Ο Καλός Δράκος

Από το βιβλίο “50 Νέα Παραμύθια” της Πιπίνας Τσιμικάλη, Εκδόσεις Αστήρ.

Μια φορά κι ΕΝΑΝ καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά κι είχαν τρία παιδιά, μα φτωχοπερνούσανε. Ίσα – ίσα βγάζανε το ψωμάκι τους κι εκείνο μετρημένο, γιατί οι γέροι δεν είχαν δύναμη να δουλέψουν και τα παιδιά τι να σου κάνουν τα κακομοίρα; το ένα πήγαινε για ξύλα, το δεύτερο για λάχανα και το τρίτο για βοτάνια και τα πουλούσανε στην πολιτεία, ό,τι έβγαζαν όμως ίσα – ίσα τους έφτανε για να μην πεθάνουν της πείνας. Όπου μια μέρα το μικρότε­ρο παιδί λέει του πατέρα του.

— Πατέρα μου, δεν είναι ζωή αυτή που κάνουμε. Εγώ βαρέθηκα και θα φύγω.

— Και πού θα πας, παιδάκι μου, τόσο μικρό; του είπε ο πατέρας του. Περίμενε λιγάκι να μεγαλώσεις.

—Όσο γρηγορότερα φύγω, πατέρα μου, τόσο το καλύτερο, απάν­τησε το παιδί. Όσο για το πού θα πάω κι εγώ δεν ξέρω* όπου με βγάλει η τύχη μου. Άφησέ με να φύγω, να δουλέψω και να καζαντίσω γιατί το δικό μου καζάντι θα ‘ναι και δικό σου και της μητέρας μου. Πες – πες, κατάφερε τον πατέρα του και τον άφησε. Κι ένα πρωί, πήρε μαζί του ένα ταγάρι με ψωμί, αποχαιρέτησε τους δικούς του και έφυγε από το σπίτι τους.

Περπάτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες και την τέταρτη μέρα έ­φτασε σ’ ένα λόγγο πυκνό και άγριο, γεμάτον αγκαθερά κλαδιά.

—         Τώρα πώς θα τον περάσω; είπε το κακόμοιρο και στάθηκε συλ­λογισμένο. Όπου εκεί που στάθηκε, ακούει κάτι βογγητά που έρχον­ταν μέσα από το λόγγο.

Δε χάνει τότε καιρό, παραμερίζει όπως. – όπως τα κλαδιά και μπαίνει μέσα. Και σε λιγάκι βλέπει έναν δράκο ξαπλωμένο στη γη και πάνω στα δυο του πόδια ήταν πεσμένη μια πελώρια πέτρα, που τα ‘χε πλακώσει κι ο δράκος πονούσε και δεν μπορούσε να σηκωθεί και βογκούσε. Μόλις είδε το παιδί, του φώναξε:

—         Αχ, παιδάκι μου, σύρε στο δάσος να φωνάξεις τον αδελφό μου να ‘ρθει να με βοηθήσει, να σηκωθώ.

—         Θα σε βοηθήσω εγώ, απάντησε το παιδί, πες μου όμως πρώτα, τι τρως;

“Αγριους καρπούς κι αγριολάχανα”, είπε ο δράκος.

—           Τί πίνεις;

—           Νεράκι από την πηγή.

—           Πού κάθεσαι;

—           Σ’ ένα σπιτάκι που το ‘χω από την κυρούλα μου.

—           Λες αλήθεια;

—           Αλήθεια.

Το παιδί τότε έκοψε ένα χοντρό κλαδί, το ‘χώσε κάτω από την πέτρα και προσπάθησε μ’ όλη του τη δύναμη να τη σηκώσει από τα πόδια του δράκου. Παιδεύτηκε κάμποση ώρα, ίδρωσε, κουράστηκε, μα στο τέλος κατάφερε, έριξε την πέτρα δίπλα κι ο δράκος μπόρεσε να σηκωθεί.

—           Το καλό που μου ‘κάνες, θα στο ξεπληρώσω, του είπε τότε.

—         Δε θέλω να μου ξεπληρώσεις τίποτα, απάντησε το παιδί. Ορμήνεψέ με μονάχα πώς θα βγω από το λόγγο, γιατί θέλω να φτάσω μια ώρα γρηγορότερα στην πολιτεία.

—           Και τι θα κάνεις στην πολιτεία; ρώτησε ο δράκος.

—           Θα βρω δουλειά.

—           Τόσο μικρός κιόλας;

—         Τι να κάνω; είμαστε πολύ φτωχοί και πρέπει να στείλω καμιά πεντάρα στον πατέρα μου και στη μάνα μου, γιατί είναι γέροι και δεν μπορούνε να δουλέψουνε.

—Έλα μαζί μου, του είπε τότε ο δράκος.

Κι αντί να τον βγάλει από το λόγγο, τον πήρε μέσα, βαθιά, που είχε ένα σπιτάκι όμορφο και πεντακάθαρο. Του έδωσε να φάει και να πιει κι ύστερα του είπε:

—     Δώσε μου το ταγάρι σου.

Το παιδί τού ‘δώσε το ταγάρι του κι ο δράκος άνοιξε μια κασέλα γεμάτη φλουριά, και γέμισε ως πάνω το ταγάρι.

—        Αυτά τα φλουριά που βλέπεις, είπε το παιδί, δεν τα ‘χω ούτε κλέψει, ούτε αρπάξει από κανένα. Τα ‘χουμε βγάλει ένα – ένα με τον κόπο μας, από τον καιρό του παππού μου, γιατί δουλεύουμε χρόνια και χρόνια στα δάση και στα βουνά. Πάρ’ τα και πήγαινέ τα στη μά­να σου και στον πατέρα σου να οικονομηθείτε.

Το παιδί πήρε χαρούμενο το ταγάρι με τα φλουριά, ευχαρίστησε το δράκο και γυρνά στο σπίτι του. Μόλις το ‘δαν οι κακόμοιροι οι γέροι, κόντεψαν αν τρελαθούν από τη χαρά τους. Και την άλλη μέρα κίνησαν όλοι μαζί για την πολιτεία κι όταν έφτασαν εκεί αγόρασαν ένα σπίτι, άνοιξαν και στα παιδιά ένα μεγάλο μαγαζί και ξανάσαναν από τις ως τα τότε δυσκολίες της ζωής τους – γονείς και παιδιά.

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Ο μπαλωματής κι  ο γίγαντας

Ο μπαλωματής κι ο γίγαντας

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής που έμενε στη Γένοβα, στη δυτική ακτή της Ιταλίας και που είχε βαρεθεί να μπαλώνει παπούτσια. Ήταν κι ο πατέρας του μπαλωματής και, όπως καταλαβαίνετε, είχε γεννηθεί μέσα στη δουλειά αυτή ×σόλιασμα, κάρφωμα, μπάλωμα...

Αφήγησή μου για την πλατφόρμα swaplanet στις 5 Οκτωβρίου 2022

  https://www.youtube.com/watch?v=Xx10IFV5GFo&t=611s   Στις 5 Οκτώβρη αφηγήθηκα σε webinar της πλατφόρμας www.swaplanet.com η πρώτη πλατφόρμα ανταλλαγής παιδικών ρούχων. Δυο παραμύθια: Το μαγεμένο φόρεμα και η σοφία της ανθρωπότητας Το φυλακτό της αγάπης...

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στην Ιαπωνία έ­νας άρχοντας που λέγανε ότι είχε διωχτεί από τον ου­ρανό. Και είχε διωχτεί από τον ουρανό, επειδή δεν φερότανε καλά στην αδελφή του, μια αρχόντισσα που ’μενε στον ήλιο. Την αρχόντισσα εκείνη τη λέγανε Άμα. Με το θάνατο του...

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας νέος και τρανός βασιλιάς που όριζε μια χώρα εκατό φορές πιο μεγάλη απ' ότι οι άλλοι βασιλιάδες και χίλιες φορές πιο πλούσια. Κι αυτός ο βασιλιάς δεν είχε κανένα συγγενή στον κόσμο, ούτε γονείς ούτε αδέλφια ούτε πρωτοξάδελφα κι ο...

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙ με πολλές καμήλες και καμηλιέρηδες περνούσε μια έρημο μεγάλη. Οι καμήλες κου­βαλούσαν πάνω τους τόπια μεταξωτά και χαλιά και ασημικά και μια καμήλα έξω απ' αυτά κουβαλούσε και το καμηλάκι της, μέσα σ' ένα σακούλι. Αυτό το σακούλι,...

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Ένας γενναίος άντρας της φυλής των Ονέιντα κυνηγούσε στο δάσος. Το θήραμα πέρασε σαν αστραπή πίσω του, αλλά και κείνος ήταν πολύ γρήγορος. Γύρισε, το σημάδεψε και το βέλος του χτύπησε το ελάφι. Ο ινδιάνος τότε έβγαλε το μαχαίρι του και έσκυψε να γδάρει το ζώο. Πριν...

Comments

0 Comments

Submit a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *