Ιστορίες Δερβισάδων. Εκδόσεις Καστανιώτη
Μια φορά κι ένα καιρό, μια φτωχή χήρα καθόταν στην κάμαρά της και κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο, όταν είδε ένα ταπεινό δερβίση να ‘ρχεται από το δρόμο. Φαινόταν κατάκοπος και τα μπαλωμένα ρούχα του ήταν λιγδιασμένα. Ήταν φανερό πως χρειαζόταν βοήθεια.
Η γυναίκα έτρεξε στο δρόμο φωνάζοντας:
«Ευγενικέ δερβίση, ξέρω ότι είσαι ένας από τους εκλεκτούς, όμως έρχονται στιγμές που ακόμα κι άνθρωποι ασήμαντοι όπως εγώ μπορούν να φανούν χρήσιμοι σ’ εκείνους που αναζητούν κάτι. Κόπιασε να ξαποστάσεις στο σπιτικό μου. Τάχα δε λένε πως όποιος βοηθά τους φίλους θα βοηθηθεί με τη σειρά του, και όποιος βάζει εμπόδια στο δρόμο τους θα πάθει με τη σειρά του τα ίδια, μόλο που είναι ένα μυστήριο το πώς θα συμβεί αυτό και πότε».
«Σ’ ευχαριστώ, καλή μου γυναίκα», αποκρίθηκε ο δερβίσης και μπήκε στο σπιτάκι της όπου κάθισε μερικές μέρες ώσπου ξαπόστασε και στυλώθηκε.
Εκείνη η γυναίκα είχε ένα γιο, τον Αμπντουλάχ, που δεν είχε και πολλές ευκαιρίες να προκόψει καθώς τον περισσότερο καιρό του ως τα τότε τον περνούσε κόβοντας ξύλα που τα πουλούσε στο παζάρι. Ούτε και μπορούσε να ωφεληθεί από τις μέχρι τότε εμπειρίες του ώστε να βοηθήσει είτε τον εαυτό του είτε τη μητέρα του.
«Παιδί μου», του λέει ο δερβίσης, «είμαι άνθρωπος πολύξερος κι ας δείχνω ανήμπορος και ανίσχυρος. Έλα μαζί μου και θα σου δοθούν πολλές μεγάλες ευκαιρίες, αν βέβαια συμφωνεί κι η μητέρα σου».
Η μητέρα με χαρά δέχτηκε να φύγει ο γιος της μαζί με το σοφό κι έτσι ξεκίνησαν οι δυο για το ταξίδι τους.
Είχαν πια ταξιδέψει σε πολλές χώρες και υπόφερε πολλά βάσανα οι δυο τους, όταν ο δερβίσης είπε:
«Αμπντουλάχ, φτάσαμε στο τέρμα ενός δρόμου. Θα κάνω τώρα μερικές τελετουργικές πράξεις που αν γίνουν δεκτές ευνοϊκά, η γη θ’ ανοίξει και θα φανερώσει κάτι που πολύ λίγοι μπορούν να δουν. Ένας θησαυρός είναι κρυμμένος εδώ και πολλά χρόνια σ’ αυτό το μέρος. Φοβάσαι μήπως;»
Ο Αμπντουλάχ ορκίστηκε να μη φοβηθεί ό,τι κι αν συνέβαινε.
Τώρα ο δερβίσης άρχισε να κάνει κάτι περίεργες κινήσεις, να μουρμουράει κάτι λόγια μαζί με τον Αμπντουλάχ, και τότε η γη άνοιξε.
Ο δερβίσης τού είπε:
«Άκουσέ με τώρα, Αμπντουλάχ, και δώσε μεγάλη προσοχή. Θα πρέπει να κατεβείς σ’ αυτή τη σπηλιά εδώ μπροστά μας και να πάρεις ένα σιδερένιο κηροπήγιο. Προτού φτάσεις όμως ως εκεί, θα δεις θησαυρούς που σπάνια έχουν φανερωθεί σε άνθρωπο. Μη δώσεις σημασία, το σιδερένιο κηροπήγιο είναι ο στόχος και ο σκοπός σου. Μόλις το βρεις, φέρ’ το αμέσως εδώ».
Ο Αμπντουλάχ κατέβηκε στη σπηλιά με το -θησαυρό και είδαν τα μάτια του τόσα λαμπερά πετράδια, τόσα ολόχρυσα πιάτα, τέτοιους θησαυρούς, που δύσκολα βρίσκεις λόγια να τους περιγράφεις. Κι απόμεινε σαστισμένος. Λησμονώντας τα λόγια του δερβίση, γέμισε τα χέρια του με τους πιο αστραφτερούς θησαυρούς που υπήρχαν γύρω του. Και τότε είδε το κηροπήγιο. Σκέφτηκε πως μπορούσε να το πάει αυτό στο δερβίση και να κρύψει μπόλικο χρυσάφι για τον εαυτό του μέσα στα φαρδιά μανίκια του. Το παίρνει, λοιπόν, κι ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στην επιφάνεια της γης. Μόλις βγήκε όμως από τη σπηλιά, είδε ότι βρισκόταν κοντά στο σπιτάκι της μητέρας του και ο δερβίσης είχε γίνει άφαντος. Κι όταν δοκίμασε να δείξει τα χρυσάφια στην μητέρα του, εκείνα έλιωσαν και εξαφανίστηκαν.
Μόνο το κηροπήγιο είχε απομείνει. Ο Αμπντουλάχ το παρατήρησε καλά καλά. Είχε δώδεκα κεριά κι εκείνος άναψε το ένα. Ξάφνου, φάνηκε μια φιγούρα όμοια με δερβίση. Η οπτασία άρχισε να στροβιλίζεται, ύστερα ακούμπησε ένα μικρό νόμισμα καταγής και χάθηκε πάλι.
Ο Αμπντουλάχ άναψε τώρα και τα δώδεκα κεριά. Δώδεκα δερβισάδες παρουσιάστηκαν, στροβιλίστηκαν ρυθμικά για λίγο κι έριξαν δώδεκα νομίσματα προτού εξαφανιστούν.
Άμα συνήλθαν από τη σαστιμάρα τους, ο Αμπντουλάχ και η μητέρα του κατάλαβαν ότι θα ζούσαν μια χαρά από τη σοδειά του κηροπήγιου. Ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να παίρνουν καθημερινά δώδεκα ασημένια νομίσματα από το «χορό των δερβισάδων».
Δεν πέρασε, όμως, πολύς καιρός και ο Αμπντουλάχ άρχισε να σκέφτεται τ’ αμέτρητα πλούτη που είχε δει στην υπόγεια σπηλιά. Έτσι, μια μέρα, πήρε την απόφαση να πάει να δει μήπως και καταφέρει να πάρει λίγα από τα πλούτη εκείνα για τον εαυτό του.
Έψαξε, ξανάψαξε αλλά δεν μπορούσε να βρει το μέρος όπου ήταν η είσοδος της σπηλιάς. Όμως, τώρα τον είχε κυριέψει η επιθυμία να γίνει πλούσιος. Ξεκίνησε και ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο ώσπου κάποτε έφτασε σ’ ένα παλάτι, το σπίτι του δυστυχισμένου εκείνου δερβίση που είχε βρει κατάκοπο να τρικλίζει στο δρόμο η μητέρα του, μια μέρα έξω από το σπίτι τους.
Η αναζήτηση του είχε πάρει πολλούς μήνες κι ο Αμπντουλάχ χάρηκε όταν τον παρουσίασαν στο δερβίση που τον βρήκε ντυμένο σαν βασιλιά και περιτριγυρισμένο από ένα σωρό μαθητές του.
«Αχάριστε!» του φώναξε ο δερβίσης. «Θα σου δείξω τι μπορεί να κάνει στ’ αλήθεια αυτό εδώ το κηροπήγιο».
Κι αρπάζοντας ένα ραβδί χτύπησε το κηροπήγιο. Τότε κάθε κερί μεταμορφώθηκε σε θησαυρό, μεγαλύτερο απ’ όλους εκείνους που είχε δει το αγόρι μες στη σπηλιά. Ο δερβίσης πήρε το χρυσάφι, το ασήμι και τα πετράδια να τα μοιράσει σε άξιους ανθρώπους και, ω του θαύματος, το κηροπήγιο στεκόταν πάλι εκεί έτοιμο να ξαναχρησιμοποιηθεί.
«Αφού λοιπόν δεν μπορεί να σ’ εμπιστευτεί κανείς ότι θα κάνεις το σωστό και επειδή πρόδωσες την αποστολή σου, να φύγεις από μένα. Ωστόσο, μια κι έφερες πίσω το κηροπήγιο, πάρε μια καμήλα φορτωμένη με χρυσάφι για λογαριασμό σου».
Ο Αμπντουλάχ κοιμήθηκε το βράδυ στο παλάτι και το πρωί κατάφερε να κρύψει το κηροπήγιο στο σαμάρι της καμήλας. Μόλις έφτασε σπίτι του, άναψε τα κεριά και χτύπησε μ’ ένα ραβδί το κηροπήγιο.
Δεν είχε μάθει όμως καλά πώς γινόταν το θαύμα γιατί, αντί να κρατήσει το ραβδί με το δεξί χέρι, το έπιασε με το αριστερό. Αμέσως φάνηκαν οι δώδεκα δερβισάδες, μάζεψαν το χρυσάφι και τα πετράδια, σέλωσαν την καμήλα, άρπαξαν το κηροπήγιο και εξαφανίστηκαν. Κι ο Αμπντουλάχ έμεινε φτωχότερος από πριν γιατί θυμόταν ακόμα την ανοησία του, την αχαριστία, την κλεψιά του και τα πλούτη που μπόρεσε ν’ αγγίξει. Μα δεν του δόθηκε ξανά δεύτερη ευκαιρία και ποτέ πια δεν μπόρεσε να παρηγορηθεί
0 Comments