Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙ με πολλές καμήλες και καμηλιέρηδες περνούσε μια έρημο μεγάλη.

Οι καμήλες κου­βαλούσαν πάνω τους τόπια μεταξωτά και χαλιά και ασημικά και μια καμήλα έξω απ’ αυτά κουβαλούσε και το καμηλάκι της, μέσα σ’ ένα σακούλι. Αυτό το σακούλι, το ‘χε φτιάσει πρωτύτερα ένας καμηλιέ­ρης κι είχε βάλει εκεί το καμηλάκι γιατί ήταν μικρό και δεν μπορούσε να περπατήσει.

Σ’ αυτό το ταξίδι όμως το καμηλάκι είχε μεγαλώσει και σαν πέρα­σαν κάμποσες μέρες ο καμηλιέρης το κατέβασε κάτω από τη μάνα του.

« Τώρα μεγάλωσες πια, του είπε, και μπορείς να περπατάς, χωρίς να κουράζεις την κακομοίρα τη μητέρα σου, που είναι και φορτωμέ­νη».

Στο καμηλάκι όμως κακοφάνηκε, γιατί δεν ήταν μαθημένο να περπατάει και συλλογιζότανε τι τρόπο να βρει να γελάσει τον καμη­λιέρη και να τον κάνει να το ξαναβάλει πάλι στο σακί. Εκεί που το συλλογιζότανε αυτό, βλέπει μια κουτσή καμήλα μπροστά της, που περπατούσε με δυσκολία.

«Το βρήκα! είπε τότε. Θα κάνω το κουτσό, πως δε μπορώ να περ­πατήσω και τι θα κάνει ο καμηλιέρης; Θα με βάλει πάνω στη μάνα μου».

‘Αρχισε λοιπόν να κάνει το κουτσό. Μα ο καμηλιέρης κουβέντιαζε μ’ ένα σύντροφό του και δεν το πρόσεξε. Έτρεξαν έτσι ως το βράδυ και το βράδυ στάθηκαν να φάνε και να ξεκουραστούν.

Την άλλη μέρα το πρωί το καραβάνι πήρε το δρόμο του και το καμηλάκι άρχισε πάλι να κάνει το κουτσό. Μια στιγμή όμως κοίταξε μπροστά του να δει την κουτσή καμήλα και δεν την είδε.

  • Τι έγινε ο κουτσή καμήλα; ρώτησε τότε μια διπλανή του καμήλα.
  • Αχ, την κακομοίρα! έκανε αυτή. Δεν τα ξέρεις;
  • Όχι, έπαθε τίποτα;
  • Έπαθε και μεγάλο κακό μάλιστα. Ο αφεντικός της την είδε πως ήταν κουτσή και δεν μπορούσε να περπατήσει και την άφησε πίσω μας. Θα χαθεί η κακομοίρα χωρίς φαΐ και νερό.
  • Δυστυχία μου! συλλογίστηκε τότε το καμηλάκι, τι κόντεψα να πάθω! Καλά που ο αφεντικός μου δε με πρόσεξε που κούτσαινα, αλ­λιώς μπορεί να μ’ άφηνε και μένα να χαθώ στην ερημιά.

Κι άρχισε να περπατάει χωρίς να κουτσαίνει. Γιατί βρήκε πως ή­ταν καλύτερο να κουράζεται κι αυτό, σαν τις άλλες καμήλες, παρά να χανόταν ολότελα.

50 Νέα παραμύθια» Πιπίνας Τσιμικάλη

Εκδόσεις Αστήρ

 

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Ο Δρακοντοκτόνος ήρωας

Ο Δρακοντοκτόνος ήρωας

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ AT 300 Ο Δρακοντοκτόνος ήρωας AT: The Dragon-Slayer Delarue-Teneze: La bête a sept tetes Ο Αη-Γιώργης Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχανε δύο κορίτσια μοναχά. Αγόρια δεν είχανε. Και αυτή η πολιτεία είχε ένα πηγάδι...

Ο Πρίγκηπας Κάβουρας Ζάκυνθος

Ο Πρίγκηπας Κάβουρας Ζάκυνθος

ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ. ΓΙΑΝΝΑ ΣΕΡΓΗ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας γέρος ψαράς, που είχε μια κόρη και τρία παιδιά. Ο ψαράς αυτός πήγαινε κάθε μέρα στο ψάρεμα κι όλα τα ψάρια που έπιανε τα πούλαγε στο Βασιλιά. Μια μέρα μαζί με τα ψάρια έπιασε κι έναν χρυσό κάβουρα

Της Ελιάς το Δάκρυ

Της Ελιάς το Δάκρυ

Μια φορά ήτανε μια κόρη φτωχή, μα πολύ εύμορφη. Ένας πλούσιος την είδε και την πήρε και την έκανε ψυχοκόρη του. Μια μέρα την έστειλε να μαζέψει ελιές απ’ τα δέντρα του κι εκεί που σύναζε, βρίσκει ένα δάκρυο της ελιάς, το βάζει στο στόμα της κι ολίγο κατ’ ολίγο το καταπίνει. Αμέσως η κόρη γκαστρώνεται, χωρίς να την καταλάβει κανένας.

Πώς απέκτησε η αράχνη τις ιστορίες του Ουράνιου Θεού

Πώς απέκτησε η αράχνη τις ιστορίες του Ουράνιου Θεού

(Ασάντι, Αφρική) Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ο Κβάκου Ανάνσι, η αράχνη, και γύρναγε παντού μέσα από τα αραχνόπανά της. Ήταν εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο ακό­μα οι ιστορίες, γιατί τις κρατούσε, λένε, ο Ουράνιος Θεός κλεισμένες μέσα σ’ ένα...

Η ιστορία του ΣΙΝΤΙΝΟΥΜΑΝ Σκοτεινή Ιστορία- Χίλιες και μια νύχτες

Η ιστορία του ΣΙΝΤΙΝΟΥΜΑΝ Σκοτεινή Ιστορία- Χίλιες και μια νύχτες

Χίλιες και μια νύχτες: Ο έμπορος της Βαγδάτης. 
Ω μεγαλόδωρε κι ευεργετικέ βασιλέα, οι γονείς μου είχανε περιουσία αρκετή για να προσφέρουν στο γιο τους, όταν πέθαναν, όλα τα μέσα για να περάσει όλη του τη ζωή με άνεση και τέρψεις, σαν ένας από τους μεγάλους της χώρας. Αλήθεια, δεν είχα καμιά φροντίδα και κανένα περισπασμό για τίποτα, ώσπου μια μέρα από τις μέρες, σαν άρχιζα να μπαίνω στην ανδρική ηλικία, έβαλα στο νου μου να παντρευτώ και να πάρω μια γυναίκα νόστιμη και χαρωπή και γλυκομίλητη, για να μπορέσω να ζήσω μαζί της με αμοιβαία αγάπη και με την ευλογία του Θεού.

Το σιδερένιο κηροπήγιο-Ιστορία Δερβισάδων

Το σιδερένιο κηροπήγιο-Ιστορία Δερβισάδων

Ιστορίες Δερβισάδων
Μια φορά κι ένα καιρό, μια φτωχή χήρα καθόταν στην κάμαρά της και κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο, όταν είδε ένα ταπεινό δερβίση να ‘ρχεται από το δρόμο. Φαινόταν κατάκοπος και τα μπαλωμένα ρούχα του ήταν λιγδιασμένα. Ήταν φανερό πως χρειαζόταν βοήθεια.

Comments

0 Comments

Submit a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *