Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στην Ιαπωνία ένας άρχοντας που λέγανε ότι είχε διωχτεί από τον ουρανό. Και είχε διωχτεί από τον ουρανό, επειδή δεν φερότανε καλά στην αδελφή του, μια αρχόντισσα που ’μενε στον ήλιο.
Την αρχόντισσα εκείνη τη λέγανε Άμα. Με το θάνατο του πατέρα της κληρονόμησε τον ήλιο. Ένας από τ’ αδέλφια της, ο μεγαλύτερος, είχε κληρονομήσει το φεγγάρι. Ο μικρότερος αδελφός της βενιαμίν της οικογένειας, είχε κληρονομήσει τη θάλασσα. Τον λέγανε Σουζάνο. Όταν ήτανε μικρός ήταν πολύ άτακτος και πείραζε διαρκώς την αδελφή του, την Άμα. Ο μεγάλος αδελφός του τον καλομάθαινε με τα χάδια, αλλά η αδελφή του πάσχιζε με κάθε τρόπο να τον μάθει πειθαρχία.
- Μόνον οι κοινοί άνθρωποι κάνουνε φάρσες και πειράγματα, του ’λεγε κάθε τόσο. Όχι οι άρχοντες.
- Τότε πολύ θα ’θελα να ’μαι κοινός άνθρωπος και να μένω κάτω στην γη, έλεγε ο Σουζάνο.
- Μικρέ, ανόητε αδελφέ μου, του ’λεγε η Άμα, δεν ξέρεις ότι παρ’ όλο που έχεις υψηλή καταγωγή μπορεί να εισακουστεί η ευχή σου και να γίνεις αυτό που ζητάς;
Και τότε ο μεγαλύτερος αδελφός έβαζε τα γέλια και έλεγε στην Άμα να μην είναι τόσο αυστηρή με το παιδί και στο Σουζάνο να φύγει και να πάψει να πειράζει την αδελφή του.
Μια μέρα, η Άμα είπε στο μεγάλο της αδελφό:
- Αγαπητέ και τιμημένε αδελφέ μου, ο μικρός Σουζάνο μεγαλώνει γρήγορα. Έχει αρχίσει κιόλας να κάνει ταξίδια στον κάτω κόσμο. Και όσο βρίσκεται εδώ δεν παύει ούτε στιγμή να πειράζει εμένα και τις κοπέλες της ακολουθίας μου. Ούτε να σκέφτομαι δεν θέλω το τι κάνει κάτω στη γη.
- Φοβάσαι μήπως χάσουμε την υπόλοιπη μας στη γη;
- Ακριβώς αυτό φοβάμαι. Τι λες, δεν κάνουμε μια ξαφνική επίσκεψη στη γη, να δούμε αν κάνει ανόητα αστεία ο αδελφός μας;
- Καλή μου αδελφή, έχω τη γνώμη ότι πονοκεφαλιάζεις άδικα. Η γη είναι ένας τρομερός τόπος. Εδώ έχουμε το φεγγάρι και τ’ αστέρια για να παίζουμε, και υποψιάζομαι ότι ο Σουζάνο βρίσκει ελάχιστα πράγματα για να διασκεδάσει στον κόσμο των κοινών θνητών. Απ’ ό,τι μαθαίνω, οι πιο συχνές του επισκέψεις είναι στα νησιά της Ιαπωνίας.
- Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θέλω να πάμε να ρίξουμε μια ματιά. Μπορεί ο κόσμος να μη διασκεδάζει το Σουζάνο, αλλά πολύ φοβάμαι ότι εκείνος τον ταλαιπωρεί. Και ξέρεις πολύ καλά πως όλοι οι ηλικιωμένοι άρχοντες και αρχόντισσες του ουρανού έχουνε ιδιαίτερη συμπάθεια στην Ιαπωνία.
Ο μεγαλύτερος αδελφός έπεισε την Άμα να μη στενοχωριέται τόσο πολύ. Μπορεί μια μέρα να κάνει κάτι σ’ ένα από κείνα τα μικρά νησιά, που θα μεγαλώσει την υπόληψή μας στον κόσμο των κοινών ανθρώπων.
- Τιμημένε αδελφέ μου, απάντησε η Άμα, βλέπω ότι είσαι πολύ πιστός στον αδελφό μας το Σουζάνο. Ελπίζω να μην πέσεις έξω στις προβλέψεις σου. Η δική μου γνώμη είναι ότι τελικά θα διωχτεί από τον ουρανό, και όπως καταλαβαίνεις, αυτό δεν θα κάνει μεγάλο καλό στην υπόληψή μας.
Και τα πράγματα ήρθανε έτσι που ούτε ο αδελφός του Σουζάνο, ούτε η αδελφή του πέσανε έξω ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Μόλις πέθανε ο πατέρας τους, οι δυο άρχοντες και η αρχόντισσα μόλις είχανε αφήσει την παιδική ηλικία, αν και ο Σουζάνο ήταν πολύ μικρός. Η Άμα τον φώναζε «μικρέ», πράγμα που νεύριαζε το Σουζάνο, που με τη σειρά του φώναζε την αδελφή του «γριά». Στον ουρανό είχανε όλοι τη γνώμη, ότι ο πατέρας τους θ’ άφηνε τον ήλιο στην κόρη του, το φεγγάρι στο μεγαλύτερο γιο και ένα γαλαξία στο μικρότερο. Και έτσι έγινε πραγματικά, με τη μόνη διαφορά ότι στο Σουζάνο άφησε τη θάλασσα. Έτσι ο μεγαλύτερος γιος πήγε και κατοίκησε στο φεγγάρι και από τότε τον ονομάσανε Άρχοντα του φεγγαριού. Μερικοί μάλιστα λένε ότι κείνο το παράξενο σχήμα που διακρίνουμε πάνω στο φεγγάρι και που το λέμε Φεγγαράνθρωπο, δεν είναι παρά το πρόσωπο του άρχοντα του φεγγαριού.
Η Άμα πήγε και κατοίκησε στον ήλιο. Και επειδή ο ήλιος ήτανε δική της έγνοια πια, φρόντιζε να ’ναι διαρκώς αναμμένος. Τα πήγαινε μια χαρά και οι μόνες ώρες που δεν άναβε τον ήλιο, ήτανε όταν πήγαινε για ύπνο. Από μικρό παιδί ήταν πολύ ταχτική και ποτέ δεν τεμπέλιαζε.
- Η μικρή, προκομμένη μου κορούλα, έλεγε κάθε τόσο ο πατέρας της με καμάρι.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο να της άφησε τον ήλιο για κληρονομιά: ήτανε βέβαιος ότι θα φρόντιζε να τον κρατάει αναμμένο τις ώρες που θα ’πρεπε.
Και ο Σουζάνο έκανε κατοικία του τα νερά της γης, αφού είχε κληρονομήσει τη θάλασσα. Έπαιζε ξιφομαχία με τους ξιφίες, έκανε τούμπες με τις χελώνες της θάλασσας και φύσαγε σιντριβάνια νερού ψηλά στον αέρα, μαζί με τις φάλαινες.
Μα φυσικά, το νερό ήτανε παγωμένο και ενοχλητικό πολλές φορές και ο Σουζάνο νοσταλγούσε την αδελφή του και τον αδελφό του. Γι’ αυτό, μια μέρα, αποφάσισε να τους κάνει μια επίσκεψη. Επειδή ήθελε να μείνει περισσότερο στον αδελφό του, παρά στην κάπως αυστηρή αδελφή του, αποφάσισε να επισκεφτεί την αδελφή του για λίγο, καθώς θα πήγαινε στο Φεγγάρι.
Εκείνη τον υποδέχτηκε πολύ ευγενικά, αν και πάνω στη φούρια του δεν της είχε μηνύσει ότι θα πήγαινε να τη δει, και τον πέρασε στο κοκκινόχρυσο παλάτι της. Ήτανε ένα πολύ όμορφο παλάτι και αστραποβολούσε από το πλούσιο φως. Ήπιανε κιτρινωπό τσάι μαζί και μετά η Άμα τον πήρε για να του δείξει το σπίτι της. Καθώς περπατάγανε στους ευρύχωρους διαδρόμους που λαμποκοπούσανε από το γυάλισμα, η αδελφή άρχισε να μαλώνει τον αδελφό για τα καμώματά του στη θάλασσα.
- Μην νομίσεις ότι δεν βλέπω τι σκαρώνεις κάτω εκεί κληρονόμε της θάλασσας, του είπε. Τα πλατσουρίσματά σου και οι τρέλες σου με κάνουνε να νοιώθω ντροπή. Προχτές είδα να σηκώνεται ένα μεγάλο παλιρροιακό κύμα, ασφαλώς δικό σου τερτίπι θα ’τανε κι αυτό!
- Ω, δεν ήτανε τίποτε, τιμημένη αδελφή μου, απάντησε ο Σουζάνο. Το κύμα που ’δες σηκώθηκε επειδή συναγωνιζόμουνα με μια φάλαινα.
- Προσπαθούσαμε να δούμε ποιος θα σήκωνε το μεγαλύτερο κύμα. Και κέρδισα εγώ!
Και η θύελλα που ξέσπασε πριν από δυο βδομάδες κι έκανε μεγάλες καταστροφές; Συναγωνισμός ήτανε κι αυτός;
- Ναι, τιμημένη αδελφή μου. Εγώ και οι χελώνες προσπαθούσαμε να δούμε πόσες ώρες μπορούσαμε να κάνουμε τούμπες, δίχως να πάρουμε ανάσα. Ξέρω πως αυτό είναι επικίνδυνο παιχνίδι, ότι σηκώνει μεγάλα κύματα, αλλά όχι και θύελλες!
Η Άμα συνέχισε να λέει στον αδελφό της ότι θα ’πρεπε να προσέχει περισσότερο την κληρονομιά του, τη θάλασσα, και να φροντίζει πιο πολύ για τις τρικυμίες.
- Δεν είναι σωστό για έναν άρχοντα να κάνει ανόητα παιχνίδια όλη την ημέρα. Θα ’λεγε κανένας πως είσαι παιδί ακόμα. Απ’ ό,τι ξέρω, ξενυχτάς κιόλας. Εγώ πηγαίνω στο κρεβάτι μου την κανονική ώρα.
Ο Σουζάνο πειράχτηκε πολύ από τις συμβουλές της αδελφής του. Και αποφάσισε να την πειράξει, για να την εκδικηθεί. Η Άμα τον οδήγησε σε μια από τις μεγάλες κάμαρες του παλατιού της. Καθισμένες στο πάτωμα, μπροστά σε αργαλειούς ήταν οι κοπέλες που αποτελούσαν την ακολουθία της αρχόντισσας και ύφαιναν πανέμορφα υφάσματα. Οι μεταξωτές κλωστές που μεταχειρίζονταν ήταν κόκκινες, πορτοκαλιές, άσπρες και κίτρινες.
- Βλέπεις, μικρέ μου αδελφέ, εδώ στον ήλιο δουλεύουμε όλοι μας, έκανε η αδελφή του Σουζάνο. Αντί να βάζεις τις φάλαινες και τις χελώνες σου να κάνουνε καμιά δουλειά, κάθεσαι και παίζεις μαζί τους όλη την ημέρα.
Μόλις τ’ άκουσε αυτό, ο Σουζάνο άρχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά, στη μεγάλη κάμαρα, κλωτσώντας και αναποδογυρίζοντας τους αργαλειούς. Έσκισε τα υφάσματα που υφαίνονταν πάνω σ’ αυτούς και τα πέταξε από τα παράθυρα. Στο μεταξύ, οι κοπέλες της ακολουθίας ξεφώνιζαν τρομαγμένες. Είχανε τρομοκρατηθεί από το φέρσιμο του νεαρού άρχοντα από τη θάλασσα.
- Σταμάτησε, λοιπόν, Σουζάνο! φώναξε η αδελφή του η Άμα.
Αλλά εκείνος δεν έλεγε να σταματήσει. Συνέχισε το θεότρελο παιχνίδι του, μέχρι που δεν έμεινε όρθιος αργαλειός και μέχρι που όλα τα υφάσματα είχανε γίνει κουρέλια. Στο τέλος, στάθηκε στη μέση του δωματίου, έβαλε τα χέρια στη μέση του και έσκασε στα γέλια.
- Μπορεί να ’σαι καλή και εργατική αρχόντισσα, αλλά είσαι μια γριά παράξενη και τίποτε περισσότερο! είπε στην αδελφή του. Και τώρα πάω να κάνω επίσκεψη στον αδελφό μου, τον άρχοντα του Φεγγαριού. Εκείνος δεν θα κάτσει να μου κάνει κήρυγμα τη στιγμή που θα πάω τόσο ταξίδι για να τον δω.
Μα ο Σουζάνο δεν έφτασε ποτέ στο φεγγάρι. Μόλις έμαθαν την άσχημη συμπεριφορά του οι άλλοι άρχοντες και οι αρχόντισσες, τον διώξανε από τον ουρανό, αφού του πήρανε την κληρονομιά του, τη θάλασσα. Και αυτό ήτανε που φοβότανε η Άμα, από τότε που ο Σουζάνο ήτανε μικρό παιδί.
Η Άμα αναστατώθηκε πολύ από αυτή την κατάσταση. Είχε θυμώσει βέβαια με το Σουζάνο που της είχε μιλήσει με τέτοιο τρόπο, αλλά και επειδή είχε κατατρομάξει τις κοπέλες της ακολουθίας. Επίσης είχε στενοχωρηθεί πολύ για τους αργαλειούς που ’χάνε καταστραφεί και για τα πανάκριβα πανιά που ’χανε σκιστεί από τα χέρια του αδελφού της. Δεν λυπήθηκε καθόλου για την τιμωρία του αδελφού της και το είπε στο μεγάλο της αδελφό, τον άρχοντα του Φεγγαριού. Εκείνο που την ανησυχούσε μόνο ήτανε πώς θα φερότανε κάτω στη γη ο Σουζάνο.
- Ω, καλέ μου αδελφέ, είπε, πολύ φοβάμαι μήπως ο Σουζάνο καταστρέφει την υπόληψη που έχουνε οι άνθρωποι της γης. Πάω να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Αυτό ήτανε κάτι που η Άμα δεν είχε ξανακάνει, από τότε που είχε κληρονομήσει τον ήλιο, όσο ήτανε μέρα. Ξαφνικά ο ήλιος σκεπάστηκε από σκοτάδι, λες και ήτανε νύχτα.
Η Άμα δεν έβγαινε καθόλου από το δωμάτιό της, ήτανε πολύ στενοχωρημένη. Και όλο αυτό το διάστημα, ο κόσμος ήτανε σκεπασμένος από σκοτάδι. Δεν είχε καθόλου μέρα. Ο άρχοντας του Φεγγαριού έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά παρ’ όλο που το φως του ήτανε ευπρόσδεκτο, οι άνθρωποι ζητάγανε τον ήλιο. Οι άρχοντες και οι αρχόντισσες ικέτευαν την Άμα να βγει από τον δωμάτιό της, αλλά εκείνη δεν τους άκουγε και συνέχιζε τη στενοχώρια της. Στο τέλος αναγκάστηκε ο άρχοντας του Φεγγαριού να την επισκεφτεί ο ίδιος. Μα για να γίνει αυτό, έφυγε από το φεγγάρι και τότε ήτανε που όλος ο κόσμος βυθίστηκε σε κατάμαυρο σκοτάδι. Την έπεισε όχι μη έχοντας φως για να βλέπει, ο Σουζάνο μπορεί να ’κάνε καμιά τρέλα που θα ’χε άσχημα αποτελέσματα. Σκέψου τι μπορεί να κάνει για ν’ αποκτήσει φως.
- Καλέ μου αδελφέ, είπε, πολύ φοβάμαι μήπως ο Σουζάνο καταστρέφει την υπόληψη της είπε. Μπορεί ν’ ανάψει πυροτεχνήματα και να ξετρομάξει τον κόσμο. Ή μπορεί να πείσει τις πυγολαμπίδες ότι είναι πιο σπουδαίες από την πραγματικότητα, και να τις ενθαρρύνει να γίνουνε κυρίαρχοι της γης.
Κι έτσι, για να προστατέψει το καλό όνομα των αρχόντων του ουρανού, αποφάσισε να βγει από το δωμάτιό της.
Ο άρχοντας του Φεγγαριού, που στεκότανε γονατιστός έξω από την πόρτα του σπιτιού της, σηκώθηκε και γύρισε στη θέση του. Και από τότε ο ήλιος έφεγγε όλη την ημέρα και το φεγγάρι όλη τη νύχτα, όπως είχε ζητήσει ο πατέρας των τριών νεαρών αρχόντων. Πράγμα παράξενο, όμως, ο Σουζάνο δεν είχε κάνει καμιά αταξία όσον καιρό η αδελφή του έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της και ο κόσμος δεν είχε καθόλου φως.
Ήτανε πολύ στενοχωρημένος που τον είχανε διώξει από τον ουρανό. Αλλά η λύπη του μετριάστηκε κάπως, όταν του δώσανε την άδεια να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια του στα νησιά της Ιαπωνίας, που τα ήξερε από τις παιδικές του επισκέψεις. Είχε μετανιώσει ειλικρινά που είχε μιλήσει τόσο άσχημα στην αδελφή του. Είχε κλειστεί στο δωμάτιό του, σε ένα μικρό πανδοχείο και δεν είχε βγει καθόλου από κει μέσα, σκασμένος από τη στενοχώρια του. Ούτε καν είχε αντιληφθεί πως έξω είχε σκοτεινιάσει ο κόσμος. Πάντως ξαναβρήκε το κέφι του, τον ίδιο καιρό περίπου που η γη ξανάδε φως. Ξεκίνησε λοιπόν, για να βρει ένα σπίτι για μόνιμη κατοικία του.
- Αφού μ’ εξορίσανε στην Ιαπωνία για πάντα, σκεφτότανε, καλό είναι να βρω ένα σπιτάκι για να μένω. Δεν θέλω να περάσω όλα τα χρόνια στο πανδοχείο.
Μια μέρα, εκεί που περπάταγε στην όχθη ενός ποταμιού, άκουσε κλάματα. Ζωήρεψε το βήμα του, και λίγο πιο κάτω αντάμωσε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Ήτανε ένας γέρος και μια γριά που κάθονταν πλάι-πλάι πάνω σ’ ένα βράχο και κλαίγανε και οδύρονταν. — Καλοί μου άνθρωποι, τους είπε ο Σουζάνο, τι είναι αυτό που σας κάνει τώρα τόσο δυστυχισμένους; Και κείνοι του είπανε ότι σε μια λίμνη, που ’δίνε το νερό της σε κείνο το ποτάμι, κατοικούσε ένας τεράστιος δράκος.
- Έχει οχτώ κεφάλια και είναι τρομερός, έκανε ο γέρος με λυγμούς.
- Μα αφού μένει πέρα στη λίμνη, που όπως ξέρω είναι πολύ μακριά από δω, γιατί λυπόσαστε τόσο πολύ, δηλαδή, γιατί φοβόσαστε;
- Αυτό το τρομερό πλάσμα, έρχεται σε τούτο το τόπο μια φορά το χρόνο και καταβροχθίζει μια όμορφη κοπέλα και…
Η γριά γυναίκα ήτανε τόσο συγκινημένη που δεν μπορούσε να μιλήσει πια. Γι’ αυτό ο άντρας της συνέχισε την αφήγηση και εξήγησε στο Σουζάνο ότι υπήρχανε πολύ λίγες κοπέλες σ’ εκείνη την περιοχή. Ο νεαρός άρχοντας, που ’χε συγκινηθεί πολύ από την ιστορία του ηλικιωμένου ζευγαριού, έμαθε ότι κάποτε είχανε οχτώ κόρες και ότι ο δράκος τους είχε φάει τις εφτά. Μια φορά κάθε χρόνο, επί εφτά χρόνια συνέχεια, ο δράκος ερχότανε και έτρωγε μια-μια τις κόρες τους, αρχίζοντας από την μεγαλύτερη.
- Και τώρα μας έμεινε μόνο η μικρότερη, κατέληξε ο γέρος.
- Πότε περιμένετε το θηρίο να ’ρθει να την καταβροχθίσει; ρώτησε ο Σουζάνο.
- Απόψε κιόλας. Πάει ένας χρόνος από τότε που ξανάρθε. Και πρέπει να σου πούμε ότι είναι πολύ συνεπής.
Αν ο Σουζάνο δεν ήτανε στενοχωρημένος από την πίκρα του ηλικιωμένου ζευγαριού, θα έλεγε:
- Συνεπής, σαν την αδελφή μου την Αμα.
Μα είχε αφήσει κατά μέρος τις ανοησίες από τότε που τον τιμωρήσανε και κάτι τέτοιες κακές σκέψεις, ούτε καν περνάγανε από το μυαλό του.
- Θα σας βοηθήσω! έκανε συνεπαρμένος. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σώσω την κόρη που σας έχει απομείνει ζωντανή, αν και δεν είμαι κανένας σπουδαίος άρχοντας του ουρανού.
- Άρχοντας; αναφώνησαν οι γέροι, κάνοντας βαθιά υπόκλιση.
- Ναι, αλλά όχι τόσο σπουδαίος, όπως σας είπα. Και μ’ εξορίσανε στη γη, γι’ αυτό…
- Σε τιμωρήσανε; Και γιατί τιμημένε άρχοντά μου;
- Δεν είναι ανάγκη να λέμε αυτά τώρα. Αν σας το ’πα αυτό το ’κανα μόνο και μόνο για να σας δείξω ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσω την ικανότητα του κοινού θνητού, για να γλυτώσω την κόρη σας. Θα πρέπει να μεταχειριστώ δύναμη και πονηριά, ίσως. Μα δεν θα μπορέσω να ζητήσω βοήθεια από τους άλλους άρχοντες.
Σαστισμένοι που είχανε γνωρίσει έναν άρχοντα τ’ ουρανού, έστω μικρό και τιμωρημένο, οι δυο γέροι πήγανε το Σουζάνο στο σπίτι τους. Λίγα χωράφια ρυζιού το χώριζαν από το ποτάμι. Ο γέρος έδειξε προς την μεριά των χωραφιών, και πνίγοντας τα δάκρυά του με δυσκολία, εξήγησε στο νεαρό άρχοντα ότι ο δράκος με τα οχτώ κεφάλια ερχότανε πάντοτε από τη μεριά του ποταμιού.
Ύστερα τον μπάσανε μέσα και τον συστήσανε στην κόρη τους. Ήτανε πολύ όμορφη, με μακρά μαύρα μαλλιά και ρόδινα μάγουλα. Ο Σουζάνο την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και το ’βάλε δυο φορές σκοπό να της σώσει τη ζωή. Σκέφτηκε γοργά.
- Πέστε μου, καλοί μου άνθρωποι, μήπως ξέρετε ποιο φαΐ προτιμάει περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα ο δράκος εκτός από τις μικρές κοπέλες, ασφαλώς, ρώτησε.
Οι γέροι ήσαν πολύ στενοχωρημένοι και δεν καταλάβανε καλά την ερώτηση αλλά η κόρη τους απάντησε:
- Γενναίε άρχοντα, έχω ακούσει ότι ο δράκος τρελαίνεται για φασολάδα.
- Χμ! έκανε ο Σουζάνο. Και ξέρεις να φτιάχνεις φασολάδα εσύ;
Όταν η κοπέλα του απάντησε «ναι», ο Σουζάνο της είπε να πιάσει να φτιάξει φασόλια και μάλιστα πολύ γρήγορα.
- Κάνε την γρήγορα και σε μεγάλη ποσότητα. Κάνε αρκετή ώστε να γεμίσουμε οχτώ μεγάλους κουβάδες.
Η κοπέλα ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά και οι γονείς της σπεύσανε να τη βοηθήσουνε. Ώσπου να πέσει το σούρουπο, οχτώ μεγάλοι κουβάδες, γεμάτοι με αχνιστή φασολάδα, είχανε τοποθετηθεί πάνω στη βεράντα του σπιτιού.
- Και τώρα, καλοί μου φίλοι, πρέπει να κρυφτείτε όλοι στο σπίτι, είπε ο νεαρός άρχοντας. Εγώ θα τρυπώσω εδώ, κάτω από τη βεράντα.
Δεν είχανε προλάβει να κρυφτούνε, όταν ο δράκος με τα οχτώ κεφάλια έκανε την εμφάνισή του από τα ριζοχώραφα. Τ’ ασημένια του λέπια στάζανε νερό από το ποτάμι. Τα δεκάξι του μάτια λαμπυρίζανε στο θαμπόφωτο. Οι οχτώ γλώσσες του γλείφανε τα δεκάξι του χείλια λαίμαργα, στην προσμονή του νόστιμου φαγητού. Και ξαφνικά, τα δεκάξι ρουθούνια του αρχίσανε να παίζουνε και να μυρίζουνε. Ο Σουζάνο, από την κρυψώνα του, κατάλαβε ότι ο δράκος με τα οχτώ κεφάλια είχε μυριστεί τη φασολάδα. Είδε τον δράκο να σέρνεται γοργά προς το σπίτι, και άκουσε τα σανίδια της βεράντας από πάνω του να τρίζουνε, καθώς τα πατάγανε τα δεκάξι μπροστινά πόδια του δράκου. Και μετά άκουσε ένα δυνατό πλατσούρισμα, καθώς οι οχτώ γλώσσες αρχίσανε να χλαπακίζουνε τη φασολάδα.
Έκανε τόση φασαρία ο δράκος, καταβροχθίζοντας τη φασολάδα, που κανένα από τα δεκάξι αυτιά του δεν άκουσε το Σουζάνο που σερνόταν πίσω από τα οχτώ κεφάλια του. Ο νεαρός άρχοντας όρμησε καταπάνω στα κεφάλια, με το σπαθί στο χέρι, και άρχισε να τα κόβει από τους μακριούς λαιμούς τους, με καταπληκτική ταχύτητα. Ήτανε τόσο γρήγορος, που η όγδοη γλώσσα ρούφαγε ακόμα λαίμαργα φασόλια, τη στιγμή που ’πεσε το κεφάλι της. Ο Σουζάνο άφησε μια θριαμβευτική κραυγή και πήδησε από τη βεράντα.
Ύστερα άρχισε να αποτελειώνει ένα-ένα τα κεφάλια του δράκου. Για να ’ναι σίγουρος ότι ο δράκος πέθανε για καλά, του τρύπησε το σώμα κοντά-κοντά με το σπαθί του και μετά του ’κόψε και την ουρά, που βρισκότανε πέρα σ’ ένα χωράφι τόσο μακρύς ήτανε ο δράκος. Καθώς έκοβε την ουρά διέκρινε λέπια και είδε μια λαβή από σπαθί, γεμάτη πολύτιμα πετράδια. Την τράβηξε με προσοχή. Το φως του φεγγαριού άστραψε πάνω στη γυαλιστερή λεπίδα. Κρατώντας το σπαθί του στο ένα του χέρι και το σπαθί του δράκου στο άλλο, ο Σουζάνο μπήκε στο σπίτι, φωνάζοντας στους γέρους και στην κόρη τους.
- Ελάτε φίλοι μου! Το τέρας με τα οχτώ κεφάλια πέθανε. Και τώρα έρχομαι να ζητήσω το χέρι της κόρης σας. Θέλω να την κάνω γυναίκα μου. Παντρευτήκανε και ζήσανε μαζί πολλά χρόνια και ευτυχισμένα, φροντίζοντας τους δυο γέρους. Ο Σουζάνο διέθεσε τη δύναμή του και την εξυπνάδα του για το καλό της χώρας. Ούτε η Άμα ούτε ο άρχοντας του Φεγγαριού είχανε λόγο να πιστεύουνε ότι ο αδελφός τους είχε θίξει την υπόληψη των αρχόντων του ουρανού, όσο έζησε εξόριστος στα νησιά της Ιαπωνίας.
Το σπαθί του πέρασε σιγά-σιγά στα χέρια του ηγεμόνα της χώρας και σήμερα βρίσκεται στα χέρια του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας και είναι ένας από τους Τρεις Μεγάλους Θησαυρούς.
Εκδόσεις Αστήρ
0 Comments