Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής που έμενε στη Γένοβα, στη δυτική ακτή της Ιταλίας και που είχε βαρεθεί να μπαλώνει παπούτσια. Ήταν κι ο πατέρας του μπαλωματής και, όπως καταλαβαίνετε, είχε γεννηθεί μέσα στη δουλειά αυτή ×σόλιασμα, κάρφωμα, μπάλωμα παπουτσιών. Είχε περάσει τα καλύτερα χρόνια του δουλεύοντας το δέρμα, γι’ αυτό, όταν έφθασε σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων, αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε ν’ αντέξει πια.
«Είμαι πολύ έξυπνος άνθρωπος και δεν μπορώ να χαραμίσω τη ζωή μου, φτιάχνοντας τα παπούτσια των άλλων, είπε μέσα του. Θα πάω να γνωρίσω τον κόσμο. Ποιος ξέρει; Μπορεί να κάνω την τύχη μου «δεν αποκλείεται να παντρευτώ και καμιά πριγκίπισσα».
Ο μπαλωματής ήταν πραγματικά έξυπνος άνθρωπος και πολύ γενναίος. Μα ήξερε πολύ καλά ότι μια πριγκίπισσα, οποιαδήποτε πριγκίπισσα δηλαδή, θα έβαζε τα γέλια στην ιδέα ότι ένας μπαλωματής ξεκινούσε για περιπέτειες, λες και είχε γεννηθεί πρίγκιπας. Θα έπρεπε να παραστήσει πως ήταν κάτι διαφορετικό.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν ότι αγόρασε ένα τεράστιο, στρογγυλό κομμάτι τυρί. Το πήγε στο σπίτι του, το έβαλε πάνω στο τραπέζι και το άφησε εκεί κάμποσες μέρες, δίχως να το αγγίξει. Όταν πήγε να το ξαναδεί ήταν, όπως περίμενε άλλωστε, γεμάτο μυγάκια και τυροσκούληκα. Άρπαξε λοιπόν το παπούτσι που μπάλωνε εκείνη τη στιγμή και το κατέβασε με όλη του τη δύναμη πάνω στο τυρί, σκοτώνοντας αμέτρητες μύγες και σκουλήκια. Κάθισε και μέτρησε προσεχτικά και ανακάλυψε ότι είχε σκοτώσει τετρακόσιες μύγες και σκουλήκια και πληγώσει άλλες πεντακόσιες.
Ύστερα αγόρασε μια στρατιωτική στολή, ένα φανταχτερό καπέλο και ένα σπαθί. Τα φόρεσε, έφυγε από το σπίτι του και έριξε μια ματιά ολόγυρα στην πόλη, για τελευταία φορά. Ύστερα πήρε το δρόμο προς το εσωτερικό της χώρας, περνώντας βουνά και λαγκάδια. Περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε, ώσπου στο τέλος έφθασε σε μια μεγάλη πολιτεία, που ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας και είδε το κάστρο του βασιλιά χτισμένο πάνω σε ένα λόφο που υψωνόταν στη μέση της πόλεως.
Μια και δυο τράβηξε για εκεί, και ζήτησε να δει το βασιλιά.
Όταν έγινε δεκτός στην αίθουσα των ακροάσεων, υποκλίθηκε στον μονάρχη και είπε:
- Μεγαλειότατε, να σου συστηθώ, Είμαι γνωστός με τ’ όνομα Λόρδος της Μύγας, και είμαι πραγματικά γενναίος στρατιώτης. Στην τελευταία μάχη όπου πήρα μέρος, πριν από λίγες μέρες, άφησα πίσω μου τετρακόσιους νεκρούς και πεντακόσιους τραυματίες. Δεν έχεις παρά να μου το ζητήσεις, Μεγαλειότατε. Το σπαθί μου και η ζωή μου σου ανήκουν.
Και τότε ο βασιλιάς του εξήγησε ότι στο δάσος ζούσε ένας τρομερός γίγαντας, που είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Δεν περνούσε μέρα δίχως να αρπάξει κάποιον, είτε άντρα, είτε γυναίκα, είτε παιδί, και να τον φάει. Ο γίγαντας αυτός τρεφόταν με ανθρώπινο κρέας.
Ο βασιλιάς είχε στείλει ιππότες, πολεμιστές και πρίγκιπες για να προσπαθήσουν να εξοντώσουν το γίγαντα, αλλά είχαν αποτύχει όλοι τους ×και μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς είχαν χάσει και τη ζωή τους, πάνω στην προσπάθεια.
- Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα, απάντησε ο μπαλωματής, αν και δεν ένοιωθε την αυτοπεποίθηση που έδειχνε ότι είχε. Κάτι τέτοιο γύρευα κι εγώ. Μα πες μου, Μεγαλειότατε, αν σου φέρω το κεφάλι του Γίγαντα, θα μου δώσεις την κόρη σου για γυναίκα;
- Και βέβαια! υποσχέθηκε ο βασιλιάς.
Ο μπαλωματής άρπαξε το σπαθί του και ξεκίνησε αμέσως για το δάσος, όπου είχε το κάστρο του ο γίγαντας. Το σπαθί το πήρε έτσι για επίδειξη. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα το μεταχειριζόταν καθόλου, προκειμένου να εξοντώσει το γίγαντα. Επίσης, πήρε μαζί του λίγο τυρί και κάμποση μαστίχα και καθώς πήγαινε ζύμωνε το τυρί με τη μαστίχα και έφτιαχνε μικρούς βώλους , που έμοιαζαν σαν να ήσαν καμωμένοι από μάρμαρο. Σ’ εκείνο το μέρος της Ιταλίας το μάρμαρο αφθονούσε και όποιος κι αν έβλεπε εκείνους του βώλους, θα νόμιζε πως ήσαν πραγματικά καμωμένοι από μάρμαρο.
Όταν αντίκρυσε από μακριά το κάστρο του γίγαντα, σκαρφάλωσε στα κλαδιά ενός δέντρου και κάθισε σ’ ένα απ’ αυτά για να περιμένει. Δεν περίμενε πολύ. Προτού πέσει ο ήλιος ακόμα, άκουσε το γίγαντα να έρχεται. Η γη βογκούσε και έτρεμε κάτω από τα πόδια του, τα κλαδιά των δέντρων έσπαζαν στο πέρα. Σταμάτησε και άρχισε να μυρίζεται τον αέρα.
- Μου μυρίζει ανθρώπινο κρέας! αναφώνησε και κοίταξε ψηλά, στο δέντρο. Α, ώστε είσαι εκεί πάνω! Κατέβα γρήγορα, γιατί θα σπάσω το δέντρο και θα πέσεις να σκοτωθείς!
- Κατεβαίνω αμέσως! απάντησε πρόθυμε ο μπαλωματής. Πρόσεξε μόνο να μη μετανιώσεις! Σε προειδοποιώ ότι είμαι ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου. Την περασμένη βδομάδα, κιόλας, σκότωσα τετρακόσιους από τους εχθρούς μου μ’ ένα και μοναδικό χτύπημα. Είμαι πιο δυνατός από σένα, όπως είμαι πιο δυνατός και απ’ όλους του γίγαντες του κόσμου.
Ο γίγαντας τον κοίταξε δύσπιστα.
- Απόδειξέ το! είπε.
- Αμέσως, απάντησε ο μπαλωματής. Αφού το θέλεις, θα στο αποδείξω.
Έβγαλε από την τσέπη του τους βώλους που είχε φτιάξει με το τυρί και τη μαστίχα.
- Τους βλέπεις αυτούς του μαρμάρινους βώλους; ρώτησε. Κοίταξε…
Άρχισε να τους πετάει έναν έναν στον αέρα, να τους πιάνει και να τους τρίβει με τα δάκτυλά του.
- Να πως το κάνω εγώ το μάρμαρο!
Παρά τη θέλησή του ο γίγαντας εντυπωσιάστηκε. Μπορεί να ήταν δυνατός, αλλά δεν ήταν πολύ γενναίος, ούτε έξυπνος, και του έκαναν εντύπωση κάτι τέτοια πράγματα. Πρέπει να ξέρετε ότι κανένας γίγαντάς δεν είναι τόσο έξυπνος. Το μυαλό τους δεν είναι ποτέ μεγαλύτερο από το μυαλό του κανονικού ανθρώπου και δουλεύει πολύ πιο αργά.
Γι’ αυτό ο γίγαντας στάθηκε δισταχτικός, κοιτάζοντας τον μπαλωματή που έσπαζε με τόση ευκολία τους δήθεν μαρμάρινους βώλους. Δεν ήταν δυνατόν να ήταν τόσο δυνατός αυτός ο άνθρωπος. Πάντως, για καλό και για κακό δεν έπρεπε να ριψοκινδυνέψει για κάτι που δεν ήξερε.
- Αν είσαι τόσο δυνατός, όσο λες, απάντησε, τότε καλό θα ήταν να γίνουμε φίλοι. Κατέβα από το δέντρο και έλα να πάμε μαζί στο κάστρο μου. Θα σου κάνω το τραπέζι.
Ο μπαλωματής κατέβηκε από το δέντρο και μαζί με το γίγαντα άρχισε να προχωράει μέσα στο δάσος. Σε λίγο είχαν φτάσει στο κάστρο. Ήταν τεράστιο και πολύ σκοτεινό, δεν είχε καθόλου ανέσεις και μέσα κει έκανε και κρύο.
- Η πρώτη μας δουλειά είναι ν’ ανάβουμε μια φωτιά, είπε ο γίγαντας. Μα δεν έχουμε ξύλα. Θέλεις να πάμε στο δάσος για να μου κόψεις μερικά κούτσουρα;
- Γιατί να κάνουμε το κόπο να κόβουμε ξύλα; απάντησε ο μπαλωματής. Αν δε σε πειράζει να στραπατσάρω λιγάκι τον κήπο σου και να γκρεμίσω μερικά από τα μικρά δέντρα, θα σύρω μέχρις εδώ ένα από κείνα τα μεγάλα δέντρα που είναι στην άκρη του δάσους.
Ο γίγαντας βγήκε και κοίταξε το δέντρο που του έδειχνε ο μπαλωματής από το παράθυρο και που ήταν αληθινά τεράστιο. Αν το δέντρο αυτό έπεφτε μέσα στον κήπο του, δεν θα έμενε τίποτε όρθιο, μπορεί να πάθαινε ζημιές και το κάστρο ακόμα.
- Μη κάνεις τον κόπο, βιάστηκε να πει. Στο κάτω κάτω μας χρειάζονται πολύ λίγα ξύλα. Θα πάω να κόψω μόνος μου.
Πήρε το τσεκούρι του βγήκε κι έκοψε μερικά ξύλα και άναψε τη φωτιά.
- Και τώρα, είπε στον μπαλωματή, μας χρειάζεται λίγο νερό για να μαγειρέψουμε. Μπορείς να πας στο πηγάδι να φέρεις έναν κουβά νερό;
Ο κουβάς του γίγαντα ήταν τεράστιος και ασφαλώς ο μπαλωματής δεν θα μπορούσε να τον σηκώσει. Μα όπως είπαμε, ο μπαλωματής διέθετε μυαλό.
- Έναν κουβά; έκανε, με κάποιαν έκπληξη. Γιατί μόνο έναν κουβά; Δώσε μου ένα γερό σκοινί και θα πάω να σου φέρω το πηγάδι εδώ μέσα.
Όταν τ άκουσε αυτό ο γίγαντας τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο από προηγουμένως. Ήταν δυνατὸν να μπορούσε αυτός ο άνθρωπος να κουβαλήσει ολόκληρο πηγάδι; Αν γινόταν αυτό, το κάστρο θα γέμιζε νερό και υπήρχε φόβος να πνιγούν.
- Ας αφήσουμε το πηγάδι στη θέση του, είπε. Θα πάω να φέρω εγώ το νερό που μας χρειάζεται.
Το ίδιο πράγμα συνεχίστηκε πολλές μέρες. Ο μπαλωματής δεν έπαυε ούτε στιγμή να καυχολογιέται για τη δύναμή του και ο γίγαντας, παρ’ όλο που είχε ακόμα τις αμφιβολίες του, φοβόταν να τον δοκιμάσει. Και όταν μια μέρα ο γίγαντας επέμεινε να δοκιμάσουν τη δύναμή τους, σηκώνοντας ένα κορμό δέντρου στην πλάτη τους, για να δουν πόσο θ’ άντεχε ο καθένας και πόσο μακριά θα πήγαινε, ο μπαλωματής επέμεινε να τυλίξει τη μια άκρη του κορμού σε μια κουβέρτα, γιατί, όπως εξήγησε, του άρεσε να κάνει τούμπες όποτε μετέφερε βαριά φορτία και μπορεί να έκανε καμιά ζημιά στο γίγαντα.
Ο γίγαντας δίσταζε. Οπότε ο μπαλωματής έτρεξε στο κρεβάτι του, άρπαξε μια κουβέρτα και άρχισε να τυλίγει την άκρη του κορμού. Και τότε ο καημένος, ηλίθιος γίγαντας τον πίστεψε, έχασε το θάρρος του και αρνήθηκε να συνεχίσουν τη δοκιμασία.
Στο, μεταξύ, ο γίγαντας είχε βαρεθεί το φιλοξενούμενό του, αλλά από την άλλη μεριά τον φοβόταν και δεν ήξερε με τι τρόπο να τον ξεφορτωθεί. Κατέληξε στην απόφαση ότι η μόνη λύση ήταν να τον αιφνιδιάσει, να τον πιάσει στον ύπνο, και να τον σκοτώσει. Μ αυτή τη σκέψη στο μυαλό του, επέμεινε να κοιμηθεί μια βραδιά ο μπαλωματής στο ίδιο δωμάτιο μ’ αυτόν, και μάλιστα στο ίδιο τεράστιο κρεβάτι όπου κοιμόταν εκείνος.
Ο μπαλωματής δέχτηκε πρόθυμα. Μόλις έπεσαν στο κρεβάτι, όμως, και έσβησαν όλα τα φώτα, έβαλε ένα καρπούζι πάνω στο μαξιλάρι του, στην θέση που κανονικά έπρεπε να είναι το κεφάλι του. Ο ίδιος κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι.
Ο γίγαντας περίμενε ώσπου πίστεψε ότι ο μπαλωματής είχε αποκοιμηθεί και μετά, σιγά σιγά, σήκωσε ένα βαρύ σίδερο που είχε κρύψει κάτω από το κρεβάτι του, από την δική του μεριά. Και την άλλη στιγμή άρχισε να το ανεβοκατεβάζει με δύναμη πάνω στο μαξιλάρι, ακριβώς στο σημείο όπου θα έπρεπε να είναι το κεφάλι του μπαλωματή, ώσπου ήταν εντελώς βέβαιος ότι ο εχθρός του είχε πεθάνει.
Πραγματικά, το καρπούζι είχε γίνει λιώμα, από τα πολλά χτυπήματα. Όταν ο γίγαντας έπαψε να το χτυπάει με το σίδερό του, ο μπαλωματής σκαρφάλωσε στο κρεβάτι, παραμέρισε το λειωμένο καρπούζι και ξάπλωσε. Ξαφνικά, χασμουρήθηκε με θόρυβο.
Όταν άκουσε το χασμουρητό του, ο γίγαντας ένοιωσε την καρδιά του να βουλιάζει και να φτάνει κάτω στα πόδια του. Έτρεμε τόσο πολύ από το φόβο του, που κουνιόταν ολόκληρο το κρεβάτι.
- Τι συνέβη; ρώτησε. Είσαι καλά;
- Ειλικρινά δεν ξέρω τι έγινε, απάντησε ο μπαλωματής. Σαν να μ ενόχλησε κάτι προ ολίγου. Θαρρώ ότι με τσίμπησε ένας ψύλλος στο αυτί, αλήθεια έχει ψύλλους το κρεβάτι σου;
Μόλις τ’ άκουσε αυτό ο γίγαντας τρόμαξε τόσο πολύ, που λίγο έλειψε να χάσει τα λόγια του. Τώρα πια δεν του έμενε καμιά αμφιβολία ότι ο ξένος του ήταν τόσο δυνατός όσο πραγματικά έλεγε. Και όλη τη νύχτα που έμεινε άγρυπνος (δεν έκλεισε μάτι εκείνο το βράδυ) ορκιζόταν και ξαναορκιζόταν ότι δεν θα προσπαθούσε ποτέ να ξανακάνει τον έξυπνο, ούτε θ’ αποφάσιζε να δοκιμάσει τη δύναμη του ξένου. Αντίθετα, θα έκανε ό,τι θα του ζητούσε ο ξένος του, με την ελπίδα ότι μια μέρα θα σηκωνόταν και θα έφευγε μόνος του, για να πάει να μείνει κάπου αλλού.
Την άλλη μέρα, όμως, εκείνος που πρότεινε να συναγωνιστούν πάλι ήταν ο μπαλωματής. Θα έβραζαν ένα καζάνι μακαρόνια, είπε, και θ’ αποδείκνυε ότι μπορούσε να καταπιεί τα μισά, χωρίς να τα μασήσει.
- Δεν το πιστεύω αυτό που λες, απάντησε ο γίγαντας φιλύποπτα. Μα και να μπορέσεις να καταπιείς το μισό καζάνι με τα μακαρόνια χωρίς να τα μασήσεις, πάλι δε να μπορέσεις να τ’ αποδείξεις, γιατί δεν θα μπορέσω να δω το στομάχι σου.
- Ω, θα μπορέσεις, τον διαβεβαίωσε ο μπαλωματής. Μόλις τελειώσουμε το φαγητό μας, θα σχίσω το στομάχι μου σ’ ένα σημείο, για να μπορέσεις να δεις τα μακαρόνια. Και αν έχω μασήσει έστω και μια πιρουνιά, θα χάσω το στοίχημα.
Άναψε φωτιά, έβρασε το νερό και μαγείρεψε τα μακαρόνια. Μετά κάθισαν και έφαγαν όσα μακαρόνια μπορούσε ο καθένας, με βούτυρο, και νόστιμη σάλτσα. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μπαλωματής είχε δέσει μια σακούλα στο λαιμό του και την είχε κρύψει κάτω από το γιλέκο του, με τέτοιο τρόπο που όλα τα μακαρόνια που πήγαιναν δήθεν στο στόμα του έπεφταν εκεί μέσα αμάσητα.
…Μετά κάθισαν κι έφαγαν όσα μακαρόνια μπορούσε ο καθένας…
Μόλις τελείωσαν το φαγητό τους, είπε στο γίγαντα:
- ‘Ανοιξε τα μάτια σου, τώρα.
Έσχισε τη σακούλα από πάνω μέχρι κάτω και άφησε τ αμάσητα μακαρόνια να πέσουν χάμω. Ύστερα ξανακούμπωσε το γιλέκο του ·και κοίταξε το γίγαντα χαμογελαστός.
- Γιατί να κάθομαι να μασάω, αφού μπορώ και τα καταπίνω έτσι; είπε.
- Μα αφού το κάνεις εσύ, θα μπορέσω να το κάνω κι εγώ αυτό, είπε θυμωμένα ο γίγαντας.
Και αρπάζοντας ένα μαχαίρι, έσχισε το στομάχι από πάνω μέχρι κάτω.
Φυσικά, έμεινε στο τόπο.
Ο μπαλωματής έκοψε το κεφάλι του γίγαντα και το πήγε στο βασιλιά.
- Ορίστε, είπε. Πες μου μόνο αν έχεις φασαρίες με κανέναν άλλο γίγαντα. Και τώρα, αν δεν έχεις αντίρρηση, θα ήθελα να μου δώσεις την κόρη σου για γυναίκα μου.
- Είναι δική σου, απάντησε ο βασιλιάς.
Κι έτσι ο μπαλωματής και η πριγκίπισσα παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι. Ο μπαλωματής δεν πήγε ν’ αναζητήσει άλλες περιπέτειες. Δεν του χρειάζονταν. Στο κάτω « κάτω, όλοι ήξεραν ότι ήταν ο δυνατότερος άνθρωπος του κόσμου, κι έτσι δεν είχε ανάγκη να το αποδείξει. Όλοι, ακόμα και οι λιγοστοί γίγαντες που είχαν απομείνει σ’ εκείνη την περιοχή ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να τα βάλουν μαζί του. Σιγά σιγά, έφυγαν ο ένας μετά τον άλλον, και πήγαν σε μέρη μακρινά. Κανένας δεν ξανάμαθε νέα τους.
0 Comments