ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ AT 300
Ο Δρακοντοκτόνος ήρωας
AT: The Dragon-Slayer
Delarue-Teneze: La bête a sept tetes
Ο Αη-Γιώργης
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχανε δύο κορίτσια μοναχά. Αγόρια δεν είχανε. Και αυτή η πολιτεία είχε ένα πηγάδι και σ’ αυτό το πηγάδι ήτανε ένα θερίο. Λοιπόν αφού δεν είχανε αλλού νερό παγαίνανε και παίρνανε από εκείνο το νερό! Είχε βγει διάταγμα: Ρίχνανε σκαρφίον και, όπως τους τύχαινε, έπρεπε να πάει ένας άνθρωπος να τον φάει το θερίο και έτσι θα παίρνανε νερό όλη την εβδομάδα. Έφαγε το θεριό πολλά κορίτσια. Μια Παρασκευή ρίξανε το σκαρφίον και έτυχε της βασιλοπούλας. Το πρωί λοιπόν έπρεπε να πάει στο πηγάδι να τη φάει το θερίο. Ο βασιλιάς έβγαλε διάταγμα «όποιος βρεθεί και σκοτώσει το θερίο και γλιτώσει την κόρη του θα την πάρει γυναίκα και το μισό του βασίλειο».
Λοιπόν παρουσιάσθη ο Σατανάς και έγινε ένας νέος όμορφος και πήγε στο βασιλιά και του λέει: «Θα σώσω τη θυγατέρα σου, αλλά θα μου τη δώσεις αυτήν γυναίκα μου και το μισό σου βασίλειο και θα γλιτώσει όλη η πολιτεία».
Ο βασιλιάς του λέει: «Θα στα δώσω».
Το Σάββατο το πρωί καβάλησε ο άγιος Γιώργης το άλογό του και ακόνισε το σπαθί του καλά. Παίρνει και η βασιλοπούλα το βαρέλι και πάει στο πηγάδι. Τον άγιο Γιώργη δεν τον εγνώρισε κανένας. Ο άγιος Γιώργης έδεσε το άλογό του σε μια μουριά και πήγε και εκείνος κοντά με τη βασιλοπούλα. «Φεύγα, καλό παλικάρι μου, γιατί θα μας φάει και τους δυο!» Κάτσανε στην κόχη του πηγαδιού και η βασιλοπούλα έκλαιγε. Έγειρε αυτός στην ποδιά της βασιλοπούλας να τον ψειρίσει. Σε μια στιγμή το θεριό ανέβαινε και βούιζε όλος ο κόσμος.
Η βασιλοπούλα από το φόβο της δε μπόραγε να μιλήσει στον Αη-Γιώργη, έπεσε μια σταγόνα στα μάτια του και ξύπνησε το παιδί με φόβο.
«Αχ!», της λέει, «θα μας φάει και τους δύο τώρα». Μόλις ανέβη στην κόχη το θερίο, βουτάει ο Αη-Γιώργης το σπαθί και του κόβει το κεφάλι. Έκαμε κι άλλο κεφάλι και του έκοψε και το άλλο. Έβγαλε τις γλώσσες του θερίου και τα κεφάλια τ’ άφησε. «Γιόμισε», της λέει, «το βαρέλι σου και πήγαινε και πες του πατέρα σου να βγάλει διάταγμα να πηγαίνει όλη η πολιτεία να παίρνει νερό και να μη φοβούνται».
Έμαθε ο Σατανάς και πάει και παίρνει τα κεφάλια και τα ’βαλε σ’ ένα σακί και την Κυριακή ήρθε να πάρει τη βασιλοπούλα. «Το σκότωσα το θεριό», είπε στο βασιλιά, «και θα ’ρθω να πάρω τη γυναίκα». Παρουσιάστηκε ο Αη-Γιώργης και λέει στο βασιλιά:
«Αφέντη βασιλιά, δεν είχε γλώσσες το θερίο;» «Είχε», λέει ο βασιλιάς. Τηράνε λοιπόν το θερίο και δεν είχε γλώσσες.
Παρουσίασε ο Αη-Γιώργης τις γλώσσες. Κάλεσε ο βασιλιάς τους δεσποτάδες, τους παπάδες, έκαμε λιβάνια και άλλα δεσποτικά πράγματα, και μόλις παρουσιαστήκανε οι δεσποτάδες, ο Σατανάς λάκισε και ξοπίσω του οι δεσποτάδες και οι παπάδες και μέσα στη μέση ο Σατανάς. Και είπε ο Αη-Γιώργης στο βασιλιά ότι είναι ο Σατανάς. Και του είπε ο βασιλιάς: «Τότε θα την πάρεις εσύ». «Εγώ είμαι άγιος και δεν παντρεύομαι και την κόρη σου να τη δώσεις σε βασίλειο». Εκείνοι ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα.
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΡΑΜΥθΙΑΚΩΝ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ AT 300-499
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΜΕΓΑ / ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ – 3
Άννα Αγγελοπούλου – Αίγλη Μπρούσκου
0 Σχόλια