Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχαν τρία παιδιά αρσενικά, τρία όμορφα βασιλόπουλα, που τ’ αγαπούσαν πολύ. Αυτά όμως το ‘χαν μαράζι που δεν είχαν μια αδελφούλα κι ο πρώτος έλεγε:
- Αν είχα μια αδελφούλα, θα την έντυνα στα χρυσά.
- Κι εγώ, έλεγε ο δεύτερος, θα τη στόλιζα με διαμάντια και μαργαριτάρια.
- Κι εγώ, έλεγε ο τρίτος, θα παρακαλούσα τον ήλιο, κάθε πρωί που βγαίνει, να της στολίζει τα μαλλιά μ’ ένα στεφάνι χρυσές αχτίδες.
Σε κάμποσον καιρό η βασίλισσα θα ‘φερνε στον κόσμο ένα καινούργιο παιδί και τα τρία βασιλόπουλα περίμεναν με χαρά πως θα ‘ταν κορίτσι. Κάθε πρωί λοιπόν που έφευγαν για κυνήγι έλεγαν στη βάγια τους:
- Βάγια, αν το παιδί γεννηθεί τον καιρό που θα λείπουμε, κι είναι κορίτσι, να στήσεις στην ταράτσα του παλατιού μια ρόκα, για να τη δούμε από μακριά κι αν είναι αγόρι, να στήσεις ένα δοξάρι.
- Έννοια σας, τους αποκρινόταν η βάγια τους, θα κάνω όπως μου λέτε.
Μια μέρα λοιπόν, καθώς γύριζαν από το κυνήγι, κι αντίκρυσαν το παλάτι, βλέπουν στην ταράτσα του ένα μεγάλο δοξάρι.
- Αχ, είπαν τότε, πάλι αγόρι γεννήθηκε! κρίμα!
Και μπήκαν λυπημένα στο παλάτι.
Τι είχε γίνει όμως εκεί! Μια σκλάβα κακιά και μοχθηρή, είχε γεννήσει ένα αγοράκι μέσα στο κατώγι που έμενε, χωρίς να το μάθει κανένας, την ίδια νύχτα με τη βασίλισσα. Τι κάνει λοιπόν η σκλάβα: παίρνει κρυφά το αγόρι της, το βάζει στο κρεβάτι της βασίλισσας και αρπάζει το παιδί που έκανε η βασίλισσα, ένα ωραίο κοριτσάκι και το κρύβει στο κατώγι της.
- Τώρα, είπε μέσα της, το παιδί μου θα γίνει βασιλόπουλο, και θα ζει μέσα στις τιμές και στα πλούτη. Και η βασιλοπούλα θα γίνει κόρη, μου, σκλάβα σαν και μένα.
Την τύλιξε λοιπόν με κουρέλια κι ετοιμάστηκε να τη βάλει στο κρεβάτι της. Τότε όμως είδε πως η μικρή βασιλοπούλα ήταν τόσο όμορφή, που φοβήθηκε.
- Αχ, είπε, κανένας δε θα πιστέψει πως μια σκλάβα άσχημη, όπως εγώ, έκανε μια τόσο όμορφη θυγατέρα και -πού ξέρει κανείς; μπορεί να καταλάβουν την αλήθεια.
Συλλογίστηκε κάμποση ώρα, κι ύστερα είπε μέσα της:
- Το καλύτερο που έχω να κάνω, είναι να πάρω το μωρό και να πάω να το αφήσω στο δάσος. Εκεί θα χαθεί και θα ‘μαι ήσυχη για πάντα.
Δε χάνει λοιπόν καιρό, παίρνει τη βασιλοπούλα και πάει μακριά σ’ ένα πυκνό και μεγάλο δάσος και την αφήνει μέσα σε κάτι κλαδιά. Και μετά γυρίζει στο παλάτι και πάει ίσια στην κάμαρα της βασίλισσας. Και τι να δει! Το παιδί της τυλιγμένο μέσα στα μεταξωτά να το κουνάνε βάγιες και παραμάνες με νανουρίσματα και τραγούδια. Τα μάτια της τότε άστραψαν από χαρά κι έσκυψε στη βασίλισσα και της είπε:
- Να σου ζήσει το αγοράκι σου, βασίλισσά μου, και να ‘ναι τυχερό.
- Ευχαριστώ, σκλάβα, απάντησε η βασίλισσα.
- Σα στερνοπαίδι, θα τ’ αγαπάς πιο πολύ από τ’ άλλα, είπε η σκλάβα.
- Όλα τα παιδιά μου το ίδιο τ’ αγαπώ, έκανε η βασίλισσα. Καλύτερα όμως θα ‘θελα αυτό να ‘τανε κορίτσι, για να ευχαριστηθούν τα αδέλφια του, μια όμως που ο Θεός μου ‘δώσε αγόρι, καλώς μου το ‘δώσε.
Ο καιρός περνούσε σιγά σιγά, το στερνό βασιλόπουλο μεγάλωνε με τον αφρό της ζάχαρης, που λέει ο λόγος, όσο μεγάλωνε όμως, τόσο πιο άσχημο γινόταν και πιο κακό. Έκλαιγε κ’ στρίγγλιζε κάθε στιγμή, ζητούσε τα πιο αδύνατα πράγματα και θύμωνε που δεν μπορούσαν να του τα φέρουν, χτυπούσε τα πόδια του στο πάτωμα, έσπαζε κρύσταλλα και καθρέφτες, χτυπούσε την παραμάνα του και τους γέρους υπηρέτες του παλατιού.
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα ήταν να σκάσουν από το κακό τους.
- Ποιανού έμοιασε; έλεγε ο κακομοίρης ο βασιλιάς. Ούτε’ εγώ είμαι κακός και πεισματάρης, ούτε η βασίλισσα και τ’ άλλα μου παιδιά έχουν καρδιά μάλαμα ποιανού έμοιασε κι έγινε τόσο κακό;
Και του ‘φέρναν σοφούς για να το συμβουλεύουν, δασκάλους να το μαθαίνουν γράμματα, μουσικούς, να του μαθαίνουν λαγούτα και βιολιά, για να του μαλακώσουν την καρδιά, αλλά όλοι αυτοί δεν έκαναν τίποτα. Το βασιλόπουλο κορόιδευε τους σοφούς και τους δασκάλους του κι έσπαζε τα λαγούτα και τα βιολιά πάνω στους κακόμοιρους τους μουσικούς.
Κανένας στο παλάτι δεν το αγαπούσε, ούτε και τ’ αδέλφια του, γιατί φέρνονταν άσπλαχνα σ’ όλους. Μονάχα ο πατέρας του κι η μάνα του έκαναν υπομονή κι έλπιζαν πως σα μεγάλωνε, θα διορθωνόταν. Όσο για τη σκλάβα, την αληθινή μητέρα του, τον πρώτο καιρό ήταν καταχαρούμενη με την τύχη του παιδιού της, λίγο λίγο όμως άρχισε να συλλογίζεται πως ήταν κρίμα να ‘χει κι άλλα παιδιά ο βασιλιάς και όχι μονάχα το δικό της. Κι έλεγε μέσα της:
- Όπως και να ‘ναι, ο γιος μου ποτέ δε θα γίνει βασιλιάς, γιατί διάδοχος είναι το μεγάλο βασιλόπουλο. Μα κι αν πούμε πως τύχει να πάθει κανένα κακό αυτό, θα γίνει διάδοχος το δεύτερο βασιλόπουλο και αν πάθει τίποτα κι αυτό, πάλι μένει το τρίτο, έτσι το δικό μου το παιδί δεν έχει καμιά ελπίδα.
Μια μέρα όμως τα μάτια της άστραψαν με κακία κι είπε:
- Αν όμως πάθουν κακό και τα τρία παιδιά, τι θα γίνει τότε; Τότε το παιδί μου θα μείνει ο μονάκριβος γιος του βασιλιά κι ο διάδοχός του.
Και δούλευε το μυαλό της όλο στο κακό, να βρει τρόπο για να αφανίσει τα βασιλόπουλα. Δεν εύρισκε όμως, γιατί φοβόταν να κάνει τίποτα μέσα στο παλάτι, που ήταν γεμάτο από ανθρώπους του βασιλιά.
Θυμήθηκε τότε πως πάνω σ’ ένα βουνό, πέρα από το δάσος, καθόταν μια κακιά μάγισσα, φιλενάδα της μητέρας της, και αποφάσισε να πάει σ’ αυτή, για να την ορμηνέψει τι να κάνει. Και την άλλη μέρα κιόλας, πρωί πρωί, ετοίμασε ένα μπόγο με ρούχα κι είπε πως θα πάει να τα πλύνει στο ποτάμι κι έφυγε. Σαν έφτασε όμως στο δάσος, πέταξε το μπόγο και τράβηξε πέρα, κατά το ψηλό βουνό. Περπάτησε, περπάτησε ώρες κι ώρες, ώσπου τέλος έφτασε στην κορυφή του και βρήκε τη μάγισσα να κάθεται μέσα στην καλύβα της, κοντά στη φωτιά. Μόλις την είδε, η μάγισσα γέλασε.
- Σε ξέρω ποια είσαι, της είπε, και ξέρω και γιατί έρχεσαι.
- Τόσο το καλύτερο κυρούλα, της απάντησε η σκλάβα. Έτσι δεν κάνω τον κόπο να σου τα πω.
- Κάτσε, της είπε η μάγισσα. Αυτό που ζητάς είναι πολύ εύκολο πράγμα, τιποτένιο και θ’ αφανίσεις τα τρία βασιλόπουλα, χωρίς να τρέξεις κανένα κίνδυνο, και χωρίς να καταλάβει τίποτα κανένας.
Κι η μάγισσα άρχισε να της λέει τι και τι θα κάνει. Όταν τελείωσε, η σκλάβα κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά της.
- Σ’ ευχαριστώ, κυρούλα μου, είπε. Δώσε μου τώρα τη βέργα, γιατί είναι ώρα να φύγω.
Η γριά σηκώθηκε, τράβηξε μια βέργα από την καλύβα της και την έδωσε στη σκλάβα.
- Παρ’ την, είπε, και να κάνεις ό,τι σε ορμήνεψα, χωρίς να ξεχάσεις τίποτα.
Κι αποχαιρέτησε τη μάγισσα κι έφυγε.
Όταν κατέβηκε από το βουνό κι έφτασε στο δάσος, γύρισε δω κι εκεί ώσπου βρήκε ένα μικρό ξέφωτο, δίπλα σε κάτι ψηλά κυπαρίσσια. Πήγε τότε στη μέση του ξέφωτου, φύτεψε τη βέργα της μάγισσάς στη γη κι αυτή έγινε αμέσως μια συκιά με τρία μεγάλα, λαχταριστά σύκα.
Η σκλάβα γέλασε καθώς τα ‘δε. Κι αμέσως πήρε το δρόμο της για το παλάτι.
Όταν όμως έφτασε στις σκάλες του, άρχισε να φωνάζει:
- Αχ, τι είδα σήμερα στο δάσος! αχ, τι είδα σήμερα!
Τα τρία βασιλόπουλα έτυχε να βρίσκονται μέσα στην είσοδο του παλατιού και την άκουσαν.
- Τι είδες; την ρώτησαν.
- Τρία πεντάμορφα ελαφάκια με χρυσά κέρατα και χρυσό λαιμό, είπε η σκλάβα. Αχ, βασιλόπουλά μου, αν τα βλέπατε, δε θα πιστεύατε στα μάτια
σας.
- Ελάφια με χρυσά κέρατα και χρυσό λαιμό! είπε θαυμάζοντας το μεγάλο βασιλόπουλο.
- Τι καλά, να τα ‘χαμε στον κήπο του παλατιού μας! είπε το δεύτερο.
- Και δεν πάμε να τα πιάσουμε; είπε το τρίτο.
- Πάμε! απάντησαν τ’ αδέλφια του,
- Σε ποιο μέρος τα ‘δες τα ελάφια; ρώτησε το μεγάλο βασιλόπουλο τη σκλάβα.
- Σ’ ένα μικρό ξέφωτο μέσα στο δάσος, δίπλα σε κάτι ψηλά κυπαρίσσια, απάντησε αυτή. Εκεί στέκονταν όλη την ώρα, φαίνεται πως η φωλιά τους δεν θα ‘ναι μακριά.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί τα τρία βασιλόπουλα καβάλησαν τ’ άλογά τους και πήγαν στο δάσος, να βρουν τα ελάφια με τα χρυσά κέρατα και το χρυσό λαιμό, και να τα πιάσουν για να τα πάνε στον κήπο του παλατιού. Γύρισαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα δέντρα, έφτασαν στο ξέφωτο, ελάφια όμως δεν είδαν πουθενά.
- Κάπου θα ‘ναι, δεν μπορεί, είπε το πρώτο, η σκλάβα τα είδε καλά. Ας ψάξουμε πιο πέρα.
Εκείνη τη στιγμή το δεύτερο βασιλόπουλο είδε τη συκιά μετά τρία σύκα και φώναξε:
- Κοιτάξτε, σύκα χειμώνα καιρό!
- Κι έχει ίσα – ίσα τρία, ένα για τον καθένα μας, είπε το μικρό. Σταθείτε μια στιγμή να τα κόψω.
Έκοψε, λοιπόν, τα τρία σύκα, έδωσε από ένα στ’ αδέλφια του και τα ‘φαγαν. Και μόλις τα ‘φαγαν, έχασαν αμέσως την ανθρώπινή τους μορφή κι έγιναν τρία ελαφάκια. Όταν το ‘δαν αυτό, τα κακομοίρα, άρχισαν να κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
- Αχ, δυστυχία μας, έλεγαν, τώρα τι θα γίνουμε; πώς μπορούμε να φύγουμε από το δάσος που ο πρώτος κυνηγός θα μας χτυπήσει, όταν μας δει; Μα και να φτάναμε στο παλάτι μας, ποιος θα μας πίστευε πως είμαστε τα βασιλόπουλα; κανένας.
Κι έκλαιγαν, έκλαιγαν, ώσπου στέρεψαν τα δάκρυά τους και μονάχα η πίκρα τους έμεινε στην καρδιά.
- Αδέλφια μου, είπε τότε το βασιλόπουλο, πρέπει να το πάρουμε απόφαση, πως θα ζήσουμε, σαν ελάφια που είμαστε, μέσα στο δάσος. Ας φάμε λοιπόν χορταράκι κι ύστερα ας βρούμε κανένα μέρος να κοιμηθούμε.
Έτσι κι έκαναν τα κακομοίρα. Βόσκησαν χορταράκι κι ύστερα έψαξαν στο δάσος και βρήκαν μια σπηλιά, μισούμενη μέσα στα κλαδιά. Μπήκαν τότε μέσα και κουρασμένα όπως ήταν, έπεσαν σε μια άκρη κι αποκοιμήθηκαν.
Τα τρία άλογά τους περίμεναν περίμεναν τα βασιλόπουλα να γυρίσουν στο μέρος που τα ‘χαν αφήσει, μα οι ώρες περνούσαν και βασιλόπουλα δεν φαίνονταν. Έμειναν τότε όλη τη νύχτα στο δάσος και την άλλη μέρα το πρωί γύρισαν πίσω στο παλάτι.
Καθώς τα ‘δαν οι φρουροί κι οι υπηρέτες, μόνα τους, χωρίς τους καβαλάρηδές τους, ταράχτηκαν.
- Τι έγιναν τα βασιλόπουλα; έλεγαν, γιατί έστειλαν πίσω τ’ άλογά τους;
Το ‘μάθε κι ο βασιλιάς κι έγινε άσπρος σαν το πανί.
- Φοβάμαι πως θα ‘πάθαν κάτι κακό, είπε. Ας πάμε γρήγορα στο δάσος να δούμε.
Κίνησαν λοιπόν πενήντα καβαλάρηδες κι ο βασιλιάς μπροστά, έφτασαν στο δάσος, έψαξαν παντού, ανεβοκατέβηκαν σε χαράδρες και βουνάκια, έσχισαν κάμπους και λόγγους, τίποτα! κανένα αχνάρι από βασιλόπουλο δε βρήκαν.
Έψαξαν έτσι πενήντα μέρες και πενήντα νύχτες, έστειλαν στρατό και ντελάληδες σ’ όλη τη χώρα, δεν άφησαν ούτε καλύβα, ούτε κορφή που να μη σταματήσουν και να μη την κοιτάξουν, όλοι όμως οι κόποι τους πήγαν χαμένοι, γιατί τα τρία βασιλόπουλα δε βρέθηκαν πουθενά. Ήταν σα να ‘χε σχιστεί και να τα ‘χε καταπιεί η γη. Έβαλαν τότε μαύρα στο παλάτι κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έκλαιγαν μέρα – νύχτα απαρηγόρητοι. Μα κι όλοι οι άνθρωποι του παλατιού και της πολιτείας έκλαιγαν, γιατί αγαπούσαν πολύ τα τρία καλά βασιλόπουλα κι έλεγαν ο ένας στον άλλο:
- Και τώρα τι θα γίνει; το κακό στερνοπαίδι θα γίνει διάδοχος και υστερότερα βασιλιάς; Αλίμονο τότε σ’ όλη τη χώρα! Αλίμονο!
Κι όλη η χώρα έτρεμε στη σκέψη αυτή, κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα περισσότερο απ’ όλους. Δυο μονάχα χαίρονταν για το χαμό των παιδιών του βασιλιά, το κακό βασιλόπουλο κι η μάνα του η σκλάβα. Το κακό βασιλόπουλο συλλογιζόταν με χαρά:
- Τώρα πια που χάθηκαν τ’ αδέλφια μου, κι έμεινα μονάκριβος, θα κληρονομήσω εγώ την κορόνα του πατέρα μου και θα γίνω εγώ βασιλιάς.
Και πήραν περισσότερο αέρα τα μυαλά του, πείσμωνε και θύμωνε με το παραμικρό κι έδερνε και κάκιζε όλους μέσα στο παλάτι.
- Αχ, δυστυχία μας, έλεγαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, τι θα γίνουμε μ’ αυτό το παιδί; μια που ήταν το τυχερό μας να χάσουμε τρεις γιους, δε χανόταν καλύτερα ο μικρότερος και να μας έμενε ένας από τους άλλους;
Μονάχα η μάνα του, η σκλάβα, τον χαιρότανε κι έλεγε μέσα της:
- Τι καλά που έκανα ν’ αφήσω τα τρία βασιλόπουλα και να πετάξω στο δάσος τη βασιλοπούλα! Τώρα ούτε τα ελάφια ξαναγίνονται άνθρωποι, ούτε η κοπέλα είναι ζωντανή. Γιατί, κι αν δεν χάθηκε αμέσως από το κρύο, στην ερημιά, θα χάθηκε σίγουρα από την πείνα.
Κι όμως η βασιλοπούλα δεν είχε χαθεί ούτε από το κρύο, ούτε από την πείνα, όπως νόμιζε η κακιά γυναίκα.
Όταν η σκλάβα άφησε στο δάσος το μωρό τυλιγμένο σε κάτι κουρέλια, αυτό το κακόμοιρο άρχισε να κλαίει ώρα πολλή, χωρίς να σταματά. Σ’ εκείνο λοιπόν το μέρος κοντά βρισκόταν μια σπηλιά και σ’ αυτή τη σπηλιά είχε τη φωλιά της μια μεγάλη άσπρη αρκούδα, που ίσα ίσα είχε γεννήσει τρία πεντάμορφα αρκουδάκια. Μόλις άκουσε τα κλάματα η αρκούδα, πήγε να δει τι ήταν, και καθώς είδε το μωρουδάκι, το λυπήθηκε, το ‘γλείψε καλά καλά με τη γλώσσα της και ύστερα το σήκωσε απαλά στο στόμα της και το ‘φερε στη σπηλιά.
Εκεί το βύζαξε μαζί με τ’ αρκουδάκια της, το ζέστανε με τη μαλακιά της γούνα και το ‘βάλε να κοιμηθεί πάνω σε ξερά χορτάρια, ανάμεσα στ’ αρκουδάκια της. Κι από τότε το ‘χε σαν παιδάκι της και το μωρό τ’ ανάσταινε και τ’ αγαπούσε και το ‘βγάλε Αφρούλα γιατί το προσωπάκι της ήταν άσπρο και μαλακό σαν τον αφρό. Μα και το κοριτσάκι αγαπούσε την αρκούδα σα μάνα του και τ’ αρκουδάκια σαν αδελφάκια του. Κι όσο μεγάλωνε, τους φρόντιζε, σκούπιζε και καθάριζε τη σπηλιά, την έστρωνε με μυρωδάτο χορτάρι, μάζευε καρύδια και φουντούκια και κάστανα από το δάσος, για να ‘χουν το χειμώνα που ο κόσμος σκεπαζόταν από τα χιόνια, κουβαλούσε ξύλα στη σπηλιά και άναβε φωτιά κάθε βράδυ. Κι η αρκούδα τούς έλεγε ιστορίες και παραμύθια, το χειμώνα, δίπλα στη φωτιά και το καλοκαίρι έτρεχαν όλοι τους στο βουνό και στο δάσος, γεμάτοι χαρά.
Έτσι περνούσε ο καιρός, κι όσο μεγάλωνε η βασιλοπούλα, τόσο πιο όμορφη και πιο καλή γινόταν. Ώσπου έγινε μια κοπέλα δεκαπέντε χρόνων με τέτοια ομορφιά και χάρη, που ούτε τα δέντρα του δάσους, ούτε τα πουλιά, ούτε τα λουλουδάκια είχαν δει ποτέ την όμοιά της.
- Συ, της έλεγαν, είσαι σα βασιλοπούλα και σου ταιριάζει να παντρευτείς βασιλόπουλο.
Μα η κοπέλα ήταν ταπεινή και σεμνή και δεν είχε το νου της στα πλούτη και στα μεγαλεία. Κι ήταν τόσο ευτυχισμένη μέσα στο δάσος, που δεν ήθελε ν’ αλλάξει ζωή.
Όπου μια χρονιά έφτασε ένας χειμώνας βαρύς και το χιόνι έπεσε πυκνό πάνω σε δάση και σε κάμπους, ο ήλιος κρύφτηκε κι ο ουρανός σκεπάστηκε από μαύρα και χαμηλά σύννεφα. Η μεγάλη άσπρη αρκούδα είπε τότε στην Αφρούλα:
- Εγώ θα πάρω τα παιδιά μου και θα ανέβω ψηλά, στο βουνό, στη μάνα μου, γιατί είναι άρρωστη και μου μήνυσε να πάω να τη δω. Συ, όμως, Αφρούλα, δε θα ‘ρθεις, γιατί εκεί πάνω είναι πάγοι και κρύο μεγάλο και δε θα μπορέσεις να το βαστάξεις. Θα κάτσεις λοιπόν εδώ, στη σπηλιά, θα τρως κάστανα και μήλα και φουντούκια και θα ζεσταίνεσαι στη φωτιά, ώσπου να περάσει ο χειμώνας και τότε θα γυρίσουμε πάλι. Κατάλαβες;
- Κατάλαβα, απάντησε η Αφρούλα.
Έφυγε λοιπόν η αρκούδα με τα παιδιά της για να πάει ψηλά, στο βουνό κι αυτή έμεινε στη σπηλιά, έτρωγε μήλα και φουντούκια και κάστανα και ζεσταινόταν δίπλα στη φωτιά. Μια μέρα όμως βαρέθηκε να κάθεται κλεισμένη μέσα στη σπηλιά και είπε:
- Δεν πάω να κάνω ένα γύρο στο δάσος να περάσει η ώρα μου;
Πήγε λοιπόν κι έκανε ένα γύρο στο δάσος και σε λιγάκι έφτασε σ’ ένα μικρό ξέφωτο κοντά σε κάμποσα κυπαρίσσια. Κι εκεί είδε ξαφνικά τρία πεντάμορφα ελάφια να στέκονται και να κοιτάζουν μια ξερή συκιά που ήταν στη μέση του ξέφωτου.
- Αχ, τι όμορφα ελάφια, έκαμε η Αφρούλα, και πήγε κατά κει.
Τα ελάφια την είδαν, μα δε φοβήθηκαν, ούτε έφυγαν. Έμειναν στη θέση τους κι ένα απ’ αυτά, το μικρότερο, πήγε κοντά στην κοπέλα και με τη γλώσσα του της έγλειψε το χέρι. Η Αφρούλα το χάιδεψε, χάιδεψε και τ’ άλλα κι ύστερα έφυγε, να πάει στη σπηλιά της. Μόλις έφυγε, τα τρία ελάφια άρχισαν τα κλάματα.
- Αχ, είπε το μεγαλύτερο, αν είχαμε μια αδελφούλα, θα ‘ταν τώρα σαν αυτή την καλή κοπέλα.
- Αχ, είπε το δεύτερο, δεν είδατε με τι αγάπη μας κοίταζε και πώς μας χάιδευε;
- Αχ, έκανε το τρίτο, δεν είδατε πόσο μοιάζει της μητέρας μας;
- Το είδαμε, είπαν τα δυο άλλα, αλλά και τι μ’ αυτό; η μητέρα μας δεν είχε ποτέ της κορίτσι, ούτε μικρότερη αδελφή.
Την άλλη μέρα η Αφρούλα βγήκε πάλι από τη σπηλιά της και πήγε ίσια στο ξέφωτο, όπου βρήκε τα τρία ελάφια να στέκονται δίπλα στην ξερή συκιά. Πήγε τότε κοντά τους, τα χάιδεψε και έμεινε όλη την ημέρα μαζί τους, χωρίς να νιώθει ούτε κρύο, ούτε πείνα. Το βραδάκι που κίνησε να φύγει, τα ελαφάκια την ακολούθησαν κι όταν η Αφρούλα μπήκε στη σπηλιά της, μπήκαν κι αυτά πίσω της.
Η κοπέλα τα’ δε κι ευχαριστήθηκε. Τα φίλεψε κάστανα και μήλα κι ύστερα τα ‘βάλε και κοιμήθηκαν πάνω στο ξερό χορτάρι.
Από τότε τα ελάφια έμειναν μαζί με την Αφρούλα στη σπηλιά, έβγαιναν κάθε πρωί στο δάσος και το βράδυ γύριζαν. Η Αφρούλα χαιρόταν που τα ‘χε συντροφιά στη μοναξιά της, τους έλεγε γλυκόλογα, τα χάιδευε και τ’ αγαπούσε, κι αν εύρισκαν κανένα όμορφο πράγμα στο δάσος, της το ‘φέρναν.
- Τι καλό κορίτσι, έλεγε το πρώτο ελάφι κι αναστέναζε. Αν είχαμε μια αδελφούλα, θα ‘ταν τώρα σαν αυτή.
- Και τι όμορφο! έλεγε το δεύτερο.
- Και πώς μοιάζει της μητέρας μας! έλεγε το τρίτο. Τι να σας πω, εμένα δε μου βγαίνει από το νου πως είναι αδελφούλα μας.
Μα τα δυο άλλα ελάφια κορόιδευαν.
- Πώς να’ ναι αδελφούλα μας, του ‘λεγαν, αφού η μητέρα μας έκανε αγόρι;
- Λείπουμε τόσα χρόνια, τους απαντούσε το μικρό ελάφι, και στο διάστημα αυτό μπορεί η μητέρα μας να ‘φερε στον κόσμο κανένα κοριτσάκι.
- Μπορεί, έλεγαν τ’ άλλα, μα τότε έπρεπε να ‘ταν βασιλοπούλα στο παλάτι της κι όχι αγριοκόριτσο μέσα στη σπηλιά.
- Κι εμείς, αποκρινόταν το μικρό, έπρεπε να ‘μαστε βασιλόπουλα στο παλάτι μας κι όχι ελάφια μέσα στο δάσος. Ποιος ξέρει τι μπορεί να ‘γίνε και σ’ αυτή!
Ο χειμώνας περνούσε σιγά – σιγά, τα χιόνια έλιωναν, το κρύο έφευγε από το δάσος και ένα βράδυ τα μαύρα σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό, χάθηκαν και φάνηκαν τ’ αστέρια. Το μικρό ελάφι δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νυχτιά και την άλλη μέρα πρωί πρωί, βγήκε από τη σπηλιά, στάθηκε και κοίταζε αντίκρυ στον ουρανό. Όπου σε μια στιγμή ο ήλιος πρόβαλε, χρυσαφένιος και λαμπερός πάνω από το βουνό και καθώς τον είδε το ελαφάκι, του φώναξε:
- Ήλιε μου, σε παρακαλώ, τώρα που πρωτοβγαίνεις, κοίταξε καλά – καλά σ’ όλη τη γη. Κι αν δεις πως έχω αδελφούλα, να της στολίσεις τα μαλλιά μ’ ένα στεφάνι χρυσές αχτίδες, για να το δω και να την γνωρίσω.
Δεν είχε αποσώσει καλά – καλά τα λόγια του, όταν τ’ άλλα δυο ελάφια βγήκαν από τη σπηλιά και πίσω τους η Αφρούλα με τη στάμνα της. Και καθώς βγήκε κι αντίκρυσε τον ήλιο, αυτός της στόλισε τα μαλλιά μ’ ένα στεφάνι χρυσές αχτίδες, που αστραποβολούσαν χίλιες φορές πιο πολύ από διαμάντια και μπριλάντια.
Τα ελάφια το ‘δαν κι έμειναν σαστισμένα, και στάθηκαν και τα τρία ακίνητα, σα να μην πίστευαν στα μάτια τους πως αυτό που έβλεπαν, ήταν αληθινό.
Η Αφρούλα παραξενεύτηκε:
- Τι πάθατε, καλά μου ελαφάκια, τους είπε, και με κοιτάζετε έτσι;
Και μετά κατηφόρισε με τη στάμνα της, να φέρει νερό από την πηγή. Σαν έφυγε, το μικρό ελάφι, είπε στ’ αδέλφια του:
- Δεν σας έλεγα εγώ πως είναι αδελφούλα μας;
Και τους διηγήθηκε τι είχε πει στον ήλιο και πώς ο ήλιος του έκαμε τη χάρη που του ζήτησε. Τ’ αδέλφια του πίστεψαν τότε κι άρχισαν να κλαίνε από τη χαρά τους και να λένε:
- Τι τυχερά που είμαστε να ‘χουμε την αδελφούλα μας κοντά μας.
- Ναι, είπε το μικρότερο, όμως δεν σας φαίνεται παράξενο πως βρέθηκε μια βασιλοπούλα μόνη κι έρημη μέσα στο δάσος;
Κι έλεγαν το ένα τούτο και τ’ άλλο εκείνο, μα πού μπορούσαν, τα κακομοίρα, να καταλάβουν την αλήθεια;
Όσο για την Αφρούλα, αυτή έφτασε στην πηγή κι έσκυψε στο διάφανο νεράκι να γεμίσει τη στάμνα της. Τι να δει τότε! το νεράκι αστραποβόλησε ξαφνικά κι η Αφρούλα είδε μέσα του την εικόνα της και στα μαλλιά της ένα λαμπρό στεφάνι από χρυσές αχτίδες. Σάστισε τότε το κακόμοιρο κι έμεινε έτσι ώρα πολλή και κοίταζε το νερό, χωρίς να ξέρει αν αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό.
Όπου ξαφνικά, μια μικρή ηλιαχτίδα έπεσε πάνω της, τη χάιδεψε απαλά και της είπε:
- Αφρούλα, το λαμπερό στεφάνι που βλέπεις στα μαλλιά σου, στο χάρισε ο ήλιος και μ’ έστειλε να σου πω τούτο: Όταν γυρίσεις στη σπηλιά, να τραβήξεις λίγες αχτίδες από το στεφάνι σου και να τις πλέξεις γύρω στα κέρατα και στο λαιμό των τριών ελαφιών. Κατάλαβες;
- Κατάλαβα, καλή μου ηλιαχτίδα, απάντησε η Αφρούλα. Και πες στον ήλιο πως τον ευχαριστώ.
Όταν γύρισε στη σπηλιά της, παραξενεύτηκε που βρήκε τα ελάφια να στέκονται στο μέρος που τα ‘χε αφήσει.
- Μπα! είπε μέσα της, δεν πήγαν σήμερα στο δάσος τα ελαφάκια μου;
Και τράβηξε λίγες ηλιαχτίδες από το στεφάνι της και τις έπλεξε γύρω στα κέρατα και στο λαιμό τους. Και μόλις τις έπλεξε, τα κέρατα κι ο λαιμός τους έγιναν χρυσά και λαμποκόπησαν όπως ο ήλιος. Η Αφρούλα τα ‘δε και χάρηκε.
- Τι όμορφα! φώναξε. Τέτοια ελάφια, σαν αυτά, δε βρίσκονται άλλα στον κόσμο.
Κι αληθινά, τα τρία ελάφια ήσαν πεντάμορφα, και καθώς έτρεχαν τώρα χαρούμενα, στο πράσινο δάσος, δε χόρταινες να τα κοιτάζεις. Όπου μια μέρα τα ‘δε ένας κυνηγός, δίπλα σε μια πηγή κι από τη σαστιμάρα του, άφησε να του φύγει το δοξάρι από τα χέρια του. Και το βράδυ που γύρισε στην πολιτεία, τράβηξε ίσια στο παλάτι και ζήτησε να δει το βασιλόπουλο.
- Τι το θέλεις; τον ρώτησε ο φρουρός.
- Ξέρω πως είναι καλός κυνηγός, απάντησε ο άνθρωπος, κι ήρθα να του πω για κάτι παράξενα ελάφια που είδα στο δάσος.
Εκείνη την ώρα, λοιπόν, η κακιά σκλάβα ήταν εκεί κοντά και άκουσε τα λόγια του. Κι όταν πήγαν τον κυνηγό στο βασιλόπουλο, πήγε και αυτή και στάθηκε κρυφά πίσω από την πόρτα, ν’ ακούσει τι θα του πει.
- Βασιλόπουλό μου, είπε ο κυνηγός, σήμερα είδα στο δάσος ένα παράξενο πράγμα.
- Τι είδες; ρώτησε το βασιλόπουλο.
- Τρία ελάφια με χρυσά κέρατα και χρυσό λαιμό, απάντησε ο κυνηγός, και σάστισα τόσο πολύ, βασιλόπουλό μου, που άφησα να μου πέσει το δοξάρι από τα χέρια μου.
- Τόσα χρόνια γυρίζω μέσα στο δάσος και κυνηγώ, απάντησε το βασιλόπουλο, αλλά ποτέ μου δεν είδα ελάφι με χρυσά κέρατα και χρυσό λαιμό. Ψέματα μου λες.
- Όχι βασιλόπουλό μου, δε σου λέω ψέματα. Τα είδα με τα μάτια μου.
- Ψέματα! φώναξε οργισμένο το βασιλόπουλο. Φύγε γρήγορα απο μπροστά μου, πριν προστάξω να σε διώξουν με τις κλωτσιές.
Ο κακομοίρης ο κυνηγός -τι να κάνει;- έφυγε. Η σκλάβα όμως, που είχε ακούσει τα λόγια του, έγινε άσπρη σαν το πανί.
- Αχ, συλλογίστηκε, κι εγώ για τρία τέτοια ελάφια είχα μιλήσει στα τρία βασιλόπουλα, για να τα κάνω να πάνε στο δάσος και να χαθούν. Μα ήθελα να ξέρω, ψέματα λέει η αλήθεια ο κυνηγός;
Και την άλλη μέρα πρωί πρωί, σηκώνεται και πάει στο δάσος κι αρχίζει να ψάχνει παντού, ανάμεσα στα δέντρα και στα κλαδιά. Όπου εκεί που έψαχνε, τι να δει! τρία πεντάμορφα ελάφια με χρυσά κέρατα και χρυσό λαιμό να στέκουν δίπλα στη συκιά που η ίδια είχε φυτέψει από τη βέργα της μάγισσας στη μέση του ξέφωτου.
- Τα τρία βασιλόπουλα! συλλογίστηκε αμέσως η σκλάβα, δεν μπορεί να ‘ναι άλλα από τα τρία βασιλόπουλα. Κι αν δεν αφανιστούν ολότελα από το πρόσωπο της γης, δεν θα ησυχάσω.
Έφυγε τότε γρήγορα – γρήγορα και ξαναγύρισε στο παλάτι. Και την άλλη μέρα το πρωί, πάει και βρίσκει το βασιλόπουλο και του λέει:
- Αχ, πολυχρονεμένο μου βασιλόπουλο, είδα ένα όνειρο χτες τη νύχτα και καταταράχτηκα.
- Τι όνειρο είδες, σκλάβα; τη ρώτησε το βασιλόπουλο.
- Είδα πως μέσα στο δάσος βρίσκονται τρία ελάφια με χρυσά κέρατα και χρυσό λαιμό, κι αυτά τα ελάφια ορκίστηκαν το χαμό σου.
- Αλήθεια μου λες, σκλάβα; της είπε το βασιλόπουλο.
- Αλήθεια, βασιλόπουλό μου, απάντησε αυτή. Κι επειδή ξέρω από όνειρα, ήρθα να σε ορμηνέψω τι να κάνεις.
- Ορμήνεψέ με, λοιπόν.
- Να σηκωθείς πρωί – πρωί, είπε η σκλάβα, και να πας στο μικρό ξέφωτο του δάσους κι εκεί να κρυφτείς πίσω από κάτι ψηλά κυπαρίσσια και να παραφυλάς. Κι όταν δεις τρία ελάφια με χρυσά κέρατα και χρυσό λαιμό να ‘ρθουν και να σταθούν στο ξέφωτο, χτύπησέ τα με το δοξάρι σου χωρίς να τα λυπηθείς.
- Θα πάω και θα παραφυλάξω, είπε το βασιλόπουλο, κι αν τα δω τα τρία ελάφια, δε θα τα λυπηθώ. Θέλω όμως να ‘ρθεις κι εσύ, σκλάβα, μαζί μου, να με πας στο μικρό ξέφωτο, γιατί δεν το θυμάμαι.
Την άλλη μέρα λοιπόν, κίνησαν οι δυο τους κι όταν έφτασαν στο δάσος, η σκλάβα οδήγησε το βασιλόπουλο στο μικρό ξέφωτο κι εκεί κρύφτηκαν πίσω από τα κυπαρίσσια και παραφύλαγαν. Όπου σε λίγη ώρα βλέπουν να ‘ρχονται κατά κει τρία ελάφια με χρυσά κέρατα.
- Ρίχ’ τους, βασιλόπουλό μου, είπε η σκλάβα (η μάνα του) και πρόσεξε να τα πετύχεις.
- Έννοια σου, είπε, στο δοξάρι δε μου βγαίνει κανείς.
Και χτύπησε το πρώτο ελάφι με το δοξάρι του κι αυτό έπεσε αμέσως. Χτύπησε τότε και το δεύτερο και μετά το τρίτο κι όταν τα ‘δε πεσμένα όλα στη γη, βγήκε από τα κυπαρίσσια, μαζί με τη σκλάβα και πήγε κοντά τους, να τα δει. Τι να δει όμως! αντί για ελάφια, στο ξέφωτο στέκονταν τρία πεντάμορφα βασιλόπουλα κι όταν ο γιος της σκλάβας τα γνώρισε, έγινε άσπρος σαν το πανί.
- Τ’ αδέλφια μου! είπε.
Όσο για τη σκλάβα, ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Τα βασιλόπουλα όμως δεν τους πρόσεξαν, παρά έτρεχαν χαρούμενα στη σπηλιά, όπου βρήκαν την αδελφούλα τους να κάθεται απ’ έξω και να παστρεύει λάχανα. Άρχισαν τότε να την αγκαλιάζουν και να την φιλούν και να της λένε με δάκρυα στα μάτια:
- Αδελφούλα μας! αδελφούλα μας! Είσαι η μονάκριβή μας αδελφή, που σ’ αγαπούσαμε και πριν ακόμα γεννηθείς.
Η Αφρούλα τα ‘χάσε.
- Κάνετε λάθος, παλικάρια μου, εγώ δεν έχω αδελφούς.
- Έχεις Αφρούλα, της είπε τότε ο ήλιος, αυτά τα τρία βασιλόπουλα. Και συ είσαι αδελφούλα τους κι είσαι και συ βασιλοπούλα.
- Αλήθεια, ήλιε μου; έκανε η κοπέλα σαστισμένη.
- Αλήθεια, αποκρίθηκε ο ήλιος. Σταθείτε μονάχα να χαμηλώσω λιγάκι και να σας πω την ιστορία από την αρχή.
Χαμήλωσε λοιπόν κι άρχισε να τους λέει πως η βασίλισσα, η μάνα των παιδιών, είχε γεννήσει κορίτσι και πως η βάγια έκανε λάθος κι έβαλε στην ταράτσα του παλατιού αντί για ρόκα δοξάρι, πως η κακιά σκλάβα άλλαξε το παιδί, πως πήγε στη μάγισσα, όλα τέλος πάντων από την αρχή ως το τέλος.
Όταν τελείωσε, τα τέσσερα αδέλφια στάθηκαν αμίλητα, γιατί τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε να βάλει ο νους τους.
- Τώρα να πάτε στο παλάτι σας, είπε πάλι ο ήλιος, και να τα πείτε αυτά στο βασιλιά και στη βασίλισσα.
- Θα πάμε ήλιε μου, είπε το μεγάλο βασιλόπουλο, θέλω όμως πρώτα να σε παρακαλέσω κάτι.
- Τι; ρώτησε ο ήλιος.
- Όταν ήμουν ακόμα στο παλάτι του πατέρα μου έλεγα πως αν είχα μια αδελφούλα, θα την έντυνα στα χρυσά και τ’ άκουγαν όλοι. Τώρα, λοιπόν, πώς θα την πάω εκεί μ’ αυτά τα παλιόρουχα;
Περίμενε, είπε ο ήλιος, και χαμογέλασε.
Κι ανέβηκε μια στιγμουλίτσα στον ουρανό κι όταν κατέβηκε κρατούσε μια ολόχρυση φορεσιά, που αστραποβολούσε.
- Παρ’ την, είπε, και δώσε την στην Αφρούλα να τη φορέσει.
Η Αφρούλα πήρε τη φορεσιά και μπήκε μέσα στη σπηλιά και τη φόρεσε κι όταν βγήκε έξω, έλαμψε ο τόπος από την ομορφιά της.
- Πηγαίνετε τώρα στο παλάτι σας, είπε ο ήλιος.
- Θα πάμε, ήλιε μου, είπε το δεύτερο βασιλόπουλο, πρώτα όμως θέλω να σε παρακαλέσω κάτι.
- Τι ρώτησε ο ήλιος.
- Όταν ήμουνα ακόμα στο παλάτι του πατέρα μου, έλεγα πως αν είχα μια αδελφούλα, θα τη στόλιζα με διαμάντια και με μαργαριτάρια και τ’ άκουγαν όλοι. Τώρα λοιπόν, πώς θα την πάω αστόλιστη;
- Περίμενε, του αποκρίθηκε ο ήλιος.
Ανέβηκε μια στιγμίτσα στον ουρανό κι όταν κατέβηκε κρατούσε ένα σωρό διαμάντια και μαργαριτάρια.
- Παρ’ τα, είπε, και δώσε τα στην Αφρούλα να τα φορέσει.
Η Αφρούλα πέρασε στο λαιμό της και στη μέση της τα διαμάντια και τα μαργαριτάρια κι ο τόπος έλαμψε από την ομορφιά της.
Αποχαιρέτησαν τότε τον ήλιο τα παιδιά και κίνησαν να βγούνε από το δάσος. Και μόλις κίνησαν, είδαν μπροστά τους τρία άλογα με χρυσές σέλες και χρυσά χαλινάρια.
- Τ’ άλογά μας! φώναξαν χαρούμενα τα βασιλόπουλα. Και καβάλησαν και το μικρό βασιλόπουλο πήρε την αδελφούλα τους.
Σε λίγη ώρα έφτασαν στην πολιτεία κι ο κόσμος που τους έβλεπε, φώναξε σαστισμένος και γεμάτος χαρά.
- Τα τρία βασιλόπουλά μας ξαναβρέθηκαν!
Και τους ακολούθησε ώσπου έφτασαν στο παλάτι.
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, μόλις είδαν τα παιδιά τους, που τα ‘χαν χαμένα τόσον καιρό, άρχισαν να κλαίνε οι κακόμοιροι, να τα αγκαλιάζουν και να τα φιλούν. Όπου σε μια στιγμή η βασίλισσα κοίταξέ την Αφρούλα και ρώτησε:
- Ποιο είν’ αυτό τ’ όμορφο κορίτσι;
- Πάμε, μητέρα μου, στη σάλα να καθίσουμε και πρόσταζε να ‘ρθουν εκεί όλοι οι άνθρωποι του παλατιού, είπε το μεγάλο βασιλόπουλο. Και τότε θα σας τα πω όλα.
Πέρασαν τότε στη σάλα κι ο βασιλιάς πρόσταζε να ‘ρθουν εκεί όλοι οι άνθρωποι του παλατιού, από το βεζίρη ως τον τελευταίο υπηρέτη. Και μόλις μαζεύτηκαν όλοι, το μεγάλο βασιλόπουλο άρχισε να λέει την ιστορία, τη δική τους, της αδελφούλας τους και της κακιάς σκλάβας με το γιο της. Κι όταν τελείωσε, θαύμασαν όλοι για τ’ ανήκουστα πράγματα που έγιναν, και που τελείωσαν τόσο καλά.
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα αγκάλιασαν και φίλησαν τη βασιλοπούλα τους, την κοίταζαν όλη την ώρα με δάκρυα στα μάτια και την καμάρωναν. Και το βράδυ εκείνο, έγινε μεγάλη γιορτή στο παλάτι.
Όσο για την σκλάβα και το γιο της κανένας δεν τους ξαναείδε.
Την άσπρη αρκούδα όμως η βασιλοπούλα πήγαινε πολλές φορές και την έβλεπε και καθόταν ώρες ολόκληρες στη σπηλιά, κουβέντιαζε μαζί της και μαζί με τ’ αρκουδάκια της κι έζησαν όλοι ευτυχισμένοι.
0 Comments