ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ. ΓΙΑΝΝΑ ΣΕΡΓΗ. Εκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας γέρος ψαράς, που είχε μια κόρη και τρία παιδιά. Ο ψαράς αυτός πήγαινε κάθε μέρα στο ψάρεμα κι όλα τα ψάρια που έπιανε τα πούλαγε στο Βασιλιά. Μια μέρα μαζί με τα ψάρια έπιασε κι έναν χρυσό κάβουρα. Όταν γύρισε σπίτι του έβαλε τα ψάρια σε μία γαβάθα, για να τα καθαρίσει η γυναίκα του και να τα πάει μετά στο παλάτι. Τον κάβουρα όμως ήθελε να τον κρατήσει, επειδή ήταν πολύ όμορφος, και γι’ αυτό τον έβαλε πάνω στη ντουλάπα. Την ώρα λοιπόν που η γυναίκα του είχε τη γαβάθα με τα ψάρια στην ποδιά της και τα ξελέπιζε, φάνηκε λίγο το πόδι της και τότε ακούστηκε μια φωνή και της είπε:
«Κατέβασε το ρουχαλάκι σου, και φαίνεται το ποδαράκι σου».
Η γριά κοίταξε γύρω γύρω, είδε τον κάβουρα και του είπε:
«Τι παράξενος κάβουρας είσαι συ, που μπορείς να μιλάς;»
Μετά σηκώθηκε, τον πήρε, και τον έβαλε κι αυτόν μέσα στη γαβάθα.
Όταν γύρισε ο γέρος στο σπίτι κάθισαν όλοι στο τραπέζι και, ξαφνικά, άκουσαν τον κάβουρα να τους λέει:
«Δώστε μου κι εμένα λίγο ψαράκι να φάω!»
Όλοι παραξενεύτηκαν, αλλά του έβαλαν να φάει. Κι όταν η γριά πήγε να πάρει το πιάτο του, το βρήκε γεμάτο χρυσάφι.
Από κείνη τη στιγμή τον αγάπησε πάρα πολύ, κι αυτός, κάθε μέρα, γέμιζε το πιάτο του με χρυσάφι.
Μια μέρα λέει ο κάβουρας στη γυναίκα του ψαρά:
«Πήγαινε στο βασιλιά και πες του ότι θα ήθελα να παντρευτώ την πιο μικρή του κόρη».
Η γριά σηκώθηκε αμέσως, πήγε στο παλάτι, και το είπε στο βασιλιά. Ο βασιλιάς γέλασε πάρα πολύ. Σκέφτηκε όμως ότι θα μπορούσε να είναι ένας μαγεμένος πρίγκιπας αυτός ο κάβουρας κι έτσι είπε στη γυναίκα του ψαρά:
«Πήγαινε, γριά, και πες στον κάβουρα ότι θα του δώσω την κόρη μου για γυναίκα του, εάν, ως αύριο το πρωί, καταφέρει να φτιάξει μπροστά από το παλάτι μου έναν φράχτη, πιο ψηλό από το δικό μου, και να έχει πάνω του όλα τα λουλούδια του κόσμου».
Η γριά γύρισε στο σπίτι και είπε στον κάβουρα αυτά που της είπε ο βασιλιάς. Τότε ο κάβουρας της δίνει μία χρυσή βίτσα και της λέει:
«Πήγαινε και χτύπησε μ’ αυτή τη βίτσα τρεις φορές κάτω στη γη, στο σημείο που είπε ο βασιλιάς ότι θέλει να είναι ο φράχτης, και αύριο το πρωί θα είναι εκεί».
Η γριά έκανε όπως της είπε ο κάβουρας.
Την άλλη μέρα, ξυπνάει ο βασιλιάς και τι να δει; Ο φράχτης, όπως ακριβώς τον ήθελε, ήτανε μπροστά του!
Τότε πάει πάλι η γριά στο βασιλιά και του λέει:
«Αυτό που ζήτησες έγινε. Τώρα πρέπει κι εσύ να δώσεις την κόρη σου γυναίκα του κάβουρα».
«Ναι», λέει ο βασιλιάς, «αλλά θέλω να κάνει κάτι ακόμα. Κι αν το καταφέρει κι αυτό, θα του δώσω την κόρη μου. Θέλω αύριο το πρωί να υπάρχει μπροστά από το παλάτι μου ένας κήπος με τρεις πηγές, που η μία να βγάζει χρυσάφι, η άλλη διαμάντια και η άλλη μπριγιάντια».
Η γριά το είπε στον κάβουρα κι αυτός της είπε να πάει και να χτυπήσει τη βίτσα, όπως και την άλλη φορά. Η γριά το έκανε πάλι και το πρωί ο κήπος με τις τρεις πηγές ήταν εκεί.
Όταν το είδε κι αυτό ο βασιλιάς, έδωσε τη συγκατάθεσή του και κανονίστηκε να γίνει ο γάμος την άλλη μέρα. Τότε λέει ο κάβουρας στον ψαρά:
«Πάρε τη μαγική βίτσα και πήγαινε να τη χτυπήσεις σ’ αυτά τα δυο βουνά απέναντι, και τότε θα βγει ένας αράπης και θα σε ρωτήσει τι επιθυμείς. Κι εσύ θα του πεις: «Μ’ έχει στείλει ο κύριός σου, για να μου δώσεις να του πάω τη χρυσή φορεσιά που έχει υφάνει ο ήλιος, το χρυσό φουστάνι, που έχει απάνω φλουριά και λουλούδια, και το χρυσό μαξιλάρι».
Ο ψαράς έκανε όπως του είπε ο κάβουρας. Όταν έφερε τα πράγματα, φόρεσε ο κάβουρας τη χρυσή φορεσιά κι ανέβηκε πάνω στο χρυσό μαξιλάρι. Έτσι τον πήρε ο ψαράς και τον πήγε στο παλάτι. Εκεί ο κάβουρας έδωσε το χρυσό φουστάνι στη νύφη και μετά έγινε ο γάμος. Το βράδυ, όταν έμεινε μόνος ο κάβουρας με τη γυναίκα του, της είπε ότι ήταν ο γιος ενός από τους μεγαλύτερους βασιλιάδες του κόσμου, αλλά του είχανε κάνει μάγια, τη μέρα να είναι κάβουρας και τη νύχτα να γίνεται άνθρωπος. Και μόλις είπε αυτά τα λόγια, κουνήθηκε λίγο και μεταμορφώθηκε σ’ έναν πολύ όμορφο παλικάρι.
Το άλλο πρωί τρύπωσε πάλι στο καβούκι του κάβουρα κι από κει και πέρα αυτό γινόταν κάθε μέρα. Σε όλους όμως έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση πως η πριγκίπισσα ήταν τόσο ευχαριστημένη και πρόσεχε τόσο πολύ τον κάβουρα. Κατασκόπευαν λοιπόν συνέχεια, αλλά τίποτα δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Έτσι πέρασε ένας χρόνος και η πριγκίπισσα απέκτησε ένα γιο, που τον ονομάσανε Βενιαμίν. Η μητέρα της πριγκίπισσας όμως, η βασίλισσα, είχε πάρα πολύ μεγάλη αγωνία για την τύχη της κόρης της και, μία μέρα, είπε στο βασιλιά πως έπρεπε να τη ρωτήσουν, αν ήθελε να της βρουν κάποιον άλλο άντρα, αντί για τον κάβουρα. Πραγματικά τη ρώτησαν, αλλά όταν το άκουσε αυτό η πριγκίπισσα είπε:
«Αυτός μου έτυχε κι αυτόν θέλω εγώ!»
Ο βασιλιάς όμως επέμενε:
«Εγώ θα κάνω αγώνες και θα καλέσω όλους τους πρίγκιπες του κόσμου. Θα τους δεις, κι αν σου αρέσει κάποιος θα τον παντρευτείς και θα διώξουμε τον κάβουρα».
Το βράδυ η πριγκίπισσα κάθισε και τα διηγήθηκε όλα στον άντρα της. Κι αυτός της είπε:
Πάρε αυτή τη βίτσα και πήγαινε να τη χτυπήσεις τον κήπο. Τότε θα πεταχτεί ένας αράπης και θα σε ρωτήσει:
«Τι ζητάς από μένα;» Κι εσύ θα του πεις:
«Μ’ έστειλε ο κύριός σου και πρέπει να μου δώσεις το μαύρο άλογο και το ασημένιο μήλο, να του τα πάω»
Η πριγκίπισσα έκανε όπως της είπε ο κάβουρας και του έφερε τα πράγματα που ζήτησε.
Την άλλη μέρα ο κάβουρας ντύθηκε κι ετοιμάστηκε για να λάβει μέρος στους αγώνες. Αλλά, πριν ξεκινήσει, είπε στη γυναίκα του:
«Όταν με δεις να μην πεις σε κανέναν ότι εγώ είμαι ο κάβουρας, γιατί, αν το πεις, θα πρέπει να σ’ εγκαταλείψω. Θα καθίσεις με τις αδερφές σου στο παράθυρο, εγώ θα περνώ καβάλα στ’ άλογο, και θα σου πετάξω το ασημένιο μήλο. Θα το πάρεις κι όταν σε ρωτήσουν ποιος είμαι, θα απαντήσεις ότι δε με ξέρεις».
Μετά τη φίλησε, της είπε άλλη μια φορά να μη μαρτυρήσει σε κανέναν ότι είναι ο κάβουρας, κι έφυγε.
Η πριγκίπισσα έκατσε με τις αδερφές της στο παράθυρο και κοίταζε τους αγώνες. Ξαφνικά πέρασε από μπροστά της ο άντρας της και της πέταξε το μήλο. Αυτή το πήρε και πήγε στο δωμάτιό της. Όταν τελείωσαν οι αγώνες γύρισε κι αυτός κοντά της. Ο πατέρας της όμως απόρησε που η κόρη του δεν έδειξε ενδιαφέρον για κανέναν από τους πρίγκιπες και κανόνισε δεύτερους αγώνες. Ο κάβουρας έδωσε κι αυτή τη φορά τις ίδιες οδηγίες στη γυναίκα του , μόνο που τώρα το μήλο, που ζήτησε από τον αράπη, ήτανε χρυσό. Και πριν βγει για να πάει στους αγώνες λέει στη γυναίκα του:
«Σήμερα ξέρω ότι θα ξεχάσεις αυτά που σου έχω πει και θα με μαρτυρήσεις».
Η πριγκίπισσα του ορκίστηκε ότι δεν πρόκειται να το κάνει, αλλά αυτός της είπε πάλι πως ήταν σίγουρος ότι θα τον μαρτυρήσει κι έφυγε. Το βράδυ η πριγκίπισσα με τη μητέρα της και τις αδερφές της πήγαν στο παράθυρο για να δουν τους αγώνες. Ο άντρας της πήδηξε στο άλογό του και, τη στιγμή που περνούσε κάτω απ’ το παράθυρο, της πέταξε το χρυσό μήλο. Τότε η μητέρα της θύμωσε πάρα πολύ, της τράβηξε το αυτί και της είπε:
«Ούτε αυτός δε σ’ αρέσει, φαντασμένη;»
«Μα αυτός είναι ο κάβουρας!» είπε η πριγκίπισσα τρομαγμένη.
Η βασίλισσα θύμωσε ακόμα περισσότερο, γιατί κατάλαβε το μυστικό, που η κόρη της δεν της είχε πει ποτέ. Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο της κόρης τους, βρήκε το καβούκι του κάβουρα και το πέταξε γρήγορα στη φωτιά. Η κακομοίρα η πριγκίπισσα έβαλε τα κλάματα, αλλά τίποτα πια δεν μπορούσε να γίνει. Ο αγαπημένος της άντρας της είχε κιόλας εξαφανιστεί.
Ας αφήσουμε τώρα την πριγκίπισσα κι ας δούμε τι απέγινε ο κάβουρας. Μια μέρα λοιπόν ένας γέρος πήγαινε σε μία πηγή, για να βρέξει το ψωμάκι του και να το φάει. Όρμησε τότε ένα σκυλί, του άρπαξε το ψωμάκι κι έφυγε τρέχοντας. Ο γέρος άρχισε να κυνηγάει το σκυλί, ώσπου αυτό έφτασε σ’ ένα παλάτι και, μ’ έναν πήδο, μπήκε μέσα. Ξοπίσω κι ο γέρος, μπαίνει και βλέπει ένα τραπέζι στρωμένο για δώδεκα άτομα. Γεμάτος απορία, πήγε και κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο κάντρο και περίμενε να δει τι θα γίνει. Το μεσημέρι άκουσε έναν πολύ δυνατό θόρυβο κι από το φόβο του άρχισε να τρέμει. Σε λίγο είδε δώδεκα αετούς να έρχονται πετώντας κι ο φόβος του έγινε ακόμα μεγαλύτερος. Οι αετοί πήγαν σ’ ένα πηγάδι, πλύθηκαν καλά καλά και ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σε δώδεκα πανέμορφα παλικάρια. Κάθισαν στο τραπέζι κι ο πρώτος έπιασε το ποτήρι με το κρασί κι ευχήθηκε:
«Στην υγειά του πατέρα μου».
Ο δεύτερος είπε:
«Στην υγειά της μητέρας μου».
Το ίδιο έκαναν όλοι, εκτός από έναν που είπε:
«Στην υγειά της ποθητής μου κι ανάθεμα την πεθερά μου, που έκαιγε τα καύκαλά μου» και μετά έβαλε τα κλάματα.
Αφού έφαγαν τα παλικάρια, ξαναπήγαν στο πηγάδι, μεταμορφώθηκαν πάλι σε αετούς και πέταξαν μακριά. Τότε ο γέρος πήρε το δρόμο και γύρισε στο σπίτι του.
Εκείνες τις μέρες άκουσε ότι η πριγκίπισσα ήταν άρρωστη και το μόνο πράγμα που την ευχαριστούσε ήταν να πηγαίνουν και να της διηγούνται παραμύθια. Ο γέρος πήγε αμέσως στο παλάτι και ζήτησε να τον οδηγήσουν στο δωμάτιό της. Τον πήγαν, κι αυτός της διηγήθηκε την ιστορία με τους δώδεκα αετούς, όπως την είχε ζήσει. Μόλις τον άκουσε η πριγκίπισσα τον ρώτησε αν ήξερε το δρόμο για κείνο το παλάτι.
«Μα και βέβαια», της είπε ο γέρος.
Τότε η πριγκίπισσα σηκώθηκε και, μαζί με το γέρο, πήγαν στο παλάτι των δώδεκα αετών. Κρύφτηκαν, κι ο γέρος της είπε να μη μιλήσει καθόλου. Σε λίγο ήρθαν οι αετοί, μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους κι αμέσως η πριγκίπισσα αναγνώρισε τον άντρα της.
Ήθελε να βγει εκείνη τη στιγμή από την κρυψώνα της αλλά ο γέρος τη συγκράτησε. Τα παλικάρια κάθισαν στο τραπέζι κι ο άντρας της έπιασε το ποτήρι του και είπε πάλι:
«Στην υγειά της ποθητής μου κι ανάθεμα στην πεθερά μου, που έκαιγε τα καύκαλά μου».
Η πριγκίπισσα δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Βγήκε από την κρυψώνα της, έτρεξε, κι αγκάλιασε τον αγαπημένο της. Κι αυτός την αναγνώρισε και της είπε:
«Θυμάσαι που σου είχα πει ότι θα με μαρτυρούσες; Βλέπεις τώρα ότι εγώ σου είπα την αλήθεια. Αυτό όμως πάει, πέρασε. Τώρα πρέπει να μ’ ακούσεις προσεκτικά. Τρεις μήνες ακόμα θα πρέπει να μείνω μαγεμένος. Θέλεις αυτούς τους τρεις μήνες να μείνεις εδώ μαζί μου;».
Η πριγκίπισσα αποφάσισε να μείνει κοντά στον άντρα της, κι είπε στο γέρο:
«Πήγαινε στο παλάτι και πες στους γονείς μου ότι εγώ θα μείνω εδώ».
Ο γέρος έκανε όπως του είπε η πριγκίπισσα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα στενοχωρήθηκαν πάρα πολύ, αλλά τι μπορούσαν να κάνουν;
Όταν πέρασαν οι τρεις μήνες τα μάγια του κάβουρα λύθηκαν κι έγινε πια για πάντα άνθρωπος.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
0 Comments