Από Ελληνικά παραμύθια Johann George von Hahn. Εκδόσεις Όπερα
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας πλούσιος που είχε μια κόρη. Αυτή η κοπέλα καθόταν συχνά πλάι στο παράθυρο και κεντούσε. Μια μέρα που καθόταν πάλι πλάι στο παράθυρο, πέρασε ένα πουλί και φώναξε: «Τι χρυσοκεντάς κι ασημοκεντάς, αφού θα πάρεις για άντρα σου έναν πεθαμένο!» Η κοπέλα ταράχτηκε πολύ, πήγε κλαίγοντας στον πατέρα της και του είπε τι της φώναξε το πουλί. Αυτός όμως δεν έδωσε μεγάλη σημασία κι είπε: «Πουλί είναι, άσ’ το να λέει». Αλλά δεν έγινε αυτό μόνο μία, παρά πολλές φορές, κι όποτε περνούσε το πουλί έλεγε τα ίδια λόγια.
Μια μέρα που η κοπέλα έπαιζε έξω με τις φίλες της, άρχισε να βρέχει. Η κοπέλα έτρεξε σ’ ένα σπίτι που ήταν εκεί κοντά και χώθηκε κάτω απ’ το ξώστεγο. Εκεί που στεκόταν και περίμενε να σταματήσει η βροχή, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε ξαφνικά κι η κοπέλα μπήκε στο σπίτι για να ρίξει μια ματιά. Μόλις μπήκε, η πόρτα έκλεισε πάλι. Η κοπέλα δεν τα έχασε, παρά άρχισε να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, ώσπου έφτασε σε μια αίθουσα όπου βρισκόταν ένας πεθαμένος πρίγκιπας. Αυτός κρατούσε στο χέρι ένα χαρτί που έγραφε: «Όποιος έρθει εδώ κι αγρυπνήσει κοντά μου τρεις βδομάδες, τρεις μέρες και τρεις ώρες, αυτός θα με ξαναφέρει στη ζωή, κι-αν είναι άντρας θα τον κάνω υπουργό μου, αν είναι γυναίκα θα την παντρευτώ».
Σαν διάβασε η κοπέλα αυτό το σημείωμα, θυμήθηκε τα λόγια που της φώναζε το πουλί κι αποφάσισε να λυτρώσει τον πρίγκιπα. Αγρύπνησε λοιπόν πλάι του τρεις βδομάδες και τρεις μέρες, χωρίς να κοιμηθεί καθόλου, αλλά έπειτα δεν άντεχε άλλο απ’ την κούραση. Άνοιξε λοιπόν το παράθυρο να πάρει λίγο καθαρό αέρα κι είδε έξω μια γύφτισσα. Τη φώναξε κοντά της και της είπε: «Κάτσε εδώ και φύλαξε δυο ώρες. Εγώ θα κοιμηθώ λιγάκι και σε δυο ώρες να με ξυπνήσεις». Η γύφτισσα δέχτηκε κι η κοπέλα ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Αλλά η γύφτισσα δεν την ξύπνησε, παρά φύλαξε μόνη της τρεις ώρες και σαν ξύπνησε ο πρίγκιπας τής είπε: «Είσαι γυναίκα μου». Τότε εκείνη τού είπε: «Πάρε αυτό το κορίτσι που κοιμάται εδώ και βάλε το να φυλάει τις χήνες». Κι ο πρίγκιπας, για να ευχαριστήσει τη γυναίκα του, έβαλε την κοπέλα να φυλάει τις χήνες.
Μια μέρα τού ήρθε όρεξη του πρίγκιπα να πάει στον πόλεμο. Φώναξε λοιπόν τη γυναίκα του και τη ρώτησε τι ήθελε να της φέρει, κι αυτή παράγγειλε ένα χρυσό φόρεμα. Φώναξε έπειτα και τη χηνάρισσα και τη ρώτησε: «Εσύ τι θέλεις να σου φέρω;». Κι αυτή απάντησε: «Θέλω το φονικό μαχαίρι, το ακόνι της υπομονής και το άλιωτο κερί, κι αν δεν μου τα φέρεις, τ’ άλογό σου να μην μπορεί να κουνηθεί».
Πήγε λοιπόν ο πρίγκιπας στον πόλεμο και σκόρπισε τους εχθρούς, και σαν ήταν να γυρίσει σπίτι του αγόρασε ένα χρυσό φόρεμα για τη γυναίκα του, αλλά ξέχασε τι του είχε παραγγείλει η χηνάρισσα. Και σαν σπιρούνιασε τ’ άλογό του για να πάρει το δρόμο του γυρισμού, αυτό δεν κουνήθηκε. Εκεί που καθόταν πάνω του και συλλογιζόταν τι να σήμαινε αυτό, θυμήθηκε τι είχε υποσχεθεί στη χηνάρισσα. Πήγε λοιπόν στο παζάρι και ρώτησε πού θα έβρισκε το φονικό μαχαίρι, το ακόνι της υπομονής και το άλιωτο κερί. Αφού έψαξε του κάκου, τα βρήκε τελικά όλα σ’ ένα μαγαζάκι που κρατούσε ένας γέρος, κι ο γερομαγαζάτορας τον ρώτησε: «Για ποιον, τ’ αγοράζεις αυτά τα πράματα;». «Για τη δούλα μου», απάντησε ο πρίγκιπας. «Τότε πρόσεξε τι θα κάνει μ’ αυτά, σαν της τα δώσεις».
Γύρισε λοιπόν ο πρίγκιπας σπίτι του κι έδωσε στη γυναίκα του το χρυσό φόρεμα και στη χηνάρισσα το μαχαίρι, το ακόνι και το κερί. Αυτή τα πήρε, πήγε στην καλύβα της και κλείστηκε εκεί μέσα. Ο πρίγκιπας όμως κρυφοζύγωσε, για να δει τι θα έκανε.
Η κοπέλα ακούμπησε το ακόνι της υπομονής κατάχαμα, έβαλε πάνω του το φονικό μαχαίρι, άναψε το άλιωτο κερί κι έπειτα άρχισε να λέει: «Φονικό μαχαίρι, τι κάθεσαι ήσυχο, γιατί δεν σηκώνεσαι να μου κόψεις το λαιμό;». Τότε το μαχαίρι σηκώθηκε να της κόψει το λαιμό, αλλά το ακόνι της υπομονής το τράβηξε πίσω, κι όπως σηκώθηκε το μαχαίρι μαύρισε κι η φλόγα του άλιωτου κεριού, σαν να ήθελε να σβήσει, κι η κοπέλα συνέχισε: «Ήμουν κορίτσι από καλό σπίτι, κι εκεί που καθόμουν στο παράθυρο και κεντούσα, ένα πουλί μού φώναξε: Τι κάθεσαι και χρυσοκεντάς κι ασημοκεντάς, αφού θα πάρεις γι’ άντρα σου έναν πεθαμένο. Εγώ όμως δεν το πίστεψα. Φονικό μαχαίρι, τι κάθεσαι ήσυχο, γιατί δε σηκώνεσαι να μου κόψεις το λαιμό;». Σηκώθηκε τότε το μαχαίρι, αλλά το ακόνι το τράβηξε πίσω.
«Μια μέρα έπαιζα έξω με τις φιλενάδες μου. Μας έπιασε βροχή κι εγώ χώθηκα κάτω απ’ την πόρτα αυτού του παλατιού και περίμενα να σταματήσει η βροχή. Φονικό μαχαίρι, τι κάθεσαι ήσυχο, γιατί δεν σηκώνεσαι να μου κόψεις το λαιμό;» Σηκώθηκε τότε το μαχαίρι, αλλά το ακόνι το τράβηξε πίσω. «Άνοιξε τότε η πόρτα και μπήκα μέσα. Διάβηκα πολλά δωμάτια, έφτασα στο δωμάτιο του πρίγκιπα, είδα το σημείωμα που κρατούσε στο χέρι του και το διάβασα. Φονικό μαχαίρι, τι κάθεσαι ήσυχο, γιατί δεν σηκώνεσαι να μου κόψεις το λαιμό;». Σηκώθηκε τότε το μαχαίρι, αλλά το ακόνι το τράβηξε πίσω. «Κι εγώ αγρύπνησα πλάι του τρεις βδομάδες και τρεις μέρες. Τότε πέρασε απέξω η γύφτισσα που έχει τώρα για γυναίκα του, κι εγώ τη φώναξα και της είπα να φυλάξει δυο ώρες. Αυτή όμως φύλαξε τρεις ώρες χωρίς να με ξυπνήσει. Κι έτσι ο πρίγκιπας την πήρε για γυναίκα του κι εμένα μ’ έκανε χηνάρισσα. Φονικό μαχαίρι, πώς αντέχεις να με βλέπεις χηνάρισσα, εμένα που αγρύπνησα τρεις βδομάδες, ενώ η γύφτισσα, που αγρύπνησε μόνο τρεις ώρες, έγινε πριγκίπισσα; Ακόμα διστάζεις, φονικό μαχαίρι;».
Τότε το μαχαίρι σηκώθηκε ψηλά-ψηλά, το ακόνι δεν μπορούσε πια να το κρατήσει και το κερί έσβησε. Αλλά ο πρίγκιπας, που τα είχε ακούσει όλα, άρχισε να κλαίει, άνοιξε την πόρτα με μια κλοτσιά κι άρπαξε το μαχαίρι τη στιγμή ακριβώς που θα τρυπούσε την κοπέλα. Την πήγε έπειτα στο παλάτι του, την έκανε γυναίκα του κι έβαλε τη γύφτισσα να φυλάει τις χήνες.
0 Comments