι του διαπίστωσε με μεγάλη έκπληξη ότι το καλάθι και το αδιάβροχο δεν ήταν συνηθισμένα πράγματα παρά αληθινοί θησαυροί. Όταν πήγαινε πεινασμένος στο ψάρεμα και γύριζε χωρίς να έχει πιάσει τίποτε, το καλάθι του ήταν γεμάτο με όμορφα, λαχταριστά ψάρια. Έτσι το τραπέζι του ήταν πάντα στρωμένο μ’ ένα πλούσιο, ευωδιαστό γεύμα.
Όταν πήγαινε για ψάρεμα στη Νότια θάλασσα ή να πιάσει γαρίδες στην Ανατολική θάλασσα, τότε το ψάθινο αδιάβροχο απλωνόταν σε δυο μεγάλες φτερούγες και τον σήκωνε στον ουρανό.
Έπειτα από χρόνια ο Ουράνιος φλογεροπαίχτης πέταξε μια φορά ως την κορφή του Πενταδάχτυλου βουνού. Στη ράχη του κουβαλούσε το καλάθι από μπαμπού και στους ώμους του ανέμιζε το θαυμαστό αδιάβροχο.
Πάνω στο βουνό άρχισε να παίζει τη φλογέρα του και η μαγική μελωδία ταξίδεψε μαζί με τη θάλασσα των σύννεφων.
Από εκείνη τη μέρα η μουσική του φέρνει πάντα τη χαρά και την ευτυχία σ’ όλους τους ανθρώπους.
0 Comments