Τέλος! Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή για την γυναικεία κακοποίηση (στα ελληνικά και στα αγγλικά)

Στεκόταν μπροστά στον καθρέπτη και κοίταζε ναρκωμένη το είδωλο της. Το μάτι της κατακόκκινο, αύριο δεν θα μπορούσε να το ανοίξει από το πρήξιμο. Τα χείλη της κομμένα από την μπουνιά και τα δόντια ματωμένα. Ένα από αυτά κουνιόταν κιόλας. Από τα μαλλιά της έλειπαν ολόκληρες τούφες. Ρουτίνα αδυσώπητη 20 χρόνια τώρα. Δεν θυμόταν μια μέρα ήρεμη. Από την πρώτη νύχτα του γάμου σαν αρνήθηκε να τον φιλήσει επειδή βρωμούσε αλκοόλ και τσιγάρο την χτύπησε μέχρι λιποθυμίας. Μετά τη βίασε σαν το ζώο. Το πρωί σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα. Είχε κοιμηθεί εκεί όλη νύχτα. Ανάμεσα από τα πόδια της έτρεχε αίμα. Την βίασε και την σοδόμισε όσο ήταν αναίσθητη. Προσπάθησε να συρθεί ως το μπάνιο για να πλυθεί. Πως θα κρύψει την ντροπή της από τον κόσμο; Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Τρία  παιδιά έχασε μέσα σ ένα ρυάκι αίματος από το ξύλο. Κάθε φορά ξύπναγε στο νοσοκομείο διαπιστώνοντας με θυμό ότι ζούσε ακόμα. Γιατί ζούσε; Ήθελε να πεθάνει.  Πως κράτησε τον Μανωλάκη της η Παναγία το ήθελε. Τι έχει δει κι αυτό το παιδί! Του προσέφερε τον χειρότερο πατέρα που υπήρχε. Αυτό το κρίμα θα κρέμεται στο λαιμό της και στην άλλη ζωή. Πριν λίγες μέρες τον χαιρέτησε καθώς έφευγε για το Λονδίνο για σπουδές. Ας είναι ευλογημένο το παλικάρι της, δεν υπήρξε καλή μάνα, δεν του στάθηκε στα προβλήματά του. Ο οδοστρωτήρας  Παντελής  άφηνε συντρίμμια στο πέρασμά του. Και τα λουλούδια μαραίνονταν όταν τον αντίκριζαν. Προκοπή; Χα! Τι είναι αυτό; Δεν έφερε στο σπίτι μια δεκάρα. Ό,τι έβγαζε τα ‘πινε και τα ‘παιζε. Αν δεν ήταν αυτή με την βελόνα να ράβει την κάθε παράξενη μήτε ένα αυγό δεν θα χε το παιδί της να φάει. Έβγαζαν όμως αγγέλους  τα χέρια της. Τύφλα να ‘χει ο Υβ Σαιν Λοράν μπροστά της. Έραβε τουαλέτες ωτ κουτύρ που θα ζήλευε ο καλύτερος μόδιστρος. Ταγιεράκια, φουστανάκια και καθημερινές ρομπίτσες. Ήταν οικονομική και καπάτσα, γι’ αυτό την προτιμούσαν όλες. Σαν της άρπαξε μερικές φορές τα λεφτά για να πιει και να παίξει πήγε μια μέρα κρυφά στην τράπεζα και άνοιξε λογαριασμό. Έβαζε στην άκρη λεφτά συνέχεια. Για να ‘χει το παιδί τα πάντα και για να σπουδάσει. Απ’ ό,τι έβγαζε του φανέρωνε το εν τρίτον και πολύ καλά έκανε. Εκτός από το ράψιμο που της έδινε ένα καλό εισόδημα,  κρυφά έλεγε το φλιτζάνι και τα χαρτιά. Όλες οι αριστοκράτισσες πελάτισσες της ήταν. Και για τα ρούχα και για το φλιτζάνι. Ειδικά αυτά τα λεφτά, της μαντικής, δεν τα ξόδευε  ό,τι και να γινόταν. Μεγάλη αμαρτία έκανε, αυτά είναι της σολομωνικής όχι της εκκλησίας. Αλλά έπρεπε να μεγαλώσει το παιδί της «Ας κάνει τα στραβά μάτια ο Ύψιστος το καλό που του θέλω» έλεγε συχνά. Κάτι έπρεπε να κάνει κι Αυτός για τον αλήτη που της έστειλε. Άλλωστε δεν κορόιδευε καμιά. Ούτε μάγια, ούτε ξόρκια. Το μέλλον έλεγε. Και πάντα είχε μεγάλες επιτυχίες. Μόνο τα δικά της δεν μπορούσε να δει. Στον καθρέπτη  το μελανιασμένο πρόσωπο της  ελεεινό. Όχι αυτή τη φορά δεν θα ‘κανε κάτι να το καλύψει. Ένας στρατιώτης ήταν σε μια άδικη μάχη. Σε μια ανόητη μάχη. Αυτά ήταν τα παράσημα της για τα χρόνια που σπατάλησε. Θα μπορούσε να έχει φύγει χρόνια πριν. Να αρπάξει το παιδί της, όταν ήταν μωρό ακόμα. Έτσι κι αλλιώς εκείνη το μεγάλωνε, αυτός μήτε ένα παντελονάκι δεν του πήρε ποτέ. Πήρε μια βαθιά ανάσα . Έπιασε τα μαδημένα της μαλλιά μ ένα κλάμερ. Πήγε στο δωμάτιο και έβαλε πάνω από τη νυχτικιά της την  καμπαρτίνα  της. Πήρε από την κρυψώνα το βιβλιάριο, ταυτότητα και χρήσιμα έγγραφα, έβαλε γυαλιά ηλίου, έριξε μέσα στην τσάντα τα ηρεμιστικά της, πορτοφόλι και τις εικονίτσες της. Μήτε κλειδιά, μήτε να κλείσει τα φώτα, μήτε να πάρει πράγματα. Τράβηξε την εξώπορτα και έφυγε με βήμα γοργό. Τέλος.

THE END

translation by Dimitris Thanasoulas She stood in front of the mirror, shooting numb glances at her own reflection. Her eye was blood-red; it was so swollen, she wouldn’t be able to open it the next day. Her lips were chapped from the punch and her teeth were bleeding. One of them was even moving. On top of that, whole locks of hair had fallen out. A relentless routine for twenty years now. She couldn’t recall a single quiet day. On her wedding night, when she refused to kiss him because he smelled of alcohol and tobacco, he beat her up till she fainted. Then, he raped her like an animal. In the morning, he picked herself up from the floor with difficulty. She had spent the whole night there. Blood was trickling between her legs. He raped and sodomised her while she was unconscious. She tried to crawl to the bathroom to wash herself. How would she hide her shame from the world? That was only the beginning. She lost three children in a pool of blood, almost beaten to death. Every time, she woke up in hospital, only to angrily discover that she was still alive. Why did she survive? She wanted to die. Only the Virgin Mary knew how she had kept her beloved Manolakis. That child had been through a lot! She offered him the worst father ever. She would carry this crime to the afterlife like an albatross around her neck. A few days earlier, she had bidden him farewell as he left to study in London. May her lad be blessed. She hadn’t been a good mother; she hadn’t stood by him when the chips were down. That juggernaut by the name Pantelis left everything in ruins. Even flowers wilted with him on sight. As for bringing home the bacon, that was a different kettle of fish! He didn’t bring a single penny. He spent all his money binge-drinking and gambling. If it weren’t for her who sewed clothes for some quirky women in the neighbourhood, her child wouldn’t even have an egg to eat. Still, she was diligent. Yves Saint Laurent was not a patch on her work. She tailored gowns that even the best dressmaker would have envied. Skirt suits, dresses and casual clothes. She was inexpensive and a real go-getter, that’s why she was sought-after. Since her husband snatched the money from her hands a few times to spend on booze and play cards, one day she secretly went to the bank and opened an account. She kept depositing money into it, so that her child would want for nothing and be able to study one day. She revealed to Pantelis only one third of her earnings — wisely so. Apart from the sewing, which secured her a good income, she also read the coffee grounds and the cards. Her clientele consisted of aristocratic women. In both departments: clothes and soothsaying. No matter what, she never squandered the money she earned from the latter. What she did was such a sin; such things belonged to the devil, not the Church. Still, she had to raise her child. “May the Almighty turn a blind eye. I hope He does me a favour!” she often said. After all, she didn’t fool any of her clients. She didn’t perform any magic or cast any spells. She told the future. And she always hit the nail on the head. The only thing she couldn’t see was her own future. In the mirror, her bruised face looked hideous. No, this time, she wouldn’t do anything to conceal it. She was a soldier in an unfair battle. In a foolish battle. These were her medals for all the years she had frittered away. Besides, she was the one who brought up the child; he hadn’t even bought him a pair of trousers. She took a deep breath. She held her rent hair with a scrunchy. She went to her bedroom and slipped her trench coat over her nightgown. She took her bankbook, ID and some useful documents out of the hiding place, put on her sunglasses and threw into her bag her tranquillisers, her purse and her little icons. She didn’t take any keys or belongings, she didn’t even switch off the lights. She pulled the door shut and hurriedly walked away. The end. Το διήγημά μου εκδόθηκε στο διεθνές περιοδικό Acheron My short story was published in the international magazine Acheron Ευχαριστώ την Εύα Λιανού Πετροπούλου για την ευκαιρία που μου έδωσε Thanks to Eva Lianou Petropoulou for the opportunity she gave me https://www.calameo.com/read/006971538a7ef9c6d28a8?fbclid=IwAR1-i-8e-09dbt6a-2CiIxsKERifdNh1ri3B-9-Feb0ql58xLIe6Jn4IcWE

Eva Lianoy Petropoulou. Poet, author of fairytales

Dimitris Thanasoulas Translator

 

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη. Πρώτο χρέος

Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη. Πρώτο χρέος

Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: 'Όλα τούτα πού θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα τού νου μου. Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο Ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος. Τ άστρα λάμπουν...

Το σμερδάκι

Το σμερδάκι

Παραμύθι της Γεωργίας Αγγελή Παρμένο από την λαϊκή μας παράδοση  Τα σμερδάκια είναι κακοποιοί ποιμενικοί δαίμονες με τη μορφή μωρού. Επιτίθενται σε κοπάδια ζώων και τα σκοτώνουν. Εμφανίζονται σε ορεινά μέρη στην Αρκαδία, όλο το χρόνο τις νύχτες. Στην μυθολογία πάντα...

Το στρώμα-Γεωργία Αγγελή

Το στρώμα-Γεωργία Αγγελή

Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή Ο Βαγγέλης όρθιος στεκόταν και κοίταζε το στρώμα του. Σε λίγο θα ερχόταν ο φίλος του ο Γιάννης να το κατεβάσουν κάτω στα σκουπίδια μαζί με το κρεβάτι. Ήθελε να το ξεφορτωθεί. Δεν ήθελε τίποτα από τα παλιά πράγματα στο καινούργιο του σπίτι....

Στο θάλαμο αναμονής-Γεωργία Αγγελή

Στο θάλαμο αναμονής-Γεωργία Αγγελή

Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή Περίμενε την σειρά της, έξω από την πόρτα του γιατρού. Ήταν άλλοι έξι  πριν από αυτή. Ένας που έπαιζε συνέχεια με το κινητό. Μία παχουλή κυρία που διάβαζε. Ένα ζευγάρι που μιλούσε χαμηλόφωνα. Ένας πολύ μελαχρινός νεαρός που ήταν νευρικός...

Δεν είναι η μέρα σου σήμερα-Γεωργία Αγγελή

Δεν είναι η μέρα σου σήμερα-Γεωργία Αγγελή

Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή Το αμάξι βγήκε απότομα από το στενό και ο Πέτρος δεν πρόλαβε να φρενάρει το μηχανάκι. Έσκασε με δύναμη στο φτερό του αυτοκινήτου, εκσφενδονίστηκε στον αέρα, διέγραψε μια καμπύλη και προσγειώθηκε με δύναμη στο οδόστρωμα. Ένας οξύς πόνος στο...

Comments

0 Comments

Submit a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *