Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας νέος και τρανός βασιλιάς που όριζε μια χώρα εκατό φορές πιο μεγάλη απ’ ότι οι άλλοι βασιλιάδες και χίλιες φορές πιο πλούσια. Κι αυτός ο βασιλιάς δεν είχε κανένα συγγενή στον κόσμο, ούτε γονείς ούτε αδέλφια ούτε πρωτοξάδελφα κι ο βεζίρης τον ορμήνευε να παντρευτεί.
- Βασιλιά μου, του ‘λεγε, καθεμιά βασιλοπούλα ή πριγκιποπούλα ή αρχοντοπούλα, θα το ‘χει χαρά και καμάρι να σε παντρευτεί, γιατί εκτός που είσαι ο πιο jακουστός βασιλιάς του κόσμου, είσαι και νέος κι όμορφος και καλός.
- Και γιατί να παντρευτώ βασιλοπούλα ή πριγκιποπούλα ή αρχοντοπούλα και να μην πάρω όποια μ’ αρέσει, ας είναι και φτωχή; έλεγε ο βασιλιάς. Πλούτη και δόξες έχω, τι μου χρειάζονται περισσότερα; —Όπως ορίζεις, βασιλιά μου, αποκρινόταν ο βεζίρης.
Μια μέρα λοιπόν ο βασιλιάς καβάλησε το άλογό του και πήγε στο δάσος να περπατήσει, γιατί ήταν άνοιξη κι η γη και τα κλαδιά πρασίνιζαν και μοσχοβολούσαν. Τριγύρισε σιγά – σιγά εδώ κι εκεί, ώσπου ήρθε μεσημέρι και τότε πήγε στην πηγή να πιει νερό και να ποτίσει τ’ άλογό του. Μόλις έφτασε εκεί είδε μια κοπέλα να ποτίζει τη γιδούλα της και τα τρία της κατσικάκια κι ήταν τόσο όμορφη που ο βασιλιάς τα ‘χάσε.
- Γεια σου, κοπέλα μου, της είπε. Πού βρέθηκες εδώ καταμόναχη;
- Εδώ μένω, άρχοντά μου, αποκρίθηκε η κοπέλα, κι ήρθα να ποτίσω τις γίδες μου.
- Έχεις μάνα και πατέρα κι αδέλφια; ρώτησε ο βασιλιάς.
- Δεν έχω κανέναν, είπε η κοπέλα, είμαι πεντάρφανη κι έρημη. Τούτες τις γιδούλες έχω, μαζεύω και χόρτα και ζω.
Ο βασιλιάς κουβέντιασε κάμποσο μαζί της κι ύστερα τη χαιρέτησε κι έφυγε. Την άλλη μέρα όμως ξαναπήγε στην πηγή κι έκατσε να την περιμένει. Κι όταν την είδε να φτάνει με τις γίδες της, σηκώθηκε και της είπε:
- Άκουσε, κοπέλα μου, εγώ είμαι ο βασιλιάς. Κι επειδή μου φαίνεσαι σεμνή και γνωστικιά, ήρθα να σε ρωτήσω αν θέλεις να γίνεις γυναίκα μου και βασίλισσά μου.
Το κορίτσι το κακόμοιρο τα ‘χάσε και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Σε λιγάκι όμως είπε δειλά – δειλά:
- Εμένα, βασιλιά μου, να κάνεις βασίλισσα, μια φτωχούλα, και να μου βάλεις κορόνα στο κεφάλι μου; Μήπως το μετανιώσεις;
- Δε φοβάμαι τίποτα, απάντησε ο βασιλιάς. Κι αν θέλεις, αύριο το πρωί θα στείλω τη βάγια μου με σκλάβες να σε πάρουν στο παλάτι και να σε ντύσουν βασιλικά, για να σε στεφανωθώ.
- Όπως ορίζεις, βασιλιά μου, είπε η κοπέλα.
Ο βασιλιάς σε λίγο έφυγε και το άλλο πρωί έστειλε τη βάγια του με σκλάβες και την πήραν στο παλάτι που ετοιμαζόταν ολόκληρο για τους γάμους. Εκεί την έλουσαν, την έντυσαν βασιλικά και τη στόλισαν με χρυσαφικά και με διαμάντια. Κι όταν η κοπέλα μπήκε στη σάλα, ήταν τόσο όμορφη, που έλαμψε ο τόπος κι ο κόσμος όλος τα ‘χάσε , γιατί άλλη τόσο όμορφη και τόσο γλυκιά νέα, δεν είχαν ξαναδεί. Κι όλοι χάρηκαν που θα ‘χαν τέτοια βασίλισσα. Μονάχα η γυναίκα του βεζίρη χλόμιασε από τη ζήλεια της όταν την είδε και είπε μέσα της:
- Άκου πράγματα! Να μας κουβαλήσει στο παλάτι μια κουρελιάρα που έβοσκε στο δάσος τις γίδες της, μια φτωχή και πεντάρφανη και να μας βάζει να την προσκυνούμε! Δεν έπαιρνε καλύτερα τη θυγατέρα μου, που ήταν πλούσια και βεζιροπούλα;
Ο γάμος έγινε με χαρές και πανηγύρια κι ο βασιλιάς ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του, που ήταν καλή και πονετικιά κι όπου άκουγε άρρωστο και φτωχό πήγαινε και τον ελεούσε. Πέρασε καιρός κι η βασίλισσα έκανε ένα αγοράκι κάτασπρο σαν το χιόνι κόκκινο σαν το τριαντάφυλλο και ξανθό σαν τον ήλιο. Ο βασιλιάς το κοίταζε και κόντευε να τρελαθεί από την πολλή χαρά. Η βεζυραινα όμως ήταν να σκάσει από το κακό της κι άρχιζε να συλλογίζεται πώς να βρει τρόπο να διώξει ο βασιλιάς τη γυναίκα του και να στεφανωθεί την κόρη της.
Συλλογιζότανε λοιπόν μέρες και νύχτες ώσπου στο τέλος βρήκε. Και την άλλη μέρα δε χάνει καιρό, ντύνεται με παλιόρουχα, βάζει ένα μαξιλάρι πίσω στον πλάτη της για να φαίνεται καμπούρα, δένει το κεφάλι της μ’ ένα μαντήλι που της έκρυβε το πρόσωπο, παίρνει ένα ραβδί κι ένα ταγάρι και σκυφτή – σκυφτή, σα γριά εκατό χρόνων, πάει στο παλάτι και λέει στο φρουρό:
- Αχ, παλικάρι μου, άφησέ με να μπω, να ζητήσω· από την καλή μας βασίλισσα μια ελεημοσύνη.
Εκείνη λοιπόν την ώρα η βασίλισσα έτυχε να ‘ναι στην αυλή του παλατιού και την άκουσε.
- Έλα μέσα, κυρούλα, της φώναξε· τι θέλεις να σου δώσω;
- Λίγο σταράκι, βασίλισσά μου, απάντησε η γριά.
Η βασίλισσα την πήρε τότε και πήγαν σε μια αποθήκη γεμάτη στάρι. Εκεί γέμισε μια γαβάθα από το σωρό και την έδωσε της γριάς.
- Πάρτη, κυρούλα είπε και γέμισε το ταγάρι σου.
Παίρνει η γριά τη γαβάθα να γεμίσει το ταγάρι της και κάνει τάχα πως έτρεμαν τα χέρια της και χύνει το στάρι στις πλάκες.
- Ωχ, τι έκανα η κακομοίρα! φώναξε τότε κι έσκυψε κι άρχισε να το μαζεύει σπυρί – σπυρί.
- Άστο, κυρά μου, της είπε τότε η βασίλισσα, θα σου δώσω άλλο.
- Όχι, όχι, είπε η γριά, η πρώτη ευλογία πιάνεται, και το μάζευε.
Μόλις νύχτωσε, το ταγάρι της γέμισε, και κίνησε να φύγει. Αντί να πάει όμως στην εξώπορτα, και να βγει έξω, χώθηκε στο παλάτι. Και σα βεζίραινα ήξερε τα κατατόπια, ανέβηκε σιγά – σιγά τις σκοταδιαστές σκάλες, πέρασε κάμαρες και κάμαρες κι έφτασε στο κρεβατάκι που κοιμόταν το μικρό βασιλόπουλο. Η βάγια του κοιμόταν κι αυτή σ’ ένα κρεβάτι αντίκρυ και ροχάλιζε δυνατά. Αρπάζει τότε γρήγορα – γρήγορα το παιδί, αδειάζει το στάρι της στο κρεβάτι του, βάζει το βασιλόπουλο μέσα στο ταγάρι της και φεύγει. Και πάει κι αφήνει το παιδί στο δάσος, δίπλα στην πηγή.
«Εδώ έρχονται τ’ αγρίμια να πιούν νερό» είπε μέσα της η κακιά γυναίκα «και σαν το δουν, θα το ξεπαστρέψουν».
Ύστερα γύρισε στο σπίτι της, μπήκε στην κάμαρά της, χωρίς να την δουν, κι έβγαλε τα παλιόρουχα που φορούσε. Και ντύθηκε και στολίστηκε κι έγινε πάλι βεζίραινα.
Την άλλη μέρα το πρωί έγινε μεγάλος σαματάς και κακό στο παλάτι. Το βασιλόπουλο έλειπε από το κρεβατάκι του και στη θέση του βρέθηκε ένα σακουλάκι στάρι. Η βασίλισσα έκλαιγε και χτυπιότανε, ο βασιλιάς είχε γίνει κίτρινος σαν το κερί κι οι δούλες κι οι σκλάβες έτρεχαν στις ταράτσες και στα κατώγια, έψαχναν παντού, και ρωτούσαν η μιά την άλλη τι να ‘γίνε άραγε το παιδάκι.
Σε λίγο έφτασε κι η βεζίραινα μέσα στο αμάξι της κι έτρεξε ίσια στο βασιλιά;
- Πολυχρονεμένε μου βασιλιά, είπε κλαίγοντας, τι άκουσα; χάθηκε το βασιλόπουλό μας;
- Χάθηκε, βεζίραινα, είπε ο βασιλιάς. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε.
- Βρήκαν μήπως τα ρουχαλάκια του μέσα στο κρεβατάκι του; ρώτησε η γυναίκα.
- Όχι, είπε ο βασιλιάς, δε βρήκαν τα ρουχαλάκια του, βρήκαν μονάχα στη θέση του ένα σακουλάκι σιτάρι.
- Σιτάρι; έκανε η βεζίραινα. Π συμφορά σου, βασιλιά! ω μεγάλο κακό που σε βρήκε!
- Γιατί; έκανε ο βασιλιάς, και χλόμιασε περισσότερο.
- Καλύτερα να μην το μάθεις, βασιλιά μου, απάντησε η βεζίραινα, γιατί θα φαρμακωθείς.
- Πιο πολύ απ’ όσο είμαι φαρμακωμένος; είπε ο βασιλιάς.
- Χιλιάδες φορές πιο πολύ, απάντησε η βεζύραινα. Γιατί, μάθε πως η γυναίκα σου είναι μάγισσα και το παιδί σου δε χάθηκε παρά έγινε ένα σωρουλάκι σιτάρι· όπως και κάθε παιδί που θα κάνει.
Ο βασιλιάς μόλις τα ‘κουσε έγινε κατακόκκινος από το θυμό του.
- Μάγισσα; είπε. Εγώ ο πιο ξακουστός βασιλιάς πήρα γυναίκα μάγισσα;
- Ναι, βασιλιά μου, είπε η βεζύραινα και φαρμακώνομαι κι η ίδια που στο λέω. Να ξέρεις όμως πως όταν άκουσα πως θα παντρευόσουνα μια έρημη και πεντάρφανη κοπέλα που ζούσε καταμόναχη στο δάσος, το κατάλαβα, μα τι να πω η κακομοίρα; ποιος θα το πίστευε; Γιατί, τι ήθελε, βασιλιά μου, να μένει μια κοπέλα στην ερημιά; χάθηκαν τα χωριά κι οι πολιτείες; Δεν έχω δίκιο;
- Δίκιο έχεις! βροντοφώναξε ο βασιλιάς, κι έτρεξε στη γυναίκα του.
- Σήκω να φύγεις γρήγορα από το παλάτι μου, της είπε άγρια. Να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις. Να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου, μάγισσα!
Η κακομοίρα η βασίλισσα τα ‘χάσε. Μα τι να κάνει; βασιλική προσταγή ήταν αυτή. Σηκώθηκε λοιπόν κι έφυγε κλαίγοντας από το παλάτι και δεν ήξερε τι να κλάψει πιο πολύ το παιδάκι της που έχασε ή τον άντρα της, που τον αγαπούσε και τον έχανε κι αυτόν.
- Καλά που μου μένει η σπηλιά μέσα στο δάσος κι οι γιδούλες μου, αλλιώς δε θα ‘χα που να πάω, η άμοιρη. Και τράβηξε κατά το δάσος.
Ας την αφήσουμε τώρα αυτή κι ας πάμε στην πηγή, εκεί που άφησε το μωρουδάκι της βασίλισσας η κακιά γυναίκα του βεζίρη. Το μωρουδάκι, λοιπόν έμεινε δίπλα στην πηγή, όλη τη νύχτα τυλιγμένο στα ρουχαλάκια του κι όταν ξημέρωσε ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει. Τότε μια μεγάλη πεταλούδα με χίλια χρώματα πήγε κοντά του κι άρχισε να πετάει πέρα – δώθε, πέρα – δώθε, και τα φτερά της έλαμπαν στον ήλιο. Το παιδάκι την είδε, έπαψε το κλάμα, την κοίταζε περίεργα, καθώς πετούσε, και το στοματάκι του χαμογέλασε. Σε λίγο ένα πουλάκι κάθισε δίπλα σ’ ένα κλαδί και του τραγούδησε γλυκά, ώσπου έφτασε το μεσημέρι. Τότε ήρθε η γίδα με τα τρία κατσικάκια της να πιει νερό και καθώς είδε το παιδάκι φώναξε:
- Αχ, ένα μωρουδάκι! πού βρέθηκε δω πέρα καταμόναχο; Και θα πεινάει, το κακόμοιρο! ας του δώσω λίγο γάλα να πιει.
Του ‘δώσε λοιπόν γάλα να πιει και τα τρία κατσικάκια έπαιζαν τριγύρω του και το μωρό τα κοίταζε και γελούσε χαρούμενο, ώσπου βράδιασε. Τότε η γίδα πήρε το παιδάκι και το πήγε στη σπηλιά της, του ‘στρώσε ξερό χορταράκι και το ‘βάλε να κοιμηθεί. Σαν ξημέρωσε, του ‘δώσε πάλι να πιει γαλατάκι και μετά πήρε τα κατσικάκια της και βγήκε να βοσκήσει. Όπου κάποτε, εκεί που έβοσκε τι να δει! Την κυρά της να ‘ρχεται στο δάσος! Έτρεξε τότε ολόχαρη, μαζί με τα κατσικάκια της, κι όταν έφτασαν κοντά της, άρχισαν να της κάνουν χίλια παιχνίδια. Η βασίλισσα τις είδε κι άρχισε πάλι τα κλάματα.
- Γιατί κλαις, καλή μου κυρά; της είπε τότε η γίδα.
- Κλαίω, γιατί σας άφησα κι έφυγα, απάντησε η κυρά της.
- Και τώρα θα μείνεις μαζί μας; τη ρώτησε χαρούμενη η γίδα.
- Μαζί σας! είπε η βασίλισσα. Έξω από σας δεν έχω πια κανένα στον κόσμο.
- Τώρα θα ‘χεις συντροφιά κι ένα μωρουδάκι, είπε η γίδα.
- Μωρουδάκι; έκανε η βασίλισσα’ πού βρέθηκε εδώ;
- Το βρήκα δίπλα στην πηγή και το πήρα στη σπηλιά μας, απάντησε η γίδα. Κι είναι τόσο όμορφο! Άσπρο σαν το χιόνι, κόκκινο σαν το τριαντάφυλλο και ξανθό σαν τον ήλιο.
Η καρδιά της βασίλισσας χτύπησε δυνατά μόλις τ’ άκουσε και έτρεξε γρήγορα στη σπηλιά. Κι εκεί τι να δει! Το μωρουδάκι της να κοιμάται ήσυχα ήσυχα, τυλιγμένο στα ρουχαλάκια του. Η δυστυχισμένη η μάνα του δεν πίστευε στα μάτια της. Πώς να πιστέψει πως το παιδί της, που το γύρευαν στο παλάτι, βρέθηκε μέσα στη σπηλιά, καταμεσής του δάσους; Η χαρά της όμως της έδιωξε γρήγορα τη σκέψη αυτή, πήρε το παιδί της στην αγκαλιά της κι άρχισε να το χαϊδεύει και να το φιλά με δάκρυα στα μάτια. Και κάθισε μαζί του στη σπηλιά και μαζί με τις γιδούλες της και μάζευε χόρτα κι άγριους καρπούς κι έτρωγε, σαν πρώτα.
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μα ο βασιλιάς από τότε που έδιωξε τη γυναίκα του, έπεσε σε βαθιά μελαγχολία κι ούτε όρεξη είχε να φάει, ούτε να πιει, ούτε να μιλήσει, μόνο έπαιρνε το άλογό του κι έτρεχε μακριά, έξω από την πολιτεία και το βράδυ γύριζε κατάκοπος, έτρωγε ίσα – ίσα δυο μπουκιές κι έπεφτε και κοιμόταν. Η βεζίραινα συχνοπήγαινε στο παλάτι να τον παρηγορήσει.
- Βασιλιά μου, του ‘λεγε, παντρέψου μια κόρη που να ταιριάζει στη θέση σου και τότε θα τα ξεχάσεις όλα.
Μα ο βασιλιάς δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για παντρειά. Ώσπου μια μέρα σηκώθηκε πρωί – πρωί, καβάλησε το άλογό του και, χωρίς να ξέρει κι αυτός γιατί, τράβηξε κατά την πηγή του δάσους. Σαν έφτασ’ εκεί, ξεπέζεψε και κάθισε συλλογισμένος.
Κοντά το μεσημέρι, είδε τη γίδα και τα κατσικάκια της να ‘ρχονται στην πηγή να πιούν νερό.
- Καλώς το βασιλιά, είπε η γίδα, μόλις ζύγωσε, πώς μας θυμήθηκες κι ήρθες στα μέρη μας;
- Περαστικός ήμουνα κι έκατσα να ξαποστάσω, απάντησε ο βασιλιάς. Μα γιατί ερχόσαστε τώρα μόνες σας; πού ‘ναι η κυρά σας να σας ποτίσει;
- Η κυρά μας έχει τώρα το αγοράκι της και δεν αδειάζει να ‘ρθει μαζί μας, απάντησε η γίδα. Μένει όλη την ημέρα μέσα στη σπηλιά.
- Ποιο αγοράκι της; είπε ο βασιλιάς, που τα ‘χάσε.
- Ω, ένα αγοράκι άσπρο σαν το χιόνι, κόκκινο σαν το τριαντάφυλλο και ξανθό σαν τον ήλιο, είπε η κατσίκα. Το βρήκα ένα πρωί εδώ στην πηγή, τυλιγμένο στα ρουχαλάκια του και το πήρα στη σπηλιά μας. Κι ήταν τυχερό, γιατί την άλλη μέρα έφτασε εδώ κι η κυρά μας, η μάνα του. Α, πόσο χάρηκε η μάνα του, όταν το βρήκε στη σπηλιά!
Ο βασιλιάς χλόμιασε σαν τ’ άκουσε κι είπε με τρέμουλη φωνή:
- Πες μου, γίδα μου, πώς βρέθηκε αυτό το παιδάκι στο δάσος;
- Εγώ δεν ξέρω, βασιλιά μου. Μια κουκουβάγια όμως μου είπε πως το ‘φερε μια γριά σκυφτή και καμπουριασμένη και τ’ άφησε στην πηγή, για να το δουν τ’ αγρίμια που θα ‘ρχόταν να πιούν νερό, και να το αφανίσουν. Η κουκουβάγια τη γνώρισε εκείνη τη γριά κι είπε πως ήταν η ίδια η βεζίραινα, ντυμένη σα ζητιάνα.
- Πάμε γρήγορα στη σπηλιά, είπε ο βασιλιάς και σηκώθηκε.
- Πάμε, βασιλιά μου, είπε η γίδα κι έτρεξε μπροστά με τα κατσικάκια της.
Σε λίγο ο βασιλιάς έφτασε στη σπηλιά κι όταν μπήκε μέσα είδε τη βασίλισσα να ‘χει στην αγκαλιά της το παιδάκι τους, και να το νανουρίζει. Έτρεξε τότε κοντά της με κλάματα και της είπε:
- Πώς θα με συγχωρήσεις για το κακό που σου έκανα;
Η βασίλισσα τον κοίταξε και χαμογέλασε μέσ’ τα δάκρυά της.
- Ποτέ μου δε σου κράτησα κακία, του απάντησε. Τώρα μάλιστα που βρέθηκε το παιδί μου, συγχωρώ κι αυτόν που μας το πήρε και το ‘φερε στο δάσος.
- Εγώ όμως δεν τον συγχωρώ! είπε ο βασιλιάς και θα τον τιμωρήσω, όπως του πρέπει. Έλα τώρα, αγαπημένη μου γυναίκα, να σε βάλω στο άλογό μου, με το παιδάκι μας και να σε πάω στο παλάτι.
Η βασίλισσα αποχαιρέτησε τις γιδούλες της, ανέβηκε στο άλογο μαζί με το παιδί τους κι ο βασιλιάς έπιασε τα χαλινάρια και τους πήγε χαρούμενος στο παλάτι.
Ίσα – ίσα εκείνη την ώρα ήταν εκεί κι η βεζίραινα και περίμενε το βασιλιά για να τον συμβουλέψει πάλι να παντρευτεί. Μόλις όμως τον είδε να φτάνει μαζί με τη βασίλισσα και το γιο τους, έπαθε τέτοια ταραχή, που έμεινε στον τόπο.
Έτσι ο βασιλιάς δεν πρόφτασε να τιμωρήσει την κακιά γυναίκα όπως της άξιζε.
«50 Νέα παραμύθια» Πιπίνας Τσιμικάλη
Εκδόσεις Αστήρ
Η κούκλα από Efi Peppa
0 Comments