“Παραμύθια με αρειμάνιους δράκους” εκδόσεις Απόπειρα
Μια φορά ήτανε μια κόρη φτωχή, μα πολύ εύμορφη. Ένας πλούσιος την είδε και την πήρε και την έκανε ψυχοκόρη του. Μια μέρα την έστειλε να μαζέψει ελιές απ’ τα δέντρα του κι εκεί που σύναζε, βρίσκει ένα δάκρυο της ελιάς, το βάζει στο στόμα της κι ολίγο κατ’ ολίγο το καταπίνει. Αμέσως η κόρη γκαστρώνεται, χωρίς να την καταλάβει κανένας.
Μα σαν εγίνηκε τεσσάρων πέντε μηνών, ο ψυχοπατέρας της σαν να κατάλαβε πως είν’ εγκαστρωμένη και αρχίνησε να την αρωτά ποιος μαθέ την γκάστρωσε, κι επειδή εκείνη έλεγε πως δεν ξέρει, ο ψυχοπατέρας της την έπιασε στο ξύλο. Τέλος πάντων σαν γίνηκε εννιά μηνών, εγέννησ’ ένα παιδί αρσενικό. Μα σαν το γεννούσε, ούλα τα βουνά εσειούνταν και μούγκριζαν κι οι δράκοντες ούλοι ουριάζαν [ούρλιαζαν] και η κόρη πάλι ξαναγίνηκε παρθένα.
Ο πατέρας της έμενε εκστατικός σ’ όλ’ αυτά και την αρωτούσε πώς συνέβηκε αυτό το πράγμα;
Και η κόρη τού είπε:
— Την ημέρα που μ’ έστειλες να συνάξω ελιές, ήβρα ένα δάκρυ, το ’φαγα και γκαστρώθηκα.
Το παιδί το βαφτίσανε και το βγάλανε της Ελιάς το Δάκρυ και σαν μεγάλωσε το βάνανε στο σχολείο και τόσο πρόκοψε, που όταν έγινε δεκαοχτώ χρονώ, ήξερε ούλα τα γράμματα. Μια μέρα λέει το παιδί του ψυχοπατέρα του:
—Ψυχοπατέρα, πήγαινε να μου κάμεις μια τοπούζα [χοντρή ράβδος], να είναι έως δέκα καντάρια, κι εγώ δεν μπορώ να κάμω εδώ.
Πάγει ο πατέρας του σ’ έναν γύφτο και κάνει μια τοπούζα δέκα κανταριών και του τη φέρνει φορτωμένη σ’ ένα αμάξι, που τραβούσανε δέκα βόδια. Σαν την είδε το παιδί, την πιάνει στο χέρι του και λέει:
—Αυτή είναι μικρή. Να μου κάμεις μια είκοσι πέντε κανταριών.
Πάει ο ψυχοπατέρας πάλι στον γύφτο και του παραγγέλνει μιαν άλλη τοπούζα είκοσι πέντε κανταριών.
Και σαν την είδε το παιδί και την έπιασε, λέει:
Ναι, αυτή είναι του χεριού μου. Ας την πετάξω να δω ως που θα πάει.
Την πετάει λοιπόν και πάει δυο ώρες μακριά. Πάει το παιδί για να την έβρει κι εκεί που πήγαινε, απαντά στο δρόμο έναν δράκο που έβγαζε κυπαρίσσια και τα ‘κάνε σκοινιά.
—Ώρα καλή, παλικάρι, λέει του δράκου.
Τι παλικάρι είμ’ εγώ; λέει ο δράκος, παλικάρι είναι της Ελιάς το Δάκρυ.
Και το γνωρίζεις της Ελιάς το Δάκρυ σαν το ιδείς; λέει το παιδί.
—Όχι, λέει ο δράκος.
Εγώ είμαι, λέει το παιδί, κι αμέσως ο δράκος τού φίλησε το Χέρι-
Μήπως άκουσες να περνά απ’ εδώ καμιά τοπούζα; αρωτά το παιδί.
Ακόυσα το βουητό της, λέει ο δράκος, κι έπεσα κάτω.
—Έρχεσαι μαζί μου;
—Έρχομαι, λέει ο δράκος.
Φεύγουν λοιπόν με τον δράκο και πάνε και βρίσκουν την τοπούζα. Την πιάνει πάλι το παιδί και της δίνει μια και πάει άλλες δυο ώρες μακριά. Κει λοιπόν που πήγαιναν για να την εύρουν, απαντούνε έναν άλλο δράκο και ήτανε πεσμένος μέσ’ στον ποταμό κι είχ’ ανοιχτό το στόμα του κι έτρεχε το νερό μέσα και δεν το άφηνε να πάει στην πόλη.
—Ώρα καλή, παλικάρι, του λέει της Ελιάς το Δάκρυ.
Τι παλικάρι είμ’ εγώ; Παλικάρι είναι της Ελιάς το Δάκρυ, λέει ο δράκος.
—Εγώ, λέει το παιδί είμαι της Ελιάς το Δάκρυ. Μα μην άκουσες να περάσει απ’ εδώ καμιά τοπούζα;
—Ακόυσα το φύσημά της, λέει ο δράκος, κι απ’ το φόβο μου άφησα το νερό και πήρε μπροστά ούλα τα χωράφια.
—Έρχεσαι μαζί μου; λέει το παιδί.
—Έρχομαι.
Και κινήσανε να βρουν την τοπούζα. Σαν την ήβρανε, την πιάνει πάλι το παιδί και τη ρίχνει και πάει δυο ώρες μακριά. Κει λοιπόν που πηγαίνανε να τηνε βρούνε, απαντούνε έναν άλλο δράκο, που ήτανε μέσα σ’ ένα βαθύ ποταμό κι είχε, με συμπάθιο, τη φύση του γεφύρι κι απερνούσαν απ’ επάνω διαφόρων ειδών ζώα κι ανθρώπου
—Ώρα καλή, παλικάρι, του λέει της Ελιάς το Δάκρυ.
Τι παλικάρι είμ’ εγώ; Παλικάρι είναι της Ελιάς το Δάκρυ, λέει ο δράκος.
Να το δεις το γνωρίζεις; λέει το παιδί.
-Όχι.
Εγώ το λοιπόν είμαι. Έρχεσαι μαζί μου;
—Έρχομαι, του λέει ο δράκος.
Μην άκουσες να περάσει απ’ εδώ καμιά τοπούζα;
—Άκουσα το φύσημά της, λέει ο δράκος, κι από το φόβο μου χάλασα το γεφύρι κι έγινε μεγάλος αφανισμός.
Πάμε να τη βρούμε, λέει το παιδί.
Πήγαν λοιπόν και βρήκαν την τοπούζα. Την πιάνει πάλι το παιδί, της δίνει μια και πάει άλλες δυο ώρες μακριά. Εκεί που πήγαιναν να τη βρούνε την τοπούζα, βρίσκουν μιας δρακόντισσας κόρη, που, με συγχώρεση, κατουρούσε κι άλεθαν εφτά μύλοι.
—Ώρα καλή, δρακόντισσας κόρη, λέει το παιδί, πολύ ανδρεία είσαι.
—Ανδρείος είναι της Ελιάς το Δάκρυ, λέει η κόρη.
Εγώ είμ’ εκείνος. Μην άκουσες να περάσει καμιά τοπούζα απ’ εδώ;
Άκουσα το φύσημά της, λέει η κόρη, κι από το φόβο μου χασομέρησαν κάμποση ώρα οι μύλοι.
Και δεν ξέρεις πού πήγε;
Θαρρώ πως πήγε στο σπίτι μας.
—Είναι μακριά το σπίτι σας απ’ εδώ;
—Είναι ως μια ώρα.
—Άντε να μας το δείξεις.
Σηκώνεται η κόρη και παίρνει της Ελιάς το Δάκρυ και τους συντρόφους του και πάει στο σπίτι της. Σαν την είδε η μάνα της η δρακόντισσα μ’ αυτούς, πολύ της εκακοφάνηκε κι αρπάζει ένα πεύκο και τρέχει κατεπάνω τους. Τότε λέει η κόρη:
—Μη, γιατί είναι της Ελιάς το Δάκρυ.
Κι αμέσως η μάνα άφησε τον πεύκο και πήγε και τους επροσκύνησε και τους λέει:
—Καλώς ορίσατε.
Τότε της Ελιάς το Δάκρυ τής λέει:
Γιατί πέταξες το πεύκο;
—Γιατί, λέει η μάνα, ήλθε της Ελιάς το Δάκρυ.
Μην ήλθε εδώ η τοπούζα μου; αρωτά το παιδί.
Εδώ είναι, του λέει εκείνη, κι ολίγο έλειψε να μου χαλάσει το παλάτι. Μόνο τώρα θέλω να δω την ανδρεία σας. Έχω εφτά καζάνια και στο καθένα βράζει ένα βόδι. Όποιος από τους τέσσαρούς σας φάει και τα εφτά βόδια, θα του δώσω την πιο όμορφη κόρη μου που χω στο παλάτι μου.
Αυτό χολιάς [στενοχωριέσαι]; λέει εκείνος που είχε τον ποταμό στο στόμα του. Εγώ τα τρώγω.
Και χλουπ! μια, κατεβάζει και τα βόδια και τα καζάνια.
Ω! κακόμα [κακόμοιρε], λέει η δρακόντισσα, εσύ ρούφηξες και τα καζάνια. Εμείς τέτοια συμφωνία δεν είχαμε.
Κι έτσι επήρε την κόρη. Έπειτα λέει πάλι η δρακόντισσα:
Σας βάζω κι ένα άλλο να κάμετε. Βλέπετε αυτή την καρυδιά; Ποιος από σας είναι άξιος με μια τιναξιά να κατεβάσει ούλα τα καρύδια κάτου;
Αμ τέτοιο μικρό πράμα θέλεις; λέει εκείνος που είχε, με συμπάθιο, τη φύση του γεφύρι. Εγώ είμαι. Μα τι θα μου δώσεις;
Θα σου δώσω την κόρη μου που, με σχώρεση, κατουρεί και αλέθουν οι μύλοι.
—Καλά, λέει ο δράκος, και πιάνει, με σχώρεση, τη φύση του με τα δυο του χέρια και δίνει μια της καρυδιάς, που πέταξε κάτω ούλα τα καρύδια και την καρυδιά ακόμα.
Αχ, καημένε, εσύ έριξες και την καρυδιά ακόμα, λέγει η δρακόντισσα. Όμως πάρε την κόρη μου, γιατ’ ήβρες το ταίρι σου. Τώρα όποιος μπορεί να βγάλει αυτά τα τρία κυπαρίσσια να τα κάμει πλεξούδα, θα πάρει και μένα.
Στάσου, λέει εκείνος ο δράκος που έβγαζε τα κυπαρίσσια και τα ‘κάνε σκοινιά. Εγώ θα τα βγάλω και θα τα κάμω πλεξούδα. Εγώ όμως δε θα σε πάρω, μόνο θα πάω με τον αφέντη, της Ελιάς το Δάκρυ.
Έβγαλε το λοιπόν τα τρία κυπαρίσσια και τα ’κάμε πλεξούδα και την πέταξε και πήγε με της Ελιάς το Δάκρυ.
Έτσι περιπατήσανε μια βδομάδα και φθάσανε σε μια ωραία πολιτεία κι εκεί ήταν ένας βασιλέας, που είχε μια κόρη πολύ όμορφη και είχε σαράντα καπλάνια [τίγρεις] και την εψόλαγαν για να μην πάν’ οι δράκοι και τηνε πάρουν. Το ‘μάθε της Ελιάς το Δάκρυ και λέει του συντρόφου του, του δράκου :
Πάμε να πάρουμε την κόρη;
Κι ο σύντροφός του λέει:
Φοβούμαι τα καπλάνια.
—Αμ’ αυτή η τοπούζα τι κάνει; του λέει της Ελιάς το Δάκρυ.
Επήγαν το λοιπόν, και τα καπλάνια, σαν τον είδαν, τον επροσκύνησαν. Κι ο βασιλέας φοβήθηκε σαν τ’ άκουσε και είπε:
Ποιος είν’ αυτός που και τα καπλάνια μου τον επροσκυνούνε;
Τότε της Ελιάς το Δάκρυ αρχίνησε ν’ ανεβαίνει απάνω στο παλάτι, σηκώνοντας και την τοπούζα, και το παλάτι αρχίνησε να σειέται.
Λοιπόν ο βασιλέας τού λέει:
Άφησε τουλάχιστον την τοπούζα κι έλα πάνω μόνος.
Και σαν πήγε απάνω, του λέει:
Ποιος είσαι συ, που σε προσκύνησαν τα καπλάνια μου, που τα φοβούνται οι σαράντα δράκοι, που θέλουν να ρθούνε να πάρουν την κόρη μου;
Εγώ είμαι, λέει εκείνος, της Ελιάς το Δάκρυ.
Τότες του λέει ο βασιλέας:
—Εσύ είσαι;
Λέει εκείνος:
Εγώ είμαι.
Τότε λέει ο βασιλέας:
Κι εγώ σε περίμενα τόσο καιρό να έρθεις να σου δώσω την κόρη μου.
Κι αμέσως έκαμε το γάμο και τον έκαμε και βασιλέα στον τόπο του κι έδωσε ύστερα την άδεια και φύγαν τα καπλάνια.
Μήτε γω ήμουνα κει, μήτε σεις να το πιστέψετε.
Σάμος
0 Comments