Το παιδικό λίκνο του βράχμα υπήρξε ένας λωτός. Καθισμένος στον κάλυκα των λουλουδιού αυτού ο Βράχμα ή Βραχμά άνοιγε τα μάτια των 4 κεφαλιών του δεν έβλεπε παρά μία απέραντη σκοτεινή έκταση νερών αυτή η μυστηριακή σκηνή για αυτόν που δεν ήξερε ακόμα πως είχε γεννηθεί τον κράτησε για καιρό απορροφημένο σε διαλογισμό και ονειροπόληση στο τέλος αναγκασμένος να βγει από αυτό τον μπέρδεμα και την αμηχανία άκουσε μία φωνή που του έλεγε να προσευχηθεί στον Βαγκαβάν (τον Βράχμ ή Βράχμα ή Βραχμάν) και εκείνος υπάκουσε λίγο το παρουσιάστηκε ο υπέρτατος θεός με τη μορφή ενός ανθρώπου με χίλια κεφάλια ο Βράχμα τον προσκύνησε και άρχισε να τραγουδάει τα εγκώμια του αιώνιου. Τότε ο Βράχμα φανέρωσε στον γιο του το θέαμα του δικού του όντος και εκείνος είδε το φως που ξαφνικά δημιουργήθηκε τις μορφές ολόκληρης της φύσης και όλων των πλασμάτων εν σπέρματι ακόμα σαν να ήταν υπνωτισμένα μέσα στο διάστημα. Ο Βράχμα δέχτηκε από τον Βράχμ την εξουσία να τα πλάσει και να τα αναπτύξει.
Εκατό θεϊκά χρόνια αφιερώθηκαν στην ενατένιση αυτού του εξαίσιου θεάματος. Σαν κύλησε ποια τόσος καιρός ο Βράχμα δημιούργησε το φως και το σκοτάδι έπειτα χώρισε τα στοιχεία και τα έκανε swargas (τις έναστρες σφαίρες) που φωτίζονταν από τα αστραφτερά devatas. Η γη (miriloka) ήρθε κατόπι, ο ήλιος και το φεγγάρι της έδωσαν φως. Οι 7 patalas (εσωτερικές περιοχές) έχουν για πυρσούς οχτώ αστραφτερά πολύτιμα πετράδια τοποθετημένο στο κεφάλι του αρχηγού των φιδιών. Οι σβάργκας και οι πατάλας σχηματίζουν τους δεκατέσσερεις κόσμους για τους οποίους γίνεται συχνά λόγος στην ινδική μυθολογία.
Τα καθαρά πνεύματα που προορίζονταν για τις ανώτερες σφαίρες υπήρξαν τα πρώτα ζωντανά όντα. Ένας προφήτης που ονομαζόταν Λόμας και πλάστηκε για τη γη αποσύρθηκε στην περιοχή της Αγιοδύας όπου παραδόθηκε στον διαλογισμό και την ατένιση ως το τέλος των αιώνων. Εννέα άγιοι (ritsis) από τους οποίους ξεχώριζε ο Ναράδα ο αγγελιοφόρος του θεού ήρθαν μετά τον Λόμας όμως κατάπληκτοι όπως και εκείνος από τα θαύματα της δημιουργίας απορροφήθηκαν στη μυστικιστική ζωή και έζησαν ώρες ως ερημίτες.
Η Σαρασβάτη θυγατέρα και σύζυγος του Βράχμα γέννησε εκατό γιούς. Οι Ντεβάτας (ή κάτοικοι των ουρανών) και οι Ασούρας (κάτοικοι του κάτω κόσμου) προήρθαν από αυτήν τη γενιά. Πλήθος καλών και κακών δαιμονίων προήρθανε επίσης από τους γιους του Βράχμα και όταν η γη έμεινε έρημη ο θεός δημιουργός έβγαλε από τον εαυτό του τον Μενού (ή Μανού), που μετονομάστηκε σε Σβανγιαμβχούβα, δίνοντάς του για σύντροφο της Σαταρούπα.
Μια άλλη παράδοση λέει πως ο Βράχμ δημιούργησε τέσσερις ξεχωριστές κάστες προορισμένες από τη γέννησή τους να ζουν σε συνθήκες προδιαγεγραμμένες για καθεμιά τους πως από τη ιερό πως από το ιερό στόμα του βράχμα βγήκε ο Βραχμάν ο ιερέας ο οποίος ανέλαβε την αποστολή να κηρύττει τις τέσσερις Βέδες (Vedas ή Veddas) τα ιερά βιβλία τον Λόγο των τεσσάρων στομάτων του τετρακέφαλου θεού.
Ενώ ο Βραχμάν μελετούσε στη μοναξιά, άγρια θηρία τάραζαν τους διαλογισμούς του και παραπονέθηκε στον πατέρα του για αυτό. Τότε ο Βράχμα έβγαλε από το δεξί του μπράτσο τον Kshatriya (πολεμιστή) από το αριστερό την Kchatriyani και πρόσταξε τον πολεμιστή να υπερασπίσει τον ιερέα γιο του. Δοσμένος όμως στην εξολόθρευση των τεράτων, ο Κχατρίγια (ή Κχατρύα) δεν είχε καθόλου ελεύθερο καιρό ούτε για εκείνον, ούτε για τη σύντροφό του. Έτσι ο Δημιουργός μόλις τον επικαλέστηκε ο πολεμιστής έβγαλε από τον δεξιό του μηρό τον Vaisya κι από τον αριστερό τη Vaisyani, και τους διέταξε να αφιερωθούν στις φροντίδες της γεωργίας και του εμπορίου. Αλλά δεν ήταν αρκετό πολλές ακόμα δουλειές έμειναν να γίνουν.
Ο Βράχμα μετά από παρακλήσεις, έβγαλε από το δεξί μεγάλο δάχτυλο των ποδιού του τον Σούντρα και από το αριστερό την Σουντράνι ένα ζευγάρι περιφρονημένο και επιφορτισμένο με βαριά καθήκοντα.
Αυτές οι τέσσερεις πρωταρχικές τάξεις που ο Βράχμα σχημάτισε στη γη, προστάζοντάς τες να διατηρηθούν, έτσι, σε τάξεις χωρίς ποτέ να ενωθούν ή να συνδεθούν μεταξύ τους και χωρίς να μπλέξουν τα λειτουργήματά τους. Αυτός ο νόμος κρατήθηκε τόσο πιστά που οι τέσσερις αυτές ξεχωριστές τάξεις οι προέλευση των οποίων κρύβεται στον μύθο που αναφέραμε αναγνωρίζονται στα νεότερα χρόνια και μόνο από το χρώμα του δέρματος τους:
Οι ιερείς και οι πολεμιστές μοιάζουν στους Ευρωπαίους, οι καλλιεργητές της γης και οι έμποροι έχουν χρώμα μελαμψό σαν του χαλκού, ενώ οι τεχνίτες και οι εργάτες είναι πιο μελαμψοί, ακόμα και η ηλιοκαμένοι.
Μια τάξη κάτω από τις τέσσερεις, αποτελείται από τους παρίες (λέγονται και άθικτοι, ανάξιοι να τους αγγίζουν) το δέρμα των οποίων έχει ένα βρώμικο μαύρο χρώμα.
Ο βραχμάνας δεν έλαβε σύντροφο, όταν παραπονέθηκε στον πατέρα του εκείνος του απάντησε ότι όντας αφοσιωμένος στη μελέτη και τη διδασκαλία όφειλε να αρκεστεί την αποστολή του και να μη σκέφτεται να αποκτήσει οικογένεια. Όμως ο ιερέας δεν θέλησε ένα υποταχθεί και, μέσα στον θυμό του, ο δημιουργός του έδωσε μία γυναίκα από την καταραμένη ράτσα των γιγάντων ή των κακών πνευμάτων: και έτσι όλη η βραχμάνες, γιοι της υπέρτατης ευφυίας από την πατρική μεριά, από τη μεριά της μητέρας τους κατάγονται από ένα πνεύμα των σκοταδιών. Οι μορφές της ινδικής θρησκείας φανερώνουν κάθε στιγμή αυτόν τον δεσμό του καλού του κακού που υπάρχει στα ανθρώπινα πράγματα αλλά ακόμα και στα θεία.
Ο Βράχμα είχε τον δικό του ουρανό, παρόλα αυτά αφού δημιούργησε τους κόσμους, κράτησε και για τον εαυτό του ένα μέρος. Ο Βισνού και ο Σίβα, επιφορτισμένοι από τον Αιώνιο να μοιράσουν το σύμπαν, διαμαρτυρήθηκαν για την απάτη αυτή. Πάνω από τις σβάργκας, τις έναστρες σφαίρες, τους ορατούς ουρανούς υπήρχαν οι αόρατες κατοικίες των τριών μεγάλων θεών. Ο βράχμα είχε ενώσει τον τάρταρο Ναράκα με την βραχμαλόκα (την ουράνια διαμονή) του όμως ο Βισνού και ο Σίβα υποχρέωσαν να τον παραδώσει. Ο Βράχμα θεωρούσε τον εαυτό του πολύ ανώτερο από τους αδερφούς του, η υπερηφάνεια του που παρουσίασε τις Βέδες τον έκανε να κομπάζει. Πίστευε για τον εαυτό του πως βρίσκεται πάνω από κάθε νόμο. Μάλιστα θυγατέρα του Σαρασβάτη αρνούνταν για πολύ καιρό να γίνει η γυναίκα του και ήθελε να τον εγκαταλείψει. Ο Βράχμα, υποπτευόμενος στην πρόθεσή αυτή, πήρε διαδοχικά τέσσερα κεφάλαια για να μπορεί να επιτηρεί καλύτερα τις κινήσεις της. Όταν η Σαρασβάτη πέταξε προς τους ουρανούς ο Βράχμα την ακολούθησε.
Ένα πέμπτο κεφάλι τότε του φύτρωσε μα ο Μαχαντέβα (ο Σίβα) θεωρώντας πως ο θεός Βράχμα του άρπαζε έτσι ένα από τα προνόμιά του, του το έκοψε. Ο ίδιος ο Υπέρτατος, κουρασμένος από την αλαζονεία του Βράχμα, γκρέμισε τη βραχμαλόκα στο βάθος της αβύσσου. Έτσι τιμωρημένος πια ο Βράχμα ξανάπεσε στη σιωπή της ενατένισης και του διαλογισμού. Κατάλαβε τις πλάνες του και ζήτησε χάρη.
«Ένα από τα ονόματα μου», του είπε ο Βράχμ, «είναι ο εκδικητής της αλαζονείας, είναι το μόνο κρίμα που δεν συγχωρώ. Σου μένει ωστόσο ένας δρόμος που θα σε ακολουθήσει στη χάρη και αυτός είναι να υποστείς πάνω στη γη κατά τις τέσσερις εποχές, τέσσερις διαδοχικές ενσαρκώσεις που στη συνέχεια θα γίνουν αναμορφώσεις. Θα λατρέψεις τον Βισνού μέσα του οποίου έχω διαλέξει να γίνω ορατός. Σε προστάζω να γράψεις στην ιστορία των ενσαρκώσεων του και τη σειρά των θαυμαστών του έργων πάνω στη γη. Έτσι μονάχα θα μπορέσεις να πάρεις άφεση για το αμάρτημά σου».
Τέσσερις περίοδοι ή εποχές-μεγάλα χρονικά διαστήματα- είχαν οριστεί για τη διάρκεια των σύγχρονων πραγμάτων: αυτές που οι Ινδοί ονόμασαν Γιούγκας. Η πρώτη από αυτές τις περιόδους είναι η Κρίτα ή Σάτυα-Γιούγκα εποχή δικαιοσύνης και αλήθειας, κατά την οποία οι άνθρωποι καλοί και ενάρετοι χαίρονταν μία αδιατάρακτη ευδαιμονία και ζούσαν πολλά πολλά χρόνια.
Σε κάθε μία από τις ακόλουθες εποχές, Την Τρέτα-Γιούγκα τη Ντβαπάρα-Γιούγκα και την Κάλι-Γιούγκα το κακό μεγαλώνει όσο το καλό ελαττώνεται και η ευτυχία μικραίνει τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Η περίοδος μάλιστα των εποχών και η διάρκεια τους ακολουθούν μία παρόμοια κατάπτωση. Δώδεκα χιλιάδες χρόνια των ανθρώπων αποτελούν τη διάρκεια των τεσσάρων Γιούγκας που συνθέτουν μία θεϊκή περίοδο. Εβδομήντα θεϊκές περίοδοι περνούν κατά τη διάρκεια της εξουσίας ενός μενού και χίλιες αποτελούν μία μέρα του Βράχμα ή ένα κάλπα, δηλαδή 4 δισεκατομμύρια 320 εκατομμύρια ανθρώπινα χρόνια. Καθένα από αυτά τα κάλπα τελειώνουν με ένα οικουμενικό κατακλυσμό ύστερα από τον οποίον γίνεται μια καινούργια δημιουργία Ο έκπτωτος θεός είχε υποταχθεί στον λόγο του Βράχμ και ενσαρκωμένος τώρα σε κοράκι, τραγουδούσε τον πόλεμο ανάμεσα στη μεγάλη θεά Βχαβάνη και τους Ασούρας ή Δαιτύας κατοίκους του κάτω κόσμου με επικεφαλής τους των Μαχασούρα. Αυτό συνέβη κατά την πρώτη περίοδο, Σάτυα-Γιούγκα.
Στη δεύτερη περίοδο την Τρέτα-Γιούγκα, ο Βράχμα ενσαρκώθηκε και πήρε την πιο θλιβερή από τις ανθρώπινες καταστάσεις και μορφές και γεννήθηκε ως Θαντάλα (ο παρίας) που οι κατωτερότητα του πνεύματός του ανταποκρινόταν στον ξεπεσμό της γέννησης του. Τώρα ο Βράχμα ονομαζόταν Βαλμίκι. Ο Βαλμίκι κατοικούσε σε ένα πυκνό δάσος περιτριγυρισμένο από ένα πολυσύχναστο δρόμο. Μόλις έβλεπε από μακριά κουρασμένο ταξιδιώτη τον προϋπαντούσε τον προσκαλούσε ξεκουραστεί και να δροσιστεί στην καλύβα του και ύστερα τον υποχρέωνε να κοιμηθεί εκεί. Αλλά μόλις ο ανυποψίαστος ξένος παραδινόταν στον ύπνο ο άγριος Βαλμίκι τον σκότωνε για να πάρει τα πράγματα του. Χρόνια και χρόνια πέρασαν έτσι και τα φονικά του Θαντάλα αλλά έγιναν αναρίθμητα. Μία μέρα δύο άγιοι (rishis) παρουσιάστηκαν από μόνοι τους στην καλύβα του και αναπαύτηκαν τη νύχτα σε αυτήν. Εκεί που ο Βαλμίκι ετοιμαζόταν να το σκοτώσει καθώς κρατούσε το φονικό μαχαίρι πάνω από το στήθος τους ένας ακατανίκητος τρόμος πάγωσε το χέρι του. Η αναποφασιστικότητα του κράτησε ως το πρωί. Σαν ξύπνησαν οι άγιοι κατάλαβαν τον κίνδυνο που είχαν διατρέξει βλέποντας τον Βαλμίκι κοντά τους με το μαχαίρι αναποφάσιστο για το αν θα διαπράξει το έγκλημα ή θα νικήσουν οι τύψεις. Όμως οι άγιοι με τις συμβουλές τους τον έκαναν να δείξει απόλυτη μετάνοια από τότε ο Βαλμίκι για 12 ολόκληρα χρόνια αφιερώθηκε στις πιο σκληρές πράξεις εξιλέωσης. Στο τέλος αυτής της χρονικής περιόδου οι άγιοι των συγχώρησαν και του ανήγγειλαν πως ο Αιώνιος του παραχωρούσε το δώρο της Οικουμενικής Γνώσης. Ο Βαλμίκι διάλεξε τη ζωή του ερημίτη και από τότε ξαναπαρουσιάστηκε μέσα του η θεϊκή του φύση που τόσο καιρό είχε αμαυρωθεί από τον ξεπεσμό της γέννησης του. Επιδόθηκε στη διδασκαλία των Βέδας και οι σοφότεροι ανάμεσα στο σοφούς που έρχονταν να τους συμβουλευτούν έφευγαν γεμάτοι θαυμασμό για αυτόν. Όσο ανυψωνόταν πνευματικά ο Βαλμίκι τόσο πιο ταπεινός γινόταν αρνούμενος να παραδεχτεί τον ενθουσιασμό που ξεσήκωνε, στη συνέχεια ομολόγησε πώς δεν ήταν άλλος από τον Βράχμα, που είχε καταδικαστεί για την αλαζονεία του να περάσει από τις τέσσερις αναμορφώσεις στον χρόνο.
Τον Βαλμίκι διαδέχτηκε ένας Θεϊκός ποιητής που εξύμνησε τις πρώτες ενσαρκώσεις του Βισνού κατά της Σάτυα-Γιούγκα και Τρέτα-Γιούγκα ,ο οποίος με μία παρόρμηση προφητική, συνέθεσε τη Ραμαγιάνα (Ramayana) ή αλλιώς έβδομη ενσάρκωση πολύ πριν τη γέννηση του ήρωα Ράμα, βρισκόμαστε στην Ντβαπάρα-Γιούγκα, την τρίτη περίοδο.
Ο Βράχμα γεννήθηκε ως παιδί θαύμα με το όνομα Vyasa από έναν richi και τη νεαρή Ινδή παρθένα Κάλι. Μόλις γεννήθηκε έγινε μονομιάς άντρας, σύντομα εγκατέλειψε τη μητέρα του υποσχόμενος να της παρουσιαστεί εκείνη τον καλούσε και αποσύρθηκε σε ένα δάσος για να παραδοθεί στον στοχασμό. Ο πατέρας του τον αναζήτησε στην ερημική του απομόνωση και του δίδαξε τη γνώση. Σε λίγο ο νεαρός μαθητής ξεπέρασε τον δάσκαλό του και φανέρωσε την ιδιοφυία του συνθέτοντας την Μάχαβαράτα (Mahabharata) τη Μπαγκαβάτα και ένα σωρό ποιήματα τα Πουράνας (μαρτυρίες της υπακοής του στις εντολές του Υψίστου και της μεγάλης του σοφίας). Τέλος έγινε προφήτης προσεγγίζοντας σε κάποιο βαθμό τη θεϊκή φύση που είχε χάσει.
Στην τέταρτη περίοδο Κάλι-Γιούγκα ο Βράχμα γεννήθηκε από γονείς που ζούσαν μέσα στην αθλιότητα και τη μιζέρια και λεγόταν Καλιντάσα. Η νιότη του ξοδεύτηκε κάτω από τη θλιβερή σκιά της αμάθειας στα χρόνια της βασιλείας rajah Vikramaditya.
Αυτός ο άρχοντας ήθελε να αποκαταστήσει τα έργα του Βαλμίκι στην αρχική τους μορφή μα και η πιο σοφοί βραχμάνοι ή ρίτσις αρνήθηκαν να αναλάβουν μία τόσο δύσκολη δουλειά την ανέλαβε όμως ο Καλιντάσα και τα παλιά ποιήματα ξαναπαρουσιάστηκαν στον αληθινό ρυθμό τους. Οι Βραχμάνοι απο φόβο ή απιστία για τη γνησιότητα της εργασίας του δίωξαν να τον Καλιντάσα κηρύσσοντάς των με τις δολοπλοκίες τους πλαστογράφο. Όμως ο Καλιντάσα ξαναπαρουσιάστηκε με τα χαρακτηριστικά ενός φτωχού βραχμάνου προτείνοντας να αποδείξει τη γνησιότητα των αμφισβητούμενων ποιημάτων έγραψε λοιπόν επάνω σε πέτρες τις στροφές που αποκατέστησε μα του τις έριξαν στον Γάγγη, τα ιερά νερά όμως της κράτησαν στην επιφάνειά τους και ταραγμένοι οι πολέμιοι του Καλιντάσα τον είδαν να ξανακερδιίζει την εύνοια του ρατζά.
Το τέλος της ζωής του ποιητή σηματοδότησε επίσης το τέρμα των ενσαρκώσεων του Βράχμα, η μετάνοια και η τιμωρία του συμπληρώθηκαν και ξανά ανέβηκε στο ουρανούς κατοικεί ως εκπρόσωπος του Αιωνίου .
Ο Βράχμα αναπαριστάται ως τετρακέφαλη μορφή με τέσσερα κίτρινα πρόσωπα. Είναι ντυμένος στα άσπρα και κάθεται πάνω σε μία χήνα. Στο ένα χέρι κρατάει ραβδί, στο άλλο ένα καμανταλού (τάσι που χρησιμοποιούν οι βραχμάνοι για να μαζεύουν ελεημοσύνες). Η λατρεία του Βράχμα εδραιώθηκε από τους βραχμάνους κάστα ονομαστή στην αρχαιότητα για την αγιοσύνη και τη σοφία της είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τη χρονολογία της εγκαθίδρυσης αυτής της θρησκείας όμως υποθέτουμε πως είναι κατά πολύ αρχαιότερη από τη σύνθεση των Βέδας, αυτά τα ιερά βιβλία είναι μια δοκιμή που επιχειρήθηκε με την πρόθεση να συνδυαστούν και να συγκεντρωθούν σε ένα σύστημα τα δόγματα μιας σοφής θρησκείας και οι απλοϊκές λαϊκές δεισιδαιμονίες.
Είναι λαθεμένη η αντίληψη πως οι Βέδες αποτελούν την αρχική θρησκεία της Ινδίας. Οι επιστημονικές έρευνες μας αναγκάζουν αρνηθούμε την ύπαρξη μιας αθώας και ευλαβούς τάξης βραχμάνων η οποία προσέφερε στον Βράχμα θυσίες τόσο άδολες όσο και οι καρδιές των ανθρώπων της, όπως η πρώτη καρποί των αγρών και το γάλα των κοπαδιών.
Καμιά θυσία από όσες προσφέρονταν στον Βράχμα δεν ήταν αιματηρή επειδή ο θεός ως δημιουργός του σύμπαντος δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί με την καταστροφή των δημιουργημάτων του. Η λατρεία αυτή αφέθηκε για συστήματα που μιλούν πιο δυνατά στα ανθρώπινα πάθη .
Σήμερα ο Βράχμα δεν έχει ναό στην Ινδία και κανένας δεν τον θεωρεί προστάτρια θεότητα μόνο η βραχμάνες στις καθημερινές τους προσευχές επαναλαμβάνουν ένα ύμνο που περιέχει μια περιγραφή αυτού του προσώπου της Τριμούρτη (τριάδας) και ως πράξη λατρείας του προσφέρουν ένα απλό λουλούδι. Μια μικρή ποσότητα καθαρού βουτύρου του προσφέρεται επίσης τον καιρό που γίνεται προς τα στη φωτιά.
Η ετήσια γιορτή που θεσπίστηκε προς τιμήν του γίνεται τον μήνα μάγα, στο ολόγιομο φεγγάρι. Αναπαριστούν τότε τον Βράχμα να κρατάει με το δεξί του χέρι των Σίβα και με το αριστερό των Βισνού. Ύμνοι χοροί και μουσική δίνουν επισημότητα στις τελετουργίες εκείνης της μέρας
0 Comments