ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ AT 501
AT: The Three Old Women Helpers (Οι τρεις γριές βοηθοί)
Delarue-Teneze: Les trois fileuses (Οι τρεις κλώστρες)
Grimm: no 14: Die drei Spinnerinnen (Οι τρεις κλώστρες)
Basile IV, 4, Le sette cotenelle (Οι εφτά τζιερόσκεπες)
Και τα πέντε-πέντε-πέντε
Μια φορά ήτανε μια γριά και είχε μία κόρη, που ήτανε φαγάνα και τεμπέλα. Η γριά πήγαινε και ξενοδούλευε και ξενόπλενε κι ήφερνε το βράδι φαί και ητρώανε.
Ένα Σάββατο η μάνα ηγόρασε πέντε ψωμιά, τα πήγε σπίτι κι ήφυε για τη δουλειά της. Η κόρη, που ήτανε στο σπίτι, τα τρώει και τα πέντε.
Ο βασιλέας σ’ αυτό το μέρος είχενε πολλά ντράβαλα κι ήλεγεν ότι κανένας άνθρωπος δεν ήτανε ευχαριστημένος. Κάτι θα ’χει ο καθένας. Ο βασιλέας βγήκε μια νύχτα και περπατούσε απ’ όξω από τα σπίτια, να δει αν όλοι έχουνε βάσανα ή μόνο αυτός έχει το δικό του. Σαν πέρασε από το σπίτι της γριάς, ήτανε μόλις γύρισεν η γριά από το ξενοδούλεμα και βρήκε την κόρη της, που είχε φάει τα πέντε ψωμιά. «Και τα πέντε-πέντε-πέντε;» τη ρωτούσε. «Και τα πέντε-πέντε-πέντε», της λέει.
Ο βασιλέας στάθηκε κι άκουε το «πέντε-πέντε», που το λέανε ολοένα, μάνα και κόρη, κάνοντας ταραχή μεγάλη. Σε λίγο, χτυπάει την πόρτα, για να δει τι συμβαίνει. «Καλησπέρα σας», τους λέει, «τι τρέχει, τι φωνάζετε;» Η γριά, έξυπνη γριά, του λέει: «Ήφηκα την κόρη μου μονάχη κι από την προκοπή της ήνεσε πέντε αδράχτια νέμμα». «Πέντε αδράχτια ήνεσεν; Αν ήνεσεν πέντε αδράχτια, εγώ θα την πάρω γυναίκα», της λέει. «Βασιλιά, φτωχοί είμαστε, όχι όμως και να μου κουράζεται έτσι πολύ. Γι’ αυτό κάναμε τον καυγά». Λέει τότε ο βασιλέας ότι θα στείλει τόσες οκάδες μπαμπάκι, για να το νέσουν και να το υφάνουν πανί. Το ήθελε να ντύσει το στρατό. Πρέπει όμως, στις τόσες του μηνός, να το έχουν γινομένο πανί. «Μπράβο», λέει η γριά «θα είναι έτοιμο».
Φεύγει ο βασιλέας κι αρχίζει η γριά να μοιράζει το μπαμπάκι σε μπόλικα σπίτια, άλλα το γνέθανε κι άλλα το φαίνανε. Της κόρης της είχενε ένα σακκοΰλι γεμάτο σούγλι, δεμένο στο λαιμό της κι ηρούφανε, που και που ήγνεθε καμιά κλωστή. Στις τόσες μέρες το πανί ήτανε έτοιμο και το μηνύσανε στο βασιλιά. Ο βασιλιάς τότε πήρενε την κόρη γυναίκα του.
Προτού βλοήσουνε, η γριά είπενε και της φέρανε πολλά καρύδια κι ηράψενε ένα στρώμα και, στρώνοντας το νυφικό κρεβάτι, έβανε αυτό κάτω-κάτω.
Σαν μετά το γάμο ήρθεν η ώρα το ζευγάρι να κοιμηθεί, η κόρη έκανε να γυρίσει στο κρεβάτι και τα καρύδια κάνανε «κρουρ…κρουρ…κρουρ…». Ο βασιλέας ρωτάει: «Τι πράματα είν’ αυτά;» Αυτή του λέει:
«Νέσε-νέσε, ’φανε-’φανε, δες τα κοκκαλάκια μου πώς πάνε!»
Τότες ο βασιλέας σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε πολυθρόνες μαλακές, της πήρε δούλες και υπηρέτες και την ’περετήσανε σαν βασίλισσα στο παλάτι.
Μήτε ’γώ ήμουνα κει, μήτε να το πιστέψεις. Αλλά δίκιο έχουνε σα λένε:
«Όπου ακαμάτα και λωλή, έχει την τύχη την καλή».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ AT 500 και AT 501
Ο Στούπας, παραμυθιακός τύπος AT 500, κατάγεται από τα Βρετανικά νησιά, κατά τον Stith Thompson, που τον κατατάσσει στους «θαυματουργούς κλωστές», μαζί με τον επόμενο τύπο AT 501, Οι τρείς Κλώστρες, (σουηδικής ή και γερμανικής καταγωγής), με τον οποίο και συμφύρεται συχνά. Τρεις συγγραφείς ασχολήθηκαν με τους δύο αυτούς τύπους, ο Edward Clodd, που αναζήτησε και κατέδειξε κυρίως τα πρωτόγονα στοιχεία τους, ενώ ο Georg Polivka και ο C. W. von Sydow ασχολήθηκαν με τα αφηγηματικά δεδομένα τους.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε μεγάλη ανάπτυξη του Στούπα, που ακολουθεί τη σταθερή ευρωπαϊκή αφηγηματική δομή. Διάδοση του παραμυθιού εκτός Ευρώπης δεν παρατηρείται από τους ειδικούς, υπάρχουν κάποιες καταγραφές του στο Πόρτο Ρίκο, όπου σαφώς πρόκειται για ισπανικά δάνεια. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ιστορίας είναι καταρχήν μια κοινή αρχή με τις Κλώστρες (AT 501), όπου μια μάνα μαλώνει τη λαίμαργη κι οκνηρή κόρη της, που καταβρόχθισε μια τεράστια ποσότητα ψωμιού ή φαγητού. Εκείνην την ώρα περνάει το βασιλόπουλο και ρωτάει τι συμβαίνει. Η μάνα τότε, για να μη δυσφημήσει την κόρη της, καυχιέται πως της έγνεσε μια τεράστια ποσότητα μαλλιού σε χρόνο μηδέν κι αμέσως το βασιλόπουλο προτείνει γάμο. Η κόρη δέχεται αλλά ο μέλλων σύζυγος της ζητά να του αποδείξει τις ικανότητές της, γνέθοντας την ίδια ποσότητα που ανέφερε η μάνα της σε ελάχιστη προθεσμία, ειδάλλως θα της κόψει το κεφάλι. Εδώ γίνεται η διαφοροποίηση των δύο τύπων, με την εμφάνιση διαφορετικών θαυμάσιων βοηθών. Στις Κλώστρες (AT 501) παρεμβαίνουν οι τρείς μυθικές μορφές των Μοιρών, παραμορφωμένες από την πολλή δουλειά, -η Χερού η Δοντού κι η Χειλού, όπως τις αποκαλούν ορισμένες παραλλαγές- κι αναλαμβάνουν
αφιλοκερδώς να σώσουν την ηρωίδα, κάνοντας τις δουλειές στη θέση της. Ενώ στον Στούπα (AT 500) εμφανίζεται ένα ανθρωπάκι μιας σπιθαμής, που είναι συχνά ο διάβολος και προτείνει στην κόρη να γνέσει εκείνος το μαλλί για λογαριασμό της. Σε αντάλλαγμα όμως, πρέπει η ηρωίδα να βρει τ’ όνομά του. Κι αν δεν τα καταφέρει μέσα σε μια σύντομη προθεσμία, τότε ο Στούπας θα την παντρευτεί με το ζόρι, θα τη φάει ή θα της πάρει το πρώτο της παιδί.
Απελπισμένη η κόρη βλέπει να πλησιάζει η προθεσμία. Τυχαία, την παραμονή, η ίδια ή κάποιος άλλος, ακούει το ανθρωπάκι να λέει το όνομά του τραγουδώντας θριαμβευτικά: π.χ.
«Γεια σου καημένε Στούπα,
να γνέσεις την τουλούπα,
να φάγεις την κυρία,
να ευφρανθεί η καρδία»
ή ακούει που τον φωνάζουν οι άλλοι διάβολοι. Έτσι ο δαιμονικός βοηθός χάνει το στοίχημα. Η κόρη τού λέει επίτηδες άλλο όνομα, όταν έρχεται να την πάρει τις δύο πρώτες φορές, αλλά την τρίτη φορά, του ανακοινώνει καθαρά το όνομά του, που είναι στις ελληνικές παραλλαγές, «Τιν Τον», «Μπουκαλόγερος», «Παπατούμπας», «Φαουστουπής», «Ξανθοστούπης» «Μπόμπιρας», «Μπάμπαλος», «Μποέμης» ή «Ντριζόκωλη», γιατί υπάρχει και μια γριά βοηθός σε δυο καταγραφές της Θράκης, που είναι σχεδόν πανομοιότυπες. Στο άκουσμα του ονόματος του, το ανθρωπάκι σκάει ή χάνεται κι έτσι η ηρωίδα μπορεί να χαρεί το γάμο της ελεύθερη.
Στις τρεις Κλώστρες (AT 501), η απεικόνιση των τριών Μοιρών γίνεται με παρωδικό τρόπο, διότι εμφανίζονται ως δύσμορφες, λόγω εργασιακού μόχθου (με κρεμασμένα χείλια, τεράστια δόντια ή χέρια και πισινό), ούτως ώστε η εργασία να προκαλέσει τελικά απέχθεια στον πρίγκηπα, που θέλει να έχει μια ελκυστική γυναίκα και της απαγορεύει να ξαναδουλέψει. Ανάμεσα στα πρόσωπα που βοηθούν την τεμπέλα κόρη να γνέσει είναι και η μάνα της, όπως στην παραλλαγή που δημοσιεύουμε εδώ. Η «γριά» δίνει το μπαμπάκι σε διάφορα σπίτια για να γνεστεί συλλογικά, ως ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση της αδύνατης ατομικής δοκιμασίας. Η μητέρα της ηρωίδας είναι ιδιαίτερα σημαντική και κατά την πλεκτάνη που πλάθεται στον παραμυθιακό τύπο του Ύπνου
(AT *514C, όπου βλέπε ανάλυση). Είναι το κατεξοχήν πρόσωπο που συνωμοτεί είτε για να παντρέψει την κόρη της (AT 500 και AT 501) είτε για να βρει γαμπρό δια της τεκνοποιίας (AT *514C). Οι τρεις Μοίρες, με έντονο διαμεσολαβητικό ρόλο στα συνοικέσια και των τριών παραμυθιών -μαζί με τις γειτόνισσες—, εκπροσωπούν τη γενεαλογική γυναικεία σοφία (και πονηριά) στα περί του γάμου.
Ο συνδυασμός φαγητού και γνεσίματος είναι διαφωτιστικός ως προς την βασική αντίθεση γύρω από την οποία διαπλέκεται αυτή η ιστορία. Στο παραμύθι της Ψαροκέφαλης (AT *514D, όπου βλέπε ανάλυση), που αρχίζει με την ίδια εισαγωγή των AT 500 και AT 501, η εξέλιξη της ηρωίδας είναι τελείως διαφορετική, διότι, όπως δηλώνεται εξαρχής, η κόρη δεν τρώει. Αντίθετα, δίνει την τροφή της μάνας της στο ζητιάνο ή στη γάτα, προκαλώντας έτσι την οριστική ρήξη μαζί της. Βλέπουμε, σ’ όλες αυτές τις εκδοχές, ότι πρόκειται για δύο αλληλοαποκλειόμενες δράσεις, φαγητό και εργασία, που προκαλούν τον γέλωτα όταν συνδυάζονται. Γελούν οι Μοίρες και το αγέλαστο βασιλόπουλό τους, βλέποντάς την να τρώει κλώθοντας, ξαπλωμένη, κι ανταμείβουν για το γέλιο την ακαμάτρα κόρη, γνέθοντάς της όλο το μαλλί.
Όσο για την τεχνική της ύφανσης, ενναλακτικά χρησιμοποιείται η εικόνα του φούρνου σε διάφορες παραλλαγές, όπου το ύφασμα ετοιμάζεται όπως ψήνεται το ψωμί. Φουρνίζεται η πρώτη ύλη, το μαλλί, το λινάρι ή το μπαμπάκι από τις Μοίρες και, μετά από κάποιο μαγικό διάστημα, ανοίγεται ο σφαλισμένος φούρνος και το πανί είναι έτοιμο. Μάλιστα, πότε-πότε, είναι και τα ρούχα του γαμπρού και της νύφης ραμμένα. Σε μια καταγραφή από την Κέρκυρα, γίνεται και το γνέσιμο ακόμα μέσα στο φούρνο, όπου η Μοίρα στέκεται μπροστά στην πόρτα του μαζί με την κόρη και, μιλώντας στο μαλλί, του δίνει οδηγίες: «Αλλού να πηγαίνει το ψιλό κι αλλού να πηγαίνει το χοντρό».
Την προετοιμασία του φούρνου, που αποτελεί μεταφορική εικόνα της κυοφορίας, δεν πρέπει να διακόψει η ηρωίδα, ούτε ν’ ανοίξει να κοιτάξει, γιατί, αν ανοίξει πρόωρα το φούρνο, τα υφάσματα καίγονται κι ο γαμπρός τη διώχνει.
Τα δύο παραμύθια, Στούπας και Κλώστρες, μοιάζουν τόσο πολύ στην εισαγωγή τους, που συχνά συμφύρονται, όπως είδαμε. Μοιάζουν όμως κι ως προς το τελικό επεισόδιο, της απαλλαγής από την εργασία, κοινό σε παραλλαγές και των δύο τύπων. Όπου η ηρωίδα (με συμβουλή του δαιμονικού βοηθού ή της μάνας της) βάζει κάτω από το στρώμα της καρύδια ή τσόφλια αυγών και το στρώμα της τρίζει όταν ξαπλώνει. Έτσι, παραπονιέται πως τρίζουν τα κόκκαλά της από τη δουλειά κι ο βασιλιάς δεν την αφήνει πιά να ξαναδουλέψει. Ηθικό δίδαγμα: «Οι ακαμάτρες κι οι οκνές έχουν τις τύχες τις καλές».
Η διαφορετική απεικόνιση του μαγικού βοηθού στους τύπους AT 500 και AT 501 είναι ενδιαφέρουσα ως προς τη μύηση της ανύπαντρης κόρης στο γάμο.
Οι τρεις Κλώστρες, Μοίρες της κόρης και προστάτριες δυνάμεις του γνεσίματος και της ύφανσης, αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν στη θέση της τα γυναικεία συλλογικά ζητήματα, ηθικές επιταγές του φύλου της ηρωίδας.
Ανάδοχες στις γενεαλογικές, διαχρονικές δοκιμασίες, όπου ωστόσο η κάθε κόρη πρέπει να δώσει τη δική της μοναδική απάντηση.
Όσο για τον Στούπα, σε μια μελέτη όπου αναλύει τις δύο ιστορίες, ο Geza Roheim τονίζει, τη φαλλικότητα του συμβόλου του μικρού ανθρωπάκου, της μιας πιθαμής μάκρους, και το συσχετισμό του με την απόκτηση τέκνου ή φαλλού από την ηρωίδα. Οπωσδήποτε, οι μοναχικές γυναίκες εμφανίζονται στις Κλώστρες ως παραμορφωμένες, όπως είδαμε, (Μυτού, Τσαχειλού, Κωλού), από το γνέσιμο, που ερμηνεύεται από τον Roheim ως απασχόληση αυνανιστική, παρθενική, που διακόπτεται κι εξαλείφεται με τον γάμο .
0 Σχόλια