Στο θάλαμο αναμονής-Γεωργία Αγγελή

Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή

Περίμενε την σειρά της, έξω από την πόρτα του γιατρού. Ήταν άλλοι έξι  πριν από αυτή. Ένας που έπαιζε συνέχεια με το κινητό. Μία παχουλή κυρία που διάβαζε. Ένα ζευγάρι που μιλούσε χαμηλόφωνα. Ένας πολύ μελαχρινός νεαρός που ήταν νευρικός και σηκωνόταν συνέχεια βημάτιζε και καθόταν ξανά. Και ένας γέρος που κοιτούσε στον απέναντι τοίχο τόσο ακίνητος που έδινε την εντύπωση πως πέθανε και κανείς δεν το πήρε χαμπάρι.

Παρατηρούσε τους άλλους για να περάσει η ώρα της για  να μην σκέφτεται. Οι σκέψεις της είχαν γίνει κουβάρι. Ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό.

Η ασθένεια έγινε γνωστή πρόσφατα. Είχε κάνει ένα έλεγχο αιματολογικό γιατί τελευταία αισθανόταν διαρκώς κουρασμένη. Ήταν χλωμή και τα μάτια της ήταν κίτρινα. Αυτή δεν είχε παρατηρήσει τίποτα, οι άλλοι της έλεγαν συνέχεια ότι ήταν χλωμή κι ότι έπρεπε να πάει να κάνει εξετάσεις αλλά όλο το ανέβαλε.

Έλα μωρέ τίποτα δεν έχω, απλώς κουράζομαι στην δουλειά. Αυτό είναι όλο. Έχω και αναιμία.

Αυτό θα είναι αναιμία. Λίγο σίδηρο να πάρει και είναι εντάξει. Και καμιά βιταμίνη. Αλλά δεν πήγαινε για εξετάσεις. Βαριόταν; Φοβόταν; είχε ξεχάσει πως είναι να φροντίζεις τον εαυτό σου; Δεν ήθελε να είναι άρρωστη; Ίσως όλα μαζί. Και ο καιρός περνούσε. Μάλιστα πήγε και αγόρασε από μόνη της σίδηρο σε χάπια και πολυβιταμίνες.

Δεν πήγαινε για εξετάσεις και συνέχιζε να δουλεύει και να παίρνει διάφορα για να στυλώσει το κουρασμένο της κορμί αλλά τίποτα δεν γινότανε. Κάθε μέρα αισθανόταν όλο και πιο κουρασμένη. Ιδιαιτέρως τα πρωινά. Δεν μπορούσε να σηκωθεί με τίποτα από το κρεβάτι. Έβαζε το ρολόι μισή ώρα πριν για να έχει το χρόνο να σηκωθεί με την ησυχία της. Ένιωθε το σώμα της σαν μολύβι. Ήθελε να κλείσει τα μάτια και να βυθιστεί σε ύπνο και να ξυπνήσει όταν θα τελείωνε ο ύπνος. Αυτό είχε ανάγκη. Να κοιμάται έως να τελειώσει ο ύπνος και να ανοίγει τα μάτια ξεκούραστη. Σερνόταν από την ώρα που κατέβαζε τα πόδια από το κρεβάτι. Με τα χίλια ζόρια να ντυθεί, να φάει κάτι και να φύγει για την δουλειά. Κοβόταν η ανάσα της μέχρι να πάει στη στάση του λεωφορείου, τα πόδια της βαριά-Αχ Θεέ μου να βρω μια θεσούλα να κάτσω, να μην πάω όρθια σαράντα λεπτά δρόμο! αλλά δεν ήταν πάντα τυχερή.

Περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες και αυτή πιασμένη στο μαγγανοπήγαδο της καθημερινότητας ζούσε στον αυτόματο πιλότο. Σαν υπνωτισμένη.

Ώσπου ξεχείλισε το ποτήρι. Μια μέρα δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι με τίποτα. Το κορμί της αρνιόταν πεισματικά να κάνει την παραμικρή κίνηση. Γύρισε πλευρό και βούλιαξε σ ένα ύπνο βαθύ. Δεν πειράζει. Θα πάρει τηλέφωνο στην δουλειά και θα πει πως ήταν άρρωστη. Που είναι και αλήθεια τελικά. Αισθανόταν άρρωστη όχι μόνο κουρασμένη. Κοιμήθηκε μέχρι που τελείωσε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε πήρε το κινητό από το κομοδίνο και είδε πως ήταν μεσημέρι. Ξεκούραστη δεν ήταν όμως. Με δυσκολία κατέβασε τα πόδια στο έδαφος. Πήρε πρώτα στην δουλειά και τους είπε πως ήταν χάλια, θα πήγαινε στον γιατρό και θα ενημέρωνε αν θα ερχόταν αύριο. Σήμερα δεν έχει, θα πάει στον γιατρό της γειτονιάς να της γράψει εξετάσεις.

Ο γιατρός της έγραψε έναν πλήρη έλεγχο, ακόμα και υπέρηχο και ακτινογραφίες. Μέχρι να πάρει τις απαντήσεις από τις αιματολογικές η αγωνία της χτύπησε κόκκινο. Επιβεβαιώθηκαν όμως οι χειρότεροι φόβοι της. Όχι μόνο υψηλή αναιμία-είχε 26 αιματοκρίτη Παναγία μου- αλλά και πολλοί άλλοι δείκτες ήταν μαυρισμένοι. Της κοπήκαν τα πόδια. Τιμές που έπρεπε να είναι διψήφιες αυτή της είχε τριψήφιες! Ένιωσε να φεύγει το αίμα από το σώμα της, αν την τρύπαγες στάλα αίμα δεν θα έβγαινε. Ο παθολόγος της γειτονιάς όταν είδε τις εξετάσεις της είπε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και έπρεπε να πάει αμέσως σε εξειδικευμένο γιατρό σε δημόσιο νοσοκομείο για περαιτέρω έλεγχο.

Και να την τώρα στον θάλαμο αναμονής να περιμένει την σειρά της να δει τον καθηγητή. Δυσοίωνες σκέψεις κατέκλυζαν το μυαλό της. Προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι άλλο να ξαλαφρώσει λίγο. Τι άνθρωπος να ήταν άραγε ο γιατρός; Θα ενδιαφερόταν για κείνη ή θα της ξεφορτωνόταν γρήγορα; Λες να της έλεγε ότι είχε λίγους μήνες ζωή; Δεν ήθελε να πεθάνει όχι. Υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που δεν είδε και δεν έκανε ακόμα. Πιασμένη στο μαγγανοπήγαδο της καθημερινότητας είχε ξεχάσει τα βασικά: να ζει. Ήταν θυμωμένη, με τον εαυτό της και με την ασθένεια. Γιατί να μην πιο νωρίς στον γιατρό; Έπρεπε να της τύχει αυτή η αναποδιά τώρα; Γιατί να τιμωρείται έτσι;

Χιλιάδες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό της. Ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο και άφησε να κυλήσουν τα δάκρυα. Δεν την ένοιαζε αν την κοιτούσαν, καιρός να το ξεπεράσει αυτό της το ελάττωμα: «Τι θα πουν οι άλλοι». Αυτό της ροκάνιζε τις μέρες της. Μη τυχόν πέσει στο στόμα των άλλων και την σχολιάσουν. Και να τώρα η ζωή της μπορεί να τελειώνει. Έκλαιγε με κλειστά τα μάτια. Το ευχαριστιόταν κιόλας, την ανακούφιζε.

Μια φωνή την τρόμαξε:

«Πάψε πια με ζάλισες».

Ήταν ο άντρας που τόση ώρα μιλούσε χαμηλόφωνα με την γυναίκα του. Τσακώνονταν φαίνεται. Βρήκαν και αυτοί μέρος να λύσουν τα οικογενειακά τους. -Είδες όμως; Δεν τους νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι. Τσακώνονται με την ησυχία τους σα να είναι σπίτι τους. Όχι σαν εμένα που ούτε σιγοτραγουδάω στον δρόμο για να μην με παρεξηγήσουν οι άλλοι.

Ο νεαρός με το κινητό δεν ήταν εκεί, μάλλον μπήκε μέσα στο ιατρείο. Δεν περνάει η ώρα να έρθει η σειρά της. Δεν αντέχει την αγωνία άλλο. Όταν μιλήσει με τον γιατρό θα τον ρωτήσει με τρόπο αν έχει ιατρείο έξω. Να πηγαίνει να τον βλέπει εκεί. Δεν αντέχει τα νοσοκομεία.

Η νοσοκόμα με κάτι χαρτιά στο χέρι χτύπησε την πόρτα του γιατρού. Άνοιξε και μπήκε μέσα. Όταν ξανάνοιξε η πόρτα βγήκε ο νεαρός και μπήκε το ζευγάρι που στο μεταξύ τσακωνόταν όλη την ώρα. Αργά περνάει η ώρα. Έπρεπε να φέρει και ένα βιβλίο μαζί της να ξεχαστεί.

Επιτέλους ήρθε η σειρά της. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. Την ένιωθε να έχει φτάσει στο λαιμό. Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Ο γιατρός ένας ώριμος άντρας γύρω στα πενήντα πέντε την υποδέχτηκε με χαμόγελο. Ανακουφίστηκε, ευτυχώς δεν ήταν αγριάνθρωπος.

«Τι είναι αυτά; Κλαίγατε; Α! δεν ξεκινήσαμε καλά. Δεν κάνουμε τίποτα έτσι. Θάρρος χρειάζεται»

«Γιατρέ μου δεν σας κρύβω ότι φοβάμαι πολύ»

«Θα τα βρούμε όλα, μην φοβάστε. Έχετε φέρει εξετάσεις;»

Του άπλωσε όλο τον φάκελο με τις εξετάσεις. Ο γιατρός τις διάβαζε σοβαρός. Παρακολουθούσε με προσοχή την κάθε του έκφραση. Νόμιζε πως η καρδιά της θα βγει από το στήθος της. Πήρε μερικές ανάσες. Ένιωσε να της ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια. Τα σταμάτησε. Δεν είναι ώρα τώρα για κλάματα. Έχει χρόνο στο σπίτι να τα κάνει αυτά. Ο γιατρός άρχισε να της μιλάει με σοβαρό ύφος για τα επόμενα βήματα. Χρειαζόταν κι άλλες πιο ειδικές εξετάσεις και βιοψία. Στο άκουσμα της λέξης τρόμαξε ακόμα πιο πολύ.

«Έχω καρκίνο;» ψέλλισε κι η φωνή της ίσα που ακουγόταν.

«Μόνο έτσι θα γίνει σωστή διάγνωση. Είμαστε ακόμα στην αρχή. Έχουμε πορεία μπροστά μας. Εγώ θα είμαι μαζί σας. Δεν θα είστε μόνη»

«Τι πρέπει να κάνω;»

«Αυτό που θέλω από εσάς και είναι σημαντικό, είναι να έχετε θετική σκέψη. Μην ξεχνάτε πως η κάθε ασθένεια είναι τόσο μεγάλη όσο εμείς της επιτρέπουμε. Οπότε ή θα την αφήσετε να σας κατασπαράξει ή θα την κάνετε φίλη σας και θα αφουγκραστείτε ό,τι έχει να σας διδάξει»

«Δεν σας κρύβω ότι είμαι πανικοβλημένη αλλά και θυμωμένη με τον εαυτό μου. Αν ερχόμουν από τότε που άρχισαν τα συμπτώματα θα ήταν καλύτερα. Έτσι δεν είναι;»

«Μην σκέφτεστε έτσι. Ποτέ δεν είναι αργά. Ηρεμήστε»

«Δεν μπορώ γιατρέ μου, είναι αδύνατον. Αυτή η δοκιμασία είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Νιώθω ότι δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα»

«Οι  δοκιμασίες είναι για τους ανθρώπους. Αυτές μας αλλάζουν τον χαρακτήρα. Μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους πιο δυνατούς. Την ποιότητα της ζωής σας εσείς θα την διαμορφώσετε από εδώ και πέρα. Και μην ξεχνάτε ότι μέρος της θεραπείας σας θα είναι και η σκέψη σας, η ψυχολογία σας. Αν καταρρεύσετε κανένα φάρμακο δεν πρόκειται να σας θεραπεύσει. Γίνετε ο θεραπευτής του εαυτού σας» χαμογέλασε πλατιά και συνέχισε.

«Τα επόμενα βήματα μας. Προς το παρόν θα σας βάλω μια εισαγωγή στο νοσοκομείο για την βιοψία και τις εξετάσεις και κατόπιν θα δούμε τι αγωγή θα πάρετε. Προφανώς έχετε κάποιο αυτοάνοσο αρκετά σοβαρό που αυτή την στιγμή είναι σε έξαρση. Αλλά ποιο νόσημα και σε ποιο στάδιο είναι, θα το δείξουν οι εξετάσεις»

Είπαν για τα τυπικά, κράτησε το τηλέφωνο της για να την ειδοποιήσει για την εισαγωγή. Της έδωσε την διεύθυνση του ιατρείου του μόλις του την ζήτησε. Αλλά πάνω από όλα της έδωσε θάρρος. Τα λόγια του βάλσαμο την καθησύχασαν και της αναπτέρωσαν το ηθικό. Δεν περίμενε ένας γιατρός να της φερθεί τόσο ανθρώπινα.

Βγαίνοντας από το ιατρείο έπεσε πάνω σ έναν άντρα που σηκώθηκε να μπει. Αδύνατος, με ρουφηγμένα μάγουλα, αξύριστος, αραιά μαλλιά, φανερά καταβεβλημένος και κατακίτρινος, ζωντανός νεκρός. Τρόμαξε που τον είδε.  Αμέσως τις ήρθαν στο νου τα λόγια του γιατρού «Την ασθένεια ή θα την αφήσετε να σας κατασπαράξει ή θα την κάνετε φίλη σας». Να ένας άνθρωπος που επέτρεψε να τον κατασπαράξει. –Παναγία μου έτσι θα γίνω αν με πάρει από κάτω; Όχι ποτέ! Θα κάνω ό,τι χρειάζεται για να στηρίξω τον εαυτό μου.

Η εικόνα του μισοπεθαμένου άντρα λειτούργησε σαν ξυπνητήρι που την έβγαλε από τον λήθαργο. Στύλωσε το κορμί της και τίναξε τα μαλλιά της. Χαμογέλασε και βγήκε γρήγορα από το νοσοκομείο.

Στον δρόμο άρχισε να σιγοτραγουδάει και να περπατάει με χορευτικό βήμα. Σήμερα θα πήγαινε στην θάλασσα να περάσει την υπόλοιπη μέρα.

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Τέλος! Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή για την γυναικεία κακοποίηση (στα ελληνικά και στα αγγλικά)

Τέλος! Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή για την γυναικεία κακοποίηση (στα ελληνικά και στα αγγλικά)

Τέλος! Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή για την γυναικεία κακοποίηση: Στεκόταν μπροστά στον καθρέπτη και κοίταζε ναρκωμένη το είδωλο της. Το μάτι της κατακόκκινο, αύριο δεν θα μπορούσε να το ανοίξει από το πρήξιμο. Τα χείλη της κομμένα από την μπουνιά και τα δόντια ματωμένα. Ένα από αυτά κουνιόταν κιόλας. Από τα μαλλιά της έλειπαν ολόκληρες τούφες…

Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη. Πρώτο χρέος

Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη. Πρώτο χρέος

Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: 'Όλα τούτα πού θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα τού νου μου. Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο Ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος. Τ άστρα λάμπουν...

Το σμερδάκι

Το σμερδάκι

Παραμύθι της Γεωργίας Αγγελή Παρμένο από την λαϊκή μας παράδοση  Τα σμερδάκια είναι κακοποιοί ποιμενικοί δαίμονες με τη μορφή μωρού. Επιτίθενται σε κοπάδια ζώων και τα σκοτώνουν. Εμφανίζονται σε ορεινά μέρη στην Αρκαδία, όλο το χρόνο τις νύχτες. Στην μυθολογία πάντα...

Το στρώμα-Γεωργία Αγγελή

Το στρώμα-Γεωργία Αγγελή

Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή Ο Βαγγέλης όρθιος στεκόταν και κοίταζε το στρώμα του. Σε λίγο θα ερχόταν ο φίλος του ο Γιάννης να το κατεβάσουν κάτω στα σκουπίδια μαζί με το κρεβάτι. Ήθελε να το ξεφορτωθεί. Δεν ήθελε τίποτα από τα παλιά πράγματα στο καινούργιο του σπίτι....

Δεν είναι η μέρα σου σήμερα-Γεωργία Αγγελή

Δεν είναι η μέρα σου σήμερα-Γεωργία Αγγελή

Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή Το αμάξι βγήκε απότομα από το στενό και ο Πέτρος δεν πρόλαβε να φρενάρει το μηχανάκι. Έσκασε με δύναμη στο φτερό του αυτοκινήτου, εκσφενδονίστηκε στον αέρα, διέγραψε μια καμπύλη και προσγειώθηκε με δύναμη στο οδόστρωμα. Ένας οξύς πόνος στο...

Comments

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *