Χίλιες και μια νύχτες: Ο έμπορος της Βαγδάτης. Εκδόσεις Ύψιλον
Ω μεγαλόδωρε κι ευεργετικέ βασιλέα, οι γονείς μου είχανε περιουσία αρκετή για να προσφέρουν στο γιο τους, όταν πέθαναν, όλα τα μέσα για να περάσει όλη του τη ζωή με άνεση και τέρψεις, σαν ένας από τους μεγάλους της χώρας. Αλήθεια, δεν είχα καμιά φροντίδα και κανένα περισπασμό για τίποτα, ώσπου μια μέρα από τις μέρες, σαν άρχιζα να μπαίνω στην ανδρική ηλικία, έβαλα στο νου μου να παντρευτώ και να πάρω μια γυναίκα νόστιμη και χαρωπή και γλυκομίλητη, για να μπορέσω να ζήσω μαζί της με αμοιβαία αγάπη και με την ευλογία του Θεού. Μα ο πανάγαθος δε θέλησε να κάνω ταίρι μου μια τέτοια γυναίκα, γιατί η Μοίρα είχε γράψει για μένα να συντροφιάσω με τη Λύπη και με την Κακοριζικιά. Παντρεύτηκα μια κοπέλα που στην όψη και στα χαρακτηριστικά ήτανε πρότυπο ομορφιάς και χάρης, χωρίς, ωστόσο, να ’χει ούτε ένα χάρισμα ψυχικό. Αυτή απ’ τη δεύτερη μέρα του γάμου μας έδειξε τον κακό της χαρακτήρα. Συ ξέρεις, ω Πρίγκηπα των Αληθινών Πιστών, πως, κατά το μουσουλμανικό έθιμο, κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει το πρόσωπο της αρραβωνιαστικιάς του πριν γίνουν τα χαρτιά του γάμου, κι ούτε ύστερα απ’ το γάμο έχει το δικαίωμα να παραπονεθεί, αν τήνε βρει άσχημη κι αντιπαθητική: οφείλει να την κρατήσει κοντά του και να υπομονευτεί, όσο μπορεί, μένοντας ευχαριστημένος από την τύχη του, είτε ωραία του βγει είτε άσχημη. Εγώ, όταν πρωτόδα το πρόσωπο της αρραβωνιαστικιάς μου, κι είδα πως ήταν υπερβολικά νόστιμη και ωραία, πήρα χαρά μεγάλη κι ευχαρίστησα τον πανάγαθο Θεό, που μου έδωσε ένα τόσο θελκτικό ταίρι.
Τη νύχτα εκείνη, κοιμήθηκα μαζί της με χαρά και τέρψη μα την άλλη μέρα, όταν έστρωσαν, το μεσημέρι, το τραπέζι για μένα και γι’ αυτήν, δεν την εβρήκα στο τραπέζι κι έστειλα να τη φωνάξουν. Ήρθε ύστερα από πολλή ώρα και κάθισε. Εγώ δεν έδειξα τη δυσαρέσκειά μου που μ’ έκανε να την περιμένω και δε θέλησα να της κάνω καμιά παρατήρηση για το άργητό της. Αρχίσαμε να τρώμε. Ανάμεσα στα πολλά φαγητά που μας σερβίρισαν, έτυχε να ’ναι κι ένα ωραίο πιλάφι που εγώ σύμφωνα με το συνήθειο του τόπου μας, άρχισα να το τρώω με το χουλιάρι. Μα εκείνη αντίς να πάρει το χουλιάρι της, έβγαλε απ’ την τσέπη της ένα ξυλαράκι, απ’ εκείνα που καθαρίζουμε τ’ αφτιά, κι άρχισε μ’ αυτό να παίρνει σπυρί σπυρί το ρύζι και να το βάζει στο στόμα της. Βλέποντας αυτό το παράδοξο, εγώ απόρησα υπερβολικά και της είπα με γλυκιά φωνή, αν και μέσα μου είχα ανάψει: «Ω Αμίνα μου, σε καλό σου! Πώς τρως έτσι; Έτσι σε μάθανε οι δικοί σου ή μετράς τα σπυριά του ρυζιού με το σκοπό να κάνεις δίαιτα από δω και πέρα; Μόλις δέκα ή είκοσι έφαγες όλη αυτή την ώρα. Ή μήπως το κάνεις για οικονομία; Μα αν είν’ αυτό, ω! Μην ανησυχείς καθόλου, γιατί, δόξα να ’χει ο Θεός, το κελάρι μας είναι πάντα γεμάτο. Έλα, αγάπη μου, κάνε όπως όλος ο κόσμος, και φάε όπως βλέπεις τον άντρα σου να τρώει». Πίστευα μέσα μου πως θα μου ’δινε απόκριση και θα μ’ ευχαριστούσε, μα ούτε μια λέξη δεν έβγαλε απ’ το στόμα της κι εξακολούθησε να παίρνει με το ξυλαράκι τα σπυριά ένα ένα, κι ακόμα, για να με σκάσει περισσότερο, όταν έπαιρνε ένα σπυρί, σταματούσε κι έκανε ώρα πολλή για να πάρει το άλλο. Το ίδιο έκανε και στο άλλο φαγητό: πήρε μόνο δυο ή τρία ψίχουλα από φέτα ψωμί και τα ’βαλε στο στόμα της και τίποτα άλλο! Αλήθεια, έφαγε λιγότερο απ’ όσο χρειαζόταν ένας σπουργίτης για να χορτάσει. Απόρησα πολύ που την έβλεπα τόσο πεισματάρα κι ιδιότροπη, μα είπα μέσα μου, με την αθώα μου καρδιά: «Φαίνεται, δε θα ’ναι συνηθισμένη να τρώει με άντρες και θα ντρέπεται ακόμα μαζί μου. Θα συνηθίσει με τον καιρό». Σκέφτηκα ακόμα, πως ίσως να ’φαγε κανένα γλυκό πριν το μεσημέρι και της κόπηκε η όρεξη, ή ίσως να ’χε συνήθεια να τρώει μονάχη κι έφαγε στην κάμαρά της πριν έρθει στο τραπέζι. Για τούτο, δεν είπα τίποτα και, μετά το φαγητό βγήκα έξω για ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα και δε σκέφτηκα πια αυτό το πράγμα. Όταν όμως το βράδυ καθίσαμε πάλι στο τραπέζι, είδα να κάνει τα ίδια. Μάλιστα! Επέμενε στην ίδια της ιδιοτροπία και την άλλη μέρα και την άλλη και την άλλη, κι αυτό με τάραξε μέσα μου πολύ και μ’ έκανε ν’ απορώ και να θαυμάζω, πώς κρατιόταν στη ζωή δίχως φαγητό. Μια νύχτα συνέβη να μην έχω ύπνο, αλλά να ’χω τα μάτια μου κλειστά και να μένω ακίνητος, κι η γυναίκα μου, νομίζοντάς με βαθιά κοιμισμένο, σηκώθηκε σιγά σιγά από το πλευρό μου και την άκουσα να φεύγει απ’ το κρεβάτι με ανάλαφρη και προσεχτική περπατησιά, σα να φοβόταν μη με ξυπνήσει. Μου φάνηκε παράξενο, γιατί να σηκωθεί απ’ τον ύπνο της και να μ’ αφήσει μ’ αυτό τον τρόπο, και σκέφτηκα να μη μιλήσω για να δω το τέλος. Εξακολούθησα, λοιπόν, να κάνω τον κοιμισμένο και να ροχαλίζω, μα την κοίταζα με το ένα μάτι μισάνοιχτο από κει που ήμουν ξαπλωμένος. Την είδα να βάζει τα ρούχα της και να βγαίνει από την κάμαρα. Τινάχτηκα τότες απ’ το κρεβάτι μου, και βάζοντας με βιασύνη τα ρούχα μου και κρεμώντας στον ώμο το σπαθί μου, κοίταξα απ’ το παράθυρο έξω για να δω πού πήγαινε. Την είδα να περνά την αυλή, ν’ ανοίγει την πόρτα του δρόμου και να βγαίνει έξω. Έτρεξα κι εγώ έξω στο δρόμο από την πόρτα που είχε αφήσει ξεκλείδωτη, και την ακολούθησα από μακριά, στο φως του φεγγαριού, ώσπου την είδα να μπαίνει σ’ ένα νεκροταφείο που ήταν σε μικρή απόσταση από κει. Εγώ στάθηκα απ’ έξω, κοντά στον τοίχο, απ’ όπου σήκωσα το κεφάλι μου όσο έφτανε για να τη βλέπω χωρίς εκείνη να με βλέπει. Tι είδαν τότες τα μάτια μου; Την Αμίνα να κάθεται μ’ ένα Γουλ. Η μεγαλειότης σου ξέρει καλά πως τα Γουλ είναι από τη ράτσα των διαβόλων, δηλαδή ακάθαρτα πνεύματα που κατοικούν μέσα σε χαλάσματα και τρομάζουν τους μοναχικούς επιβάτες, και κάποτε τους πιάνουν και τους τρώνε. Κι αν δε βρουν κανένα να φάνε, βγαίνουν τη νύχτα και πηγαίνουν στα κοιμητήρια κι ανοίγουν τους τάφους και τρώνε τους νεκρούς. Για τούτο, έμεινα κατάπληκτος και μ’ έπιασε τρομάρα που είδα τη γυναίκα μου να κάνει παρέα με μια Λάμια. Κάθονταν απάνω από έναν τάφο, όπου, εκείνη την ημέρα, είχανε κλείσει ένα νεκρό, και σε λίγο σηκώθηκαν κι άνοιξαν αυτό τον τάφο κι έβγαλαν τον πεθαμένο και τον καταξέσχισαν κι άρχισαν να τρώνε τις σάρκες του με μεγάλη ευχαρίστηση και μ’ εύθυμες κουβέντες. Η Αμίνα, η γυναίκα μου, κι η Λάμια! Μα δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι λέγανε, γιατί εγώ στεκόμουν σε κάποια απόσταση απ’ αυτές. Στο θέαμα αυτό, άρχισα να τρέμω όλος από τον υπερβολικό φόβο, και νόμισα πως ο ουρανός κατρακυλούσε απάνω μου. Κι όταν απόφαγαν, έριξαν τα κόκαλα μέσα στο λάκκο και σώριασαν μέσα, πάλι, χώματα, όπως ήταν πρώτα. Εγώ, αφήνοντάς τους να καταγίνονται σ’ αυτό το απαίσιο έργο, γύρισα τρεχάτος στο σπίτι κι αφήνοντας την πόρτα του δρόμου μισάνοιχτη, όπως την είχε αφήσει η γυναίκα μου, μπήκα στην κάμαρά μου, κι αφού πέταξα το μανδύα μου έπεσα στο κρεβάτι και καμώθηκα τον κοιμισμένο. Σε λίγο, ήρθε η Αμίνα, κι αφού γδύθηκε μ’ όλη της την ησυχία, πλάγιασε στο πλευρό μου, και κατάλαβα από τους τρόπους της πως δε με είδε καθόλου, ούτε φαντάστηκε πως την είχα πάρει ξοπίσω ως το νεκροταφείο. Αυτό έδωσε μεγάλη ανακούφιση στο πνεύμα μου, αν και αισθανόμουν ανέκφραστη σιχαμάρα που πλάγιαζα στο ίδιο κρεβάτι με μια που έτρωγε ανθρώπινες σάρκες, σαν κανίβαλος. Ωστόσο, μ’ όλη την αηδία που έκανε ν’ ανατριχιάζει το πετσί μου, έμεινα ήσυχος ως την ώρα που ο μουεζίνης κάλεσε τους πιστούς στην πρωινή προσευχή. Τότες σηκώθηκα, νίφτηκα και πήγα στο τζαμί, κι αφού έκανα την προσευχή μου εκεί κι όλα τα θρησκευτικά μου χρέη, βγήκα και περιπλανήθηκα στους κήπους. Σ’ όλην αυτή την περιπλάνησή μου δεν είχα άλλο στο νου μου, παρά το φοβερό αυτό περιστατικό, που το μελέτησα καλά και το βασάνισα ώσπου έβγαλα την απόφαση πως έπρεπε να κάνω κάθε τρόπο ν’ απομακρύνω τη γυναίκα μου από μια τέτοια κακή συντροφιά και να την αποκόψω από τη συνήθεια να τρώει σάρκες πεθαμένων. Μ’ αυτές τις σκέψεις γύρισα στο σπίτι την ώρα του δείπνου, όταν η Αμίνα, βλέποντάς με, πρόσταξε τους δούλους να σερβίρουν το μεσημεριάτικο φαγητό και καθίσαμε στο τραπέζι. Μα το ίδιο όπως έκανε και τις άλλες φορές, εκείνη άρχισε να τρώει το ρύζι σπυρί σπυρί. Της είπα τότες: «Γυναίκα μου, με ενοχλεί πολύ να σε βλέπω να τσιμπάς το ρύζι σαν μια κότα. Αν δε σ’ αρέσει το φαγητό, κοίταξε, δόξα να ’χει ο Θεός, έχουμε κάθε λογής φαγιά μπροστά μας. Φάε όποιο σ’ αρέσει καλύτερα. Κάθε μέρα, το τραπέζι μας είναι στρωμένο με διάφορα φαγητά, μα αν δεν τα γουσταίρνεις αυτά, πρόσταξε το μάγειρα να σου φτιάξει όποιο φαγητό ρέγεται η ψυχή σου, θα ’θελα, όμως, να σου κάνω μιαν ερώτηση: από τα κρέατα που έχουμε στο τραπέζι, δεν υπάρχει κανένα πιο νόστιμο από το ανθρώπινο κρέας, ώστε ν’ αρνείσαι κάθε πιάτο που σου βάζουν μπρος σου;» Μόλις πρόφερα αυτές τις λέξεις, η γυναίκα μου βεβαιώθηκε πως ήξερα τη νυχτερινή της περιπέτεια, κι αμέσως άναψε από το θυμό, το πρόσωπό της κοκκίνισε σαν τη φωτιά, τα μάτια της πετάχτηκαν έξω από τις κόχες τους και το στόμα της άφρισε από την ασυγκράτητη λύσσα της. Τρόμαξα που την είδα έτσι, κι οι αισθήσεις μου και το λογικό μου σβήσανε από το φόβο, ενώ εκείνη σαν μανιασμένο θηρίο, πήρε ένα ποτήρι νερό που ήταν μπροστά της και βυθίζοντας μέσα τα δάχτυλά της πρόφερε μερικές λέξεις που δεν μπορούσα να καταλάβω, κι ύστερα, ραντίζοντάς με, με νερό, έκραξε: «Καταραμένε! Γι’ αυτή σου την αυθάδεια και την προδοσία, γίνου αμέσως σκύλος!»
Και μονομιάς μεταμορφώθηκα σε σκύλο, κι εκείνη παίρνοντας μια μαγκούρα, άρχισε να την κοπανάει απάνω μου τόσο άσπλαχνα ώστε παραλίγο να με σκοτώσει. Το ’βαλα τότες στα πόδια κι έτρεξα από κάμαρα σε κάμαρα μα εκείνη με κυνήγησε με το ξύλο και δεν έπαψε να με χτυπά μ’ όλη της τη δύναμη, ώσπου κουράστηκε το χέρι της, και τότες, άνοιξε την οξώπορτα και μου ’δωσε μια κλωτσιά για να με πετάξει έξω. Και καθώς έκανα να βγω για να γλιτώσω, αυτή προσπάθησε να την κλείσει μ’ ορμή απάνω μου, για να μαγκωθώ και να φύγει η ψυχή μου από το σώμα μου. Μα κατάλαβα το σκοπό της και πρόφτασα και πετάχτηκα έξω, αφήνοντας ωστόσο πίσω μου την άκρη της ουράς μου, κι ουρλιάζοντας λυπητερά από τους αβάσταχτους πόνους, αν και μέσα μου δοξολογούσα το Θεό που γλίτωσα απ’ αυτήν τουλάχιστον, δίχως κανένα κόκαλο σπασμένο. Άμα στάθηκα στο δρόμο, ουρλιάζοντας ακόμα και κλαίγοντας, τα σκυλιά της γειτονιάς, βλέποντας έναν ξένο σκύλο, χύμηξαν μονομιάς απάνω μου γαβγίζοντας και δαγκάνοντάς με. Εγώ, με την ουρά στα σκέλια, το ’βαλα στα πόδια κι έτρεξα μέσα στους δρόμους της αγοράς, και τέλος, χώθηκα μέσα στο μαγαζί ενός που πουλούσε κεφάλια και πόδια αρνιών και γιδιών, και ζάρωσα σε μια γωνιά. Ο χασάπης, μ’ όλη την προκατάληψη που είχε εναντίον των σκυλιών, με λυπήθηκε σ’ εκείνο το χάλι όπου ήμουν κι έδιωξε τα ζαγάρια που έσκουζαν κι αγρίευαν απόξω και θέλανε να με ακολουθήσουν μέσα στο μαγαζί, κι έτσι σώθηκα από τα δόντια τους και πέρασα τη νύχτα κρυμμένος στη γωνιά μου. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ο χασάπης βγήκε για ν’ αγοράσει κεφάλια αρνιών και πόδια, και σε λίγο γύρισε με μεγάλη προμήθεια κι άρχισε να τ’ αραδιάζει μέσα στο μαγαζί για να τα πουλήσει, όταν εγώ, βλέποντας συναγμένο απόξω ολάκερο μπουλούκι από σκυλιά, που τα ’χε τραβήξει εκεί η μυρωδιά του κρέατος, βγήκα και τους έκανα παρέα. Ο έμπορος με παρατήρησε ανάμεσα στα πεινασμένα σκυλιά, και είπε μέσα του: «Αυτό το σκυλί δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του από χτες που έτρεξε με θρήνους και κρύφτηκε μέσα στο μαγαζί». Και μου έριξε ένα καλό κομμάτι κρέας, μα εγώ το άφησα εκεί που έπεσε δίχως να τ’ αγγίξω κι έτρεξα κοντά του και τόνε κοίταξα λυπητερά στα μάτια και του κούνησα την ουρά μου, για να μπορέσει να καταλάβει την επιθυμία μου να μείνω μαζί του και να ’χω την προστασία του. Αυτός, όμως, νόμισε πως έφαγα και χόρτασα, και παίρνοντας ένα μπαστούνι με φοβέρισε και μ’ έδιωξε.
Βλέποντας έτσι πως ο έμπορος δε με καταλάβαινε, βγήκα πάλι στους δρόμους και περιπλανήθηκα κάμποσην ώρα, ώσπου έφτασα σ’ ένα φούρνο και στάθηκα έξω από την πόρτα, απ’ όπου είδα μέσα το φούρναρη να κολατσίζει. Αν και δεν έκανα κανένα σημείο για να δείξω πως είχα ανάγκη από τροφή, αυτός, μοναχός του, μου έριξε ένα κομμάτι “ψωμί, μα εγώ, αντί να το αρπάξω και να το χάψω με λαιμαργία, όπως κάνουν όλα τα σκυλιά, ακόμα και τα πιο ευγενικά, το άφησα εκεί που έπεσε και ζύγωσα στον καλό άνθρωπο που μου το ‘ριξε, και τον κοίταξα στα μάτια και του κούνησα την ουρά μου, για να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου. Εκείνος ευχαριστήθηκε από την καλή μου αυτή συμπεριφορά και μου χαμογέλασε. Τότες, εγώ, όχι τόσο από πείνα όσο για να τον ευχαριστήσω, άρχισα να τρώγω το ψωμί, λίγο λίγο και αργά αργά, δείχνοντάς του έτσι το σεβασμό μου στο δώρο του. Αυτός ευχαριστήθηκε ακόμα πιο πολύ από τους τρόπους μου κι επιθύμησε να με κρατήσει στο μαγαζί του, κι εγώ, νιώθοντας το σκοπό του, κάθισα πλάι στην πόρτα του και τον κοίταξα στα μάτια με νοημοσύνη, κι εκείνος κατάλαβε πως δεν ήθελα τίποτα άλλο απ’ αυτόν παρά την προστασία του. Έσκυψε λοιπόν και με χάιδεψε, και με κράτησε για να φυλάω το μαγαζί του, μα δε θέλησα να μπω στο σπίτι του, παρά όταν μοναχός του μ’ οδήγησε μέσα και μου έδειξε το μέρος όπου θα κοιμόμουν τη νύχτα. Από κείνη την ώρα με είχε στην υπηρεσία του και με τάιζε καλά και μου έκανε εξαίρετη περιποίηση. Μα κι εγώ κοίταξα κάθε του κίνηση, και πάντα καθόμουνα ή σηκωνόμουνα, σύμφωνα με τη θέλησή του, κι όταν έβγαινε από το σπίτι του μ’ έπαιρνε όπου κι αν πήγαινε. Αν, καμιά φορά, ενώ κοιμόμουν εγώ, έβγαινε αυτός έξω και δε μ’ έβλεπε κοντά του, στεκόταν στο δρόμο και με φώναζε:
«Μπαχτ! Μπαχτ!» το τυχερό όνομα που μου ’χε δώσει.
Και στη στιγμή εγώ πεταγόμουν απάνω και μ’ έναν πήδο βρισκόμουν έξω από την πόρτα και κοντά του, και τότες εξακολουθούσε το δρόμο του, ενώ εγώ ή έτρεχα μπρος με χαρές ή έμενα πίσω ακολουθώντας τα βήματά του, μα πάντα κοιτάζοντάς τονε στα μάτια. Έζησα έτσι μαζί του μερικό καιρό με μεγάλη άνεση, ώσπου, μια από τις πολλές ημέρες, συνέβη να ’ρθει στο φούρνο μια γυναίκα για ν’ αγοράσει το ψωμί της, κι ανάμεσα στις δραχμές που του ’δωσε, να ’ναι και μια κάλπικη. Ο φούρναρης, αφού εξέτασε καλά όλες τις δραχμές, βρήκε την κάλπικη και την έδωσε πίσω στη γυναίκα, ζητώντας μιαν άλλη καλή. Μα η γυναίκα έκανε μουζαβιριές και δεν ήθελε να την πάρει πίσω, λέγοντας πως ήτανε καλή αυτή η δραχμή, κι είπε ο φούρναρης:
«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η δραχμή αυτή είναι κάλπικη. Βλέπεις το σκύλο μου εκεί πέρα; Ζώο είναι κι όμως κι αυτό θα καταλάβει πως είναι κάλπικη η δραχμή σου. Να κοίτα!» Και με φώναξε με τ’ όνομά μου: «Μπαχτ! Μπαχτ!»
Πετάχτηκα απάνω κι έτρεξα κοντά του, κι εκείνος, ρίχνοντας χάμου στη γη, μπροστά μου, όλες τις δραχμές, είπε: «Έλα! Κοίταξε όλες αυτές τις δραχμές κι αν υπάρχει καμιά κάλπικη χώρισέ τη από τις άλλες». Έσκυψα κι εξέτασα μια μια τις δραχμές και βρήκα την κάλπικη. Ύστερα, βάζοντάς την από το ένα μέρος κι όλες τις άλλες από το άλλο, έβαλα το πόδι μου πάνω στην κάλπικη, και κουνώντας ό,τι μου είχε απομείνει από την ουρά μου, κοίταξα στα μάτια τ’ αφεντικό μου. Ο φούρναρης ευχαριστήθηκε από τη νοημοσύνη μου και η γυναίκα επίσης θαύμασε γι’ αυτό που συνέβη, και παίρνοντας την κάλπικη δραχμή, έδωσε στ’ αφεντικό μου μιαν άλλη, καλή. Μα όταν έφυγε εκείνη, ο φούρναρης φώναξε όλους τους γειτόνους και τους αργόσχολους και τους ανάφερε το τι συνέβη. Λοιπόν, αυτοί έριξαν μπροστά μου διάφορα νομίσματα, γνήσια και κάλπικα ανακατεμένα, για να με δοκιμάσουν και να δουν με τα μάτια τους, αν είχα τόση νοημοσύνη, όση έλεγε τ’ αφεντικό μου πως είχα. Πολλές φορές ξεχώρισα μπροστά τους τα κάλπικα νομίσματα από τ’ αληθινά, κι έβαζα το πόδι μου απάνω στα κάλπικα, χωρίς ούτε μια φορά να λαθέψω. Τότες όλοι απόρησαν κι έφυγαν κατάπληκτοι, κι όποιον κι αν συναντούσαν, κάθονταν και του ανάφεραν το πράγμα ώσπου η φήμη μου άπλωσε σ’ όλη την πόλη. Από εκείνη την ημέρα, ο φούρναρης με περιποιόταν με μεγαλύτερη τιμή από πρώτα, κι όλοι οι φίλοι του κι οι γνωστοί του γελούσαν και του ’λεγαν:
«Ποιος τη χάρη σου, πια, εσένα, που έχεις ένα τόσο καλό σαράφη κοντά σου!»
Και μερικοί τόνε ζήλεψαν για την καλή του τύχη να μ’ έχει στο μαγαζί του, και πολλές φορές δοκίμασαν να με ξεγελάσουν και να με πάρουν από κει, μα ο φούρναρης με φύλαγε προσεχτικά και ποτέ δε μ’ άφηνε από το πλευρό του, γιατί η φήμη μου του έφερνε πλήθος πελάτες απ’ όλες τις συνοικίες της πόλης, ακόμα κι από τις πιο μακρινές, που ήρχουνταν από περιέργεια για να με δούνε. Ύστερα από κάμποσες ημέρες ήρθε στο φούρνο μια άλλη γυναίκα για ν’ αγοράσει ψωμιά, κι έδωσε έξι δραχμές, που απ’ αυτές μια ήτανε κάλπικη. Τ’ αφεντικό μου τις πέρασε σε μένα για να τις εξετάσω, και στη στιγμή εγώ ξεχώρισα την κάλπικη δραχμή από τις άλλες, τις αληθινές, και βάζοντας το πόδι μου απάνω απ’ αυτήν, σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα τη γυναίκα. Εκείνη ταράχτηκε κι ομολόγησε πως η δραχμή ήταν κάλπικη, και είπε ένα σωρό επαίνους για μένα και για τη νοημοσύνη μου, που μπόρεσα και ξεχώρισα την κάλπικη δραχμή.
Ύστερα, φεύγοντας η γυναίκα εκείνη μου έκανε κρυφά νοήματα να την ακολουθήσω, χωρίς να με καταλάβει ο φούρναρης. Τώρα, εγώ, όλον εκείνο τον καιρό, δεν έπαυα να δέομαι στο Θεό να μου αποδώσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ανθρώπινη μορφή μου, κι έλπιζα πως κάποιος καλός άνθρωπος θα ένιωθε τη θλιβερή μου κατάσταση, και θα προσπαθούσε να ’βρει κάποιο μέσο σωτηρίας για μένα. Για τούτο, βλέποντας εκείνη τη γυναίκα να γυρίζει πολλές φορές, σε μένα και να με κοιτάζει, σχημάτισα μέσα μου την πεποίθηση πως ένιωσε την αληθινή μου κατάσταση, και, κάρφωσα με προσοχή τα μάτια μου απάνω της. Βλέποντάς το αυτό, εκείνη γύρισε πάλι πίσω, αν κι είχε προχωρήσει πολλά βήματα στο δρόμο και μου έγνεψε ξανά να την ακολουθήσω. Εγώ κατάλαβα τα νοήματά της, και φεύγοντας με τρόπο από το φούρναρη, που εκείνη τη στιγμή καταγινόταν να ζεσταίνει το φούρνο του, βγήκα έξω κι ακολούθησα τη γυναίκα, που ευχαριστημένη υπερβολικά που με είδε να την ακούω, πήγε ίσια σπίτι της μαζί μου, και μπαίνοντας μέσα, αμπάρωσε την πόρτα και μ’ οδήγησε σε μια ωραία παρθένα ντυμένη με χρυσοκέντητα φορέματα, και που από τους τρόπους της κατάλαβα πως ήταν θυγατέρα της καλής γυναίκας. Η κόρη αυτή είχε μεγάλη πείρα στην επιστήμη της μαγείας για τούτο, μόλις μπήκαμε μέσα, η μάνα της της είπε:
«Ω κόρη μου, εδώ βλέπεις ένα σκυλί που γνωρίζει τ’ αληθινά νομίσματα απ’ τα κάλπικα. Άμα πρωτάκουσα αυτό το θαύμα, σκέφτηκα πως το κακόμοιρο το ζω θα ’ναι κανένας άνθρωπος, που κάποιο ελεεινό και σκληρόκαρδο πλάσμα το μεταμόρφωσε σε σκύλο. Είπα λοιπόν, σήμερα, να πάω να δω αυτό το ζώο και να το δοκιμάσω. Πήγα και αγόρασα ψωμιά απ’ αυτό το φούρναρη, κι ανάμεσα στις δραχμές που του έδωσα, έβαλα και μια κάλπικη, που αμέσως δίχως καμιά δυσκολία την ξεχώρισε απ’ τις άλλες και μου την έδειξε. Κοίταξε καλά, κόρη μου, αυτό το σκυλί και δες αν είναι στ’ αλήθεια ζω ή άνθρωπος μεταμορφωμένος σε ζω από μαγική ενέργεια».
Η κόρη που, απ’ την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκα μπροστά της, είχε σκεπάσει το πρόσωπό της με τον πέπλο της, με κοίταξε άλλη μια φορά προσεχτικά και είπε:
«Ω μητέρα μου, έτσι είναι όπως λες, και θα στο αποδείξω αμέσως».
Και σηκώθηκε από κει που καθόταν και παίρνοντας μια λεκάνη με νερό, βύθισε μέσα τα δάχτυλά της και με ράντισε λέγοντας:
«Αν είσαι από γενετής σου σκύλος, μείνε σκύλος, μα αν γεννήθηκες άνθρωπος και μεταμορφώθηκες από μαγική ενέργεια σε σκύλο, τότες, με τη δύναμη τούτου του νερού, πάρε πίσω την πρώτη σου ανθρώπινη μορφή».
Και μονομιάς, παράτησα τη σκυλίσια μορφή κι ανέλαβα το πρώτο ανθρώπινο σχήμα μου κι έπεσα στα πόδια της κόρης και φίλησα τη γη μπροστά της κι ασπάστηκα μ’ ευλάβεια τον ποδόγυρο της. Και την ευχαρίστησα από τα βάθη της ψυχής μου, λέγοντάς της με δάκρυα ευγνωμοσύνης:
«Ω κυρά μου, τι μεγάλη καλοσύνη είναι αυτή που έκανες σ’ έναν άνθρωπο δυστυχή σαν κι εμένα, και εντελώς άγνωστο και ξένο σε σένα; Πώς μπορώ να ’βρω λέξεις για να σ’ ευχαριστήσω και να σ’ ευλογήσω όσο σου πρέπει; Πες μου σε παρακαλώ, με τι τρόπο μπορώ να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου; Από σήμερα πέφτω στα πόδια σου, ω κυρά μου, και γίνομαι παντοτινός σου σκλάβος».
Ύστερα κάθισα και της αφηγήθηκα όλη την ιστορία μου, και της είπα την προστυχιά της Αμίνας και όλο το κακό που μου έκανε κι έβαλα χίλιες ευχές της μητέρας της που με πήρε στο σπίτι της, όπου βρήκα τη σωτηρία μου. Η κόρη μού είπε:
«Ω Σίντι Νουμάν, σε παρακαλώ, πάψε πια τις τόσες σου ευχαριστίες για μένα, γιατί περισσότερο εγώ πρέπει να ’μαι ευχαριστημένη και να σ’ ευγνωμονώ που μου ’δωσες την ευκαιρία να κάνω ένα καλό σ’ έναν άνθρωπο που του αξίζει. Ήμουνα πολύ καιρό φιλενάδα της γυναίκας σου της Αμίνας πριν την παντρευτείς και ήξερα πως ήταν ικανή στην τέχνη της μαγείας, όπως κι εκείνη ήξερε το ίδιο για μένα κι οι δυο μάθαμε αυτή την επιστήμη από την ίδια μάγισσα. Συχνά τη συναντούσα στο χαμάμ, μα κατόπιν κατάλαβα τον κακό της χαρακτήρα και τα φαύλα ψυχόρμητά της κι απόφυγα τη συναναστροφή της. Τώρα πρέπει να σου πω πως δεν αρκεί μονάχα που σου απόδωσα την πρώτη σου ανθρώπινη μορφή, μα πρέπει, επίσης, και να σε βοηθήσω να εκδικηθείς για το κακό που σου ’κανε. Ναι, θα βάλω στα χέρια μου τα μέσα για να την περιλάβεις κάτω από τη δύναμή σου και για να γίνεις πάλι κύριος του σπιτιού σου. Κάτσε δω λιγάκι και περίμενέ με ώσπου να γυρίσω».
Και λέγοντας αυτά, η κόρη πέρασε σε μιαν άλλη κάμαρα κι εγώ έμεινα και κουβέντιαζα με τη μητέρα της, που τήνε γέμιζα ευχαριστίες για την καλοσύνη της και την ευγένειά της. Η γριά μου αφηγήθηκε επίσης και άλλες παρόμοιες ευεργεσίες που έκανε από απλή καλοσύνη κι ευγένεια ψυχής σε άλλους δυστυχισμένους, ώσπου η κόρη ήρθε πάλι μέσα μ’ έναν κουβά στο χέρι κι είπε:
«Ω Σίντι Νουμάν, η μαγική μου τέχνη μου λέει πως η Αμίνα, αυτή τη στιγμή, δεν είναι στο σπίτι, μα θα γυρίσει εκεί σε λίγο. Στο αναμεταξύ, δε φανερώνεται στους υπηρέτες και καμώνεται μπροστά τους τη θλιμμένη για το χωρισμό της από σένα, λέγοντας τάχα πως κει που καθόσαστε και τρώγατε, σηκώθηκες ξαφνικά κι έφυγες σε ταξίδι, για κάποια σπουδαία υπόθεση, και πως εκείνη τη στιγμή που έφευγες, μπήκε από την ανοιχτή πόρτα μέσα στο δωμάτιο ένας σκύλος που τον έδιωξε με μια μαγκούρα».
Ύστερα, δίνοντάς μου ένα γκουλέ γεμάτο νερό η κόρη μου ’πε:
«Ω Σίντι Νουμάν, πήγαινε τώρα στο σπίτι σου κι έχοντας κοντά σου τούτον τον γκουλέ, περίμενε με υπομονή το γυρισμό της Αμίνας. Δε θ’ αργήσει να ’ρθει και βλέποντάς σε θα ταραχτεί και θα κοιτάξει να το βάλει στα πόδια.
Μα πριν φύγει, εσύ ράντισέ τηνε με λίγες σταγόνες από τούτο το νερό και μουρμούρισε το ξόρκι που θα σου μάθω. Δε σου λέω παραπάνω. Με τα ίδια σου τα μάτια θα δεις τι θα συμβεί».
Αφού είπε αυτά τα λόγια, η κόρη μού έμαθε μερικές μαγικές φράσεις, που τις χάραξα καλά στο μυαλό μου κι ύστερα αποχαιρέτησα και τις δυο (μάνα και κόρη) κι έφυγα. Όταν έφτασα στο σπίτι μου, συνέβη ακριβώς όπως μου είχε πει η νεαρή μάγισσα. Δεν περίμενα πολλή ώρα, με το κανάτι πάντα πλάι μου, κι ήρθε η Αμίνα στο σπίτι. Μόλις με είδε, ξαφνιάστηκε κι άρχισε να τρέμει και γύρισε να το βάλει στα πόδια. Μα εγώ σηκώθηκα μονομιάς απάνω κι έτρεξα πίσω της και τη ράντισα με λίγο νερό από τον γκουλέ, μουρμουρίζοντας τα μαγικά λόγια, όταν, ξαφνικά, την είδα να μεταμορφώνεται μπροστά μου σε φοράδα, αυτή που είδε χτες η υψηλότης σου. Σάστισα που είδα αυτή τη μεταμόρφωση κι έμεινα από το θαυμασμό, μα πρόφτασα κι έπιασα τη φοράδα από τη χαίτη της και την κατέβασα στο στάβλο και την έδεσα καλά μ’ ένα καπίστρι, ύστερα τήνε σκυλόβρισα για τη φαυλότητά της και για την ποταπή διαγωγή της, και τη μαστίγωσα μ’ ένα βούρδουλα ώσπου κουράστηκε το χέρι μου. Και μέσα μου, αποφάσισα να την παίρνω κάθε μέρα και να την καβαλικεύω και να την κάνω με αλύπητες βουρδουλιές να τρέχει μέσα στην πλατεία, για τιμωρία της.
Μ’ αυτά τα λόγια, ο Σίντι Νουμάν τέλειωσε την ιστορία του και σιώπησε. Μα αμέσως πάλι άνοιξε το στόμα του και πρόσθεσε:
«Ω Εμίρη των Πιστών, έχω πεποίθηση πως τώρα που άκουσες την ιστορία μου, θα επιδοκιμάσεις αυτή μου τη διαγωγή και μάλιστα θα ομολογήσεις πως σε μια τέτοια γυναίκα ακόμα μεγαλύτερη τιμωρία αξίζει».
Ύστερα, ασπάστηκε τον ποδόγυρο της χλαμύδας του χαλίφη και σιώπησε. Ο Χαρούν ερ Ρασίντ βλέποντας πως ο νέος είπε όλα όσα είχε να πει, αναφώνησε:
«Μα το Θεό, η ιστορία σου είναι πολύ παράξενη και καταπληκτική. Οι κακές πράξεις
αυτής της γυναίκας είναι από κείνες που δε συγχωρούνται και νομίζω πως είναι πολύ δίκαιη η τιμωρία που της επέβαλες. Μα ήθελα να σε ρωτήσω ένα πράμα: Πόσον καιρό θα την τιμωρείς έτσι, και πόσον καιρό θα μένει με τη μορφή αυτού του ζώου; Θα ’ταν καλύτερα για σένα να βρεις εκείνη την κόρη, που με τα μάγια της η γυναίκα σου μεταμορφώθηκε σε φοράδα και να την παρακαλέσεις να της δώσει πίσω την ανθρώπινη μορφή της. Και όμως, τι να σου πω; Φοβούμαι πολύ, μήπως η μάγισσα αυτή, αν ξαναπάρει την πρώτη της μορφή και ξαναρχίσει τα πρώτα της μάγια, σου κάνει κανένα κακό μεγαλύτερο και τρομερότερο απ’ το πρώτο, που απ’ αυτό τίποτα να μην μπορεί να σε σώσει».
Για τούτο, ο Πρίγκηπας των Αληθινών Πιστών δε θέλησε να επιβάλει καμιά γνώμη δική του στον Σίντι Νουμάν, απάνω σ’ αυτό το ζήτημα, αν και ήταν από φυσικό του άνθρωπος ήμερος και σπλαχνικός, κι αφήνοντας την υπόθεση στην κρίση του νέου, γύρισε στον τρίτο άνθρωπο που κατά διαταγή του είχε φέρει μπροστά του ο βεζίρης.
0 Comments