Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό, μια πεθερά με τη νύφη της. Ο γιος της έπεφτε και πλάγιαζε πάνω στο σοφά κι άφηνε τη γυναίκα του να πλαγιάζει με τη μάνα του μπρος στο τζάκι. Η γριά ήτανε πολύ πλεονέκτρια και μια και δεν είχε ύπνο, ξυπνούσε και τη νύφη της απ’ τ’ άγρια...
