(Ασάντι, Αφρική)
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ο Κβάκου Ανάνσι, η αράχνη, και γύρναγε παντού μέσα από τα αραχνόπανά της. Ήταν εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο ακόμα οι ιστορίες, γιατί τις κρατούσε, λένε, ο Ουράνιος Θεός κλεισμένες μέσα σ’ ένα σακούλι. Τούτες τις ιστορίες θέλησαν μάταια να τις αποκτήσουνε πολλοί, γιατί μιλούσαν για όλα εκείνα που γεννήθηκαν και τελείωσαν στον κόσμο. Ο Ανάνσι, η αράχνη, που έμοιαζε περισσότερο με γέρο σοφό παρά με έντομο, πήγε στον Ουράνιο Θεό, που τον έλεγαν Νυανκονπόν, για να αγοράσει τις ιστορίες του.
Ο Ουράνιος Θεός τού είπε: «Γιατί θαρρείς πως μπορείς να τις αγοράσεις;»
Η αράχνη αποκρίθηκε: «Ξέρω ότι μπορώ να τις αγοράσω».
Ο Ουράνιος Θεός είπε: «Ξακουστές και μεγάλες πόλεις όπως η Κοκόψου, η Μπεκβάι και η Ασουμέγκυα ήρθαν αλλά δεν μπόρεσαν να τις αποκτήσουν, κι εσύ που είσαι μοναχός σου, χωρίς αφέντη και προστάτη, θαρρείς πως μπορείς να τις αποκτήσεις;»
Ο Ανάνσι, η αράχνη, είπε: «Πόσο κάνουν οι ιστορίες σου;»
«Για να τις πάρεις πρέπει να μου φέρεις τον Ονίνι, τον πύθωνα που καταπίνει ολάκερους ανθρώπους, την Οσέμπο, τη λεοπάρδαλη που έχει δόντια σαν λεπίδες, τη Μοάτια, το ξωτικό που κανένας δεν μπόρεσε να δει, και τις Μομπόρο, τις μεγάλες σφήγκες που σκοτώνουν ελέφαντα με ένα τους τσίμπημα» είπε ο Νυανκονπόν.
Είπε πάλι ο Ανάνσι: «Λοιπόν, εγώ θα πάω και θα στους φέρω αυτούς». Ο Ουράνιος Θεός είπε: «Να πας λοιπόν και να μου τους φέρεις!»
Ο Ανάνσι γύρισε πίσω και εξιστόρησε στη μάνα του όλα όσα έγιναν.
Ύστερα της είπε: «Μάνα, θέλω να αγοράσω τις ιστορίες του Ουράνιου Θεού, και μου είπε ότι πρέπει να του πάω τον Ονίνι, τον πύθωνα που καταπίνει ολάκερους ανθρώπους, την Οσέμπο, τη λεοπάρδαλη που έχει δόντια σαν λεπίδες, τη Μοάτια, το ξωτικό που κανένας δεν μπόρεσε να δει, και τις Μομπόρο, τις μεγάλες σφήγκες που σκοτώνουν ελέφαντα με ένα τους τσίμπημα». Μετά, ο Κβάκου Ανάνσι, πήγε και συμβουλεύτηκε τη γυναίκα του, που τη λέγανε Ασο. Τη ρώτησε: «Τι να κάνουμε για να πιάσουμε τον Όνινι τον πύθωνα;» «Να πας και να κόψεις ένα κλαδί από φοι- νικόδεντρο, και να το φέρεις μαζί με κληματσίδες από φυτά που σκαρφαλώνουν» απάντησε η Ασο.
Ο Κβάκου Ανάνσι πήγε και μάζεψε αυτά που τον συμβούλεψε η γυναίκα του. Η Άσο τότε του είπε: «Πήγαινέ τα στο ποτάμι». Ο Ανάνσι, η αράχνη, τα πήρε και την ώρα που πήγαινε άρχισε να λέει: «Είναι μακρύτερα απ’ αυτόν, δεν είναι τόσο μακριά όσο αυτός, κάνεις λάθος, είναι μακρύτερα απ’ αυτόν σου λέω!» Η αράχνη είπε: «Εκεί είναι ξαπλωμένος». Ο Όνινι, που είχε ακούσει αυτήν την κουβέντα που γινόταν στα ψέματα, ρώτησε: «Τι τρέχει;» Ο Ανάνσι απο- κρίθηκε: «Η γυναίκα μου η Ασο διαφωνεί μαζί μου και λέει πως αυτό το κλαδί του ψοινικόδεντρου είναι πιο μακρύ από το κορμί σου, κι εγώ της λέω πως κάνει λάθος!» Ο πύθωνας απάντησε: «Φέρ’ το εδώ κι έλα να με μετρήσεις». Η αράχνη πήρε το κλαδί του ψοινικόδεντρου και το άφησε δίπλα στο κορμί του Όνινι. Γυρίζει ύστερα και του λέει: «Τέντωσε το κορμί σου δίπλα στο κλαδί». Ο πύθωνας τεντώθηκε καλά καλά, κι ο Ανάνσι πήρε τις κληματσίδες και τις τύλιξε γύρω γύρω από το κορμί του πύθωνα και από το κλαδί, κι ανέβαινε κι ανέβαινε κι ανέβαινε, τυλίγοντας τις κληματσίδες γρήγορα και πιο γρήγορα, μέχρι που έφτασε στο κεφάλι του Όνινι.
Τότε του είπε: «Ανόητε! Τώρα σ’ έπιασα και θα σε πάω στον Νυανκονπόν, τον Ουράνιο Θεό, και θα πάρω για αντιγύρισμα τις ιστορίες του».
Έτσι λοιπόν η αράχνη πήρε τον πύθωνα τον Όνινι και τον πήγε δεμένο στον Ουράνιο Θεό. Ο Νυανκονπόν άγγιξε το φίδι για να βεβαιωθεί και του είπε: «Είναι κι άλλοι που πρέπει να πιάσεις!» Ο Κβάκου Ανάνσι γύρισε σπίτι του και είπε στη γυναίκα του ό,τι είχε συμβεί. Μετά της λέει: «Τώρα είναι η σειρά των Μομπόρο, των μεγάλων σψηγκών που σκοτώνουν ελέφαντα με ένα τους τσίμπημα». Η Ασο τον συμβούλεψε να ψάξει και να βρει μια μεγάλη κολοκύθα. Να τη γεμίσει με νερό και να πάει στις Μομπόρο, τις μεγάλες σφήγκες. Η αράχνη περπάτησε ανάμεσα στους θάμνους μέχρι που βρήκε τις σφήγκες κρεμασμένες σε σμά- ρι.Έχυσε λίγο νερό και τις ράντισε. Μετά έριξε το υπόλοιπο πάνω της και έκοψε ένα φαρδύ φύλλο και σκέπασε μ’ αυτό το κεφάλι της. Τότε μίλησε στις σφήγκες Μομπόρο και τους είπε: «Αρχισε να βρέχει. Καλύτερα να μπείτε στην κολοκύθα μου για να μη βρέχεστε από τη βροχή. Δε βλέπετε εμένα που σκεπάστηκα μ’ αυτό το φύλλο;» Οι σφήγκες χωρίς να το πολυσκεψτούν «σβουμ!!!» πέταξαν και μπήκαν όλες μέσα στην κολοκύθα του Ανάνσι, που έκλεισε την τρύπα γρήγορα με χόρτα. «Ανόητες που είστε! Τώρα θα σας πάω στον Νυανκονπόν και θα πάρω για αντιγύρισμα τις ιστορίες του!» είπε η αράχνη. Ο Ουράνιος Θεός άπλωσε το χέρι του κι ακούμπησε την κολοκύθα. Σιγουρεύτηκε για τις σφήγκες Μομπόρο που ήταν κλεισμένες μέσα της και είπε στον Ανάνσι: «Είναι κι άλλοι που πρέπει να πιάσεις!»
Ο Κβάκου Ανάνσι γύρισε ξανά στο σπίτι του και εξιστόρησε στη γυναίκα του ό,τι έγινε και της είπε: «Τώρα είναι η σειρά της Οσέμπο, της λεοπάρδαλης που έχει δόντια σαν λεπίδες». Η Ασο αποκρίθηκε: «Πήγαινε και σκάψε μια μεγάλη τρύπα». «Εντάξει, κατάλαβα» της απάντησε. Ο Ανάνσι πήγε κι έψαξε να βρει τα χνάρια της λεοπάρδαλης. Σαν τα βρήκε, έσκαψε ένα μεγάλο λάκκο και, αφού τον σκέπασε με κλαδιά, γύρισε στο σπίτι του. Την άλλη μέρα, σαν ξημέρωσε, πήγε στο λάκκο, κοιτάζει και τι να δει; Την Οσέμπο, τη λεοπάρδαλη, να έχει πέσει μέσα. Στριφογύριζε πέρα δώθε θυμωμένη για το πάθημά της κι άνοιγε το στόμα της και φαίνονταν τα κοφτερά σαν λεπίδες δόντια της. Της λέει ο Ανάνσι: «Μα σ’ το έχω πει τόσες φορές, να μην πίνεις γιατί ζαλίζεσαι. Να τώρα τι έπαθες, έπεσες μέσα στο λάκκο! Αν όμως σου έλεγα πως θα σε βγάλω έξω, είμαι σίγουρος ότι με την πρώτη ευκαιρία θα έτρωγες εμένα ή τα παιδιά μου!» Η Οσέμπο αποκρίθηκε: «Όχι, δε θα έκανα ποτέ εγώ τέτοιο πράγμα!» Η αράχνη πήγε τότε και βρήκε δύο ξύλα, έβαλε το ένα από τη μια μεριά, το άλλο από την άλλη και είπε: «Βάλε τη μια πατούσα σου εδώ και την άλλη στην απέναντι μεριά». Η λεοπάρδαλη έκανε αυτό που της είπε ο Ανάν- σι. Την ώρα που ήταν έτοιμη να πηδήξει και να βγει από το λάκκο, τράβηξε ο Ανάνσι το μαχαίρι του και της δίνει μια στο κεφάλι. Η λεοπάρδαλη ξανάπεσε με θόρυβο αναίσθητη μέσα στο λάκκο. Ο Ανάνσι έβαλε μια σκάλα και κατέβηκε τώρα στο λάκκο για να τραβήξει έξω τη λεοπάρδαλη. Της έδεσε με τον ιστό του τα πόδια στα ξύλα κι όταν η λεοπάρδαλη, ύστερα από ώρα πολλή άνοιξε τα μάτια της, βρέθηκε μπροστά στον Ουράνιο Θεό. Εκείνος την ακούμπησε με το χέρι του κι είπε:
«Εντάξει, Ανάνσι! Είναι κι άλλοι που πρέπει να πιάσεις!»
Η αράχνη γύρισε ξανά στο σπίτι της. Εκεί σκάλισε μια ξύλινη κούκλα με φαρδύ πλακουτσωτό πρόσωπο, απ’ αυτές που έφτιαχναν για να καλοπιάνουν τα ξωτικά και μετά πήγε και χάραξε ένα δέντρο που είχε ζουμί που κολλούσε. Πασάλειφε μ’ αυτό την κούκλα. Έφτιαξε ύστερα ζυμώνοντας μικρές μπάλες από γλυκοπατάτα και τις έβαλε στις χούφτες της κούκλας. Ζύμωσε μερικές ακόμα και τις έβαλε μέσα σ’ ένα μπρούτζινο καλάθι. Έδεσε ένα λεπτό σκοινί γύρω από τη μέση της κούκλας και πήγε και την άφησε στη ρίζα ενός δέντρου που ήξερε πως πάνε τα ξωτικά για να παίξουν. Σε λίγη ώρα νά σου και φάνηκε ένα ξωτικό. Ήταν η Μοάτια, το ξωτικό που κανένας δεν μπόρεσε να δει. Στάθηκε κοντά στην κούκλα και της είπε: «Κούκλα, να φάω λίγο απ’ αυτό που κρατάς στο χέρι σου;» Η αράχνη κούνησε το σκοινί κι η κούκλα έγνεφε καταφατικά με το κεφάλι. Το ξωτικό γύρισε στα αδέρφια της και τους είπε: «Η κούκλα λέει πως μπορώ να φάω». Απλωσε το χέρι της και πήρε να φάει. Έφαγε κι ύστερα είπε: «Σ’ ευχαριστώ, κούκλα!» μα η κούκλα έμεινε ακίνητη. «Δε μου μιλάει» είπε το ξωτικό. «Δώσ’ της μια να κλάψει!» της φώναξε ένα από τα αδέρφια του. Το ξωτικό σήκωσε το χέρι του και τη σκαμπίλισε, μα το χέρι του έμεινε κολλημένο πάνω στην κούκλα. «Κόλλησε το χέρι μου!» είπε η Μοάτια, το ξωτικό. «Χτύπα τη με τ’ άλλο!» της φώναξαν τα αδέρφια της. Σηκώνει και το άλλο χέρι, τη χτυπάει και κολλάει κι αυτό. «Χτύπα τη με την κοιλιά σου!» της φώναξαν τώρα τα αδέρφια της. Μα κόλλησε και η κοιλιά της πάνω στην κούκλα. «Πάμε να φέρουμε βοήθεια» είπαν τα ξωτικά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Βγαίνει τότε από κει που ήταν κρυμμένος ο Ανάνσι και της λέει:
«Ανόητο ξωτικό, Μοάτια! Τώρα σ’ έπιασα και θα σε πάω στον Ουράνιο Θεό για να μου δώσει τις ιστορίες του».
Ύστερα την ανέβασε ψηλά στον ουρανό, εκεί που έμενε ο θεός Νυανκονπόν. Τον βρήκε και του είπε: «Σου έφερα αυτούς που μου ζήτησες. Είναι όλοι εδώ, δεν λείπει κανένας». Ο Ουράνιος Θεός φώναξε τους γεροντότερούς του και τους είπε: «Μεγάλοι και τρανοί βασιλιάδες μα και ήρωες στάθηκαν μπροστά μου και δεν ήταν ικανοί να αποκτήσουν τις ιστορίες μου. Όμως ο Κβάκου Ανάνσι, η αράχνη, τα κατάψερε να πληρώσει αυτά που έπρεπε. Κβάκου Ανάνσι, αράχνη, να είσαι για πάντα ευλογημένος! Από δω κι εμπρός και για πάντα σου δίνω τις ιστορίες μου, που θα ονομάζονται όχι πια ιστορίες του Ουράνιου Θεού αλλά ιστορίες τής αράχνης». Ο Ανάνσι, αράχνη, πήρε το σακούλι με τις ιστορίες που έκρυβε τόσον καιρό ο Ουράνιος Θεός και πήγε σπίτι του. Εκεί άνοιξε το σακούλι και μοιράστηκε τις ιστορίες με την Ασο τη γυναίκα του. Από τη μέρα εκείνη υφαίνουν ιστορίες χωρίς σταματημό…
Κι αν η ιστορία μου σας φάνηκε γλυκιά ή πικρή, εσείς κρατήστε ό,τι θέλετε απ’ αυτήν, μόνο αφήστε να γυρίσει κάτι πίσω και σε μένα…
Την κούκλα-Ανάνσι την θεότητα αράχνη φιλοτέχνησε η καλλιτέχνιδα Ιφιγένεια Πέππα
0 Comments