Διήγημα της Γεωργίας Αγγελή
Ο Βαγγέλης όρθιος στεκόταν και κοίταζε το στρώμα του. Σε λίγο θα ερχόταν ο φίλος του ο Γιάννης να το κατεβάσουν κάτω στα σκουπίδια μαζί με το κρεβάτι. Ήθελε να το ξεφορτωθεί. Δεν ήθελε τίποτα από τα παλιά πράγματα στο καινούργιο του σπίτι. Τίποτα να θυμίζει την Μαρία και την προδοσία της.
Ποτέ δεν θα ξεχνούσε την νύχτα που του είπε πως ερωτεύτηκε άλλον. Κοιτούσε το στρώμα και θυμόταν τις ερωτικές νύχτες που πέρασε πάνω του. Το είχε από φοιτητής αυτό το κρεβάτι και όχι μόνο η Μαρία αλλά και άλλες πέρασαν από εδώ. Η Μαρία όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη.
Το κουδούνι χτύπησε ήταν ο Γιάννης. Μπήκε μέσα φουριόζος και πέταξε το μπουφάν σε ένα σκαμπό.
«Πάμε, να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα» του είπε.
«Λοιπόν μιας και θα το κατεβάσουμε με τα χέρια και η σκάλα είναι πολύ κοφτή στις στροφές, έκανα ένα σχεδιάγραμμα πως θα το κατεβάσουμε»
Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί που είχε σχεδιάσει δύο ανθρωπάκια που κουβαλούσαν ένα στρώμα στις σκάλες.
«Ποιος είμαι εγώ» τον ρώτησε ο Γιάννης που κοίταζε το χαρτί
«Ο μπροστινός»
«Και αυτός είσαι εσύ;»
«Ναι»
Ο Γιάννης μισόκλεισε τα μάτια παρατηρώντας την ζωγραφιά.
«Βλέπω μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου»
Ο Βαγγέλης κοίταξε προσεκτικά να δει τι εννοούσε
«Αυτό είναι το χέρι μου βλάκα»
«Είπα κι εγώ! Με τι σχεδιάζει να κουβαλήσει το στρώμα χαχααχαχ»
«Μμμμμ αστείοοοοο! Λοιπόν στις στροφές θα το σηκώνουμε πιο ψηλά γιατί στενεύει ο χώρος και το στρώμα είναι κοτζαμ γαϊδούρι. Σε κάθε όροφο θα σταματάμε να παίρνουμε μια ανάσα. Έχουμε να κατέβουμε και πέντε ορόφους φορτωμένοι. Δεν είναι λίγο!»
«Εντάξει. Φύγαμε;»
«Ναι, πιάσε»
Σήκωσαν το στρώμα και το έστησαν όρθιο στον τοίχο. Ο Βαγγέλης έτρεξε και άνοιξε την πόρτα διάπλατα και έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη. Ύστερα γύρισε στο δωμάτιο έπιασε το στρώμα και το σήκωσε μαζί με τον Γιάννη που προπορεύτηκε.
Άρχισαν να κατεβαίνουν σιγά-σιγά τις σκάλες. Το στρώμα ήταν υπέρδιπλο και το πράμα παρουσίαζε δυσκολίες από την πρώτη στιγμή.
«Είσαι καλά;» φώναξε ο Βαγγέλης μόλις κατέβηκαν ένα όροφο
«Καλά είμαι αλλά θα μας βγει η ψυχή!»
Ξαναέπιασαν το στρώμα και ξεκίνησαν. Σε κάποια στροφή, μεταξύ 3ου και 2ου ορόφου το στρώμα κουνήθηκε επικίνδυνα. Ο Γιάννης δεν πρόλαβε να στηριχτεί καλά για να το σηκώσει ψηλά, έχασε την ισορροπία του και γλίστρησε στις σκάλες. Έσκασε με δύναμη στο πάτωμα και βόγκηξε. Ο Βαγγέλης παράτησε το στρώμα που στάθηκε όρθιο στον τοίχο και έτρεξε να τον βοηθήσει.
«Θα σπάσουμε ‘κανα πόδι ρε μαλάκα» είπε ο Γιάννης και μόρφαζε από τον πόνο.
«Πως είσαι; Αντέχεις να το κατεβάσουμε ή να κάνουμε διάλλειμα;»
«Όχι καλά είμαι πάμε»
Άρχισαν να κατεβαίνουν πιο προσεκτικά τώρα. Είχαν ιδρώσει και ξεφύσαγαν από την προσπάθεια. Σε κάθε όροφο έκαναν μια στάση.
Ώσπου φάνηκε το ισόγειο. Ανάπνευσαν με ανακούφιση και οι δύο. Ακούμπησαν για λίγο το στρώμα στον τοίχο. Ευτυχώς το δύσκολο τελείωσε. Πήραν μερικές ανάσες και το ξανασήκωσαν. Βγήκαν έξω από την πολυκατοικία και κατευθύνθηκαν προς τον κάδο σκουπιδιών. Εκείνη την στιγμή πέρασε ένας γύφτος με το αγροτικό και φώναζε «Παλιατζήηηηης!»
Του σφύριξαν να σταματήσει . Ο γύφτος με τον βοηθό του κατέβηκαν και πήραν το στρώμα. Ο Βαγγέλης τους ανέβασε στο σπίτι να πάρουν και το κρεβάτι και μερικά άλλα πράγματα που θα τα κατέβαζε στα σκουπίδια. Τέλειωσε κι αυτό! Αργότερα θα ερχόταν το φορτηγό για την μετακόμιση. Είχαν χρόνο για ένα καφέ. Ένιωσε πως ξαλάφρωσε. Κάτι έφυγε από πάνω του. Οι αναμνήσεις; Η θλίψη; Ίσως όλα μαζί.
Ένα ήταν σίγουρο: η καινούργια ζωή άρχιζε σήμερα!
0 Σχόλια