Παραμύθι της Γεωργίας Αγγελή
Παρμένο από την λαϊκή μας παράδοση
Τα σμερδάκια είναι κακοποιοί ποιμενικοί δαίμονες με τη μορφή μωρού. Επιτίθενται σε κοπάδια ζώων και τα σκοτώνουν. Εμφανίζονται σε ορεινά μέρη στην Αρκαδία, όλο το χρόνο τις νύχτες. Στην μυθολογία πάντα υπήρχαν δαίμονες των κοπαδιών. Λέγονται ακόμα και κόκκινα παιδιά. Ο λαός πιστεύει πως τα σμερδάκια είναι νόθα παιδιά που δολοφονήθηκαν αμέσως μετά τη γέννησή τους, αδικοσκοτωμένα για αυτό ανήκουν στην κατηγορία των βρικολάκων. Λογικά οι χωρικοί έδωσαν αυτή τη μορφή βρικόλακα στην ασθένεια άνθρακας που αφάνιζε ολόκληρα κοπάδια εκείνες τις εποχές.
Μια ξάστερη νύχτα ήταν ένας ταξιδιώτης που έμεινε νύχτα έξω γυρίζοντας στο χωριό του από δουλειές που κατέβηκε να κάνει στην πολιτεία. Έτσι όταν περνούσε έξω από ένα μεγάλο δάσος σ’ ένα τρίστρατο κάτω από ένα δέντρο άκουσε κλάμα μωρού και είδε ένα μπόγο από ρούχα να κουνιέται. Πλησίασε παραξενευμένος:
«Λες να τα γέννησε καμιά και να το πέταξε εδώ να πεθάνει;» σκέφτηκε. «Κρίμα είναι, μήπως να το πάρω μαζί μου να το δώσω σε κάποια που να το θέλει; Εγώ έχω 5 παιδιά, δεν μπορώ να το κρατήσω» Αυτά έλεγε από μέσα του και όλο πλησίαζε. Σαν έφτασε κοντά το μωρό γύρισε κατά τον ταξιδιώτη και αυτός τα ‘χασε. Είχε στόμα λύκου που έχασκε και έβγαζε φωτιές, ήταν κόκκινο με γουρλωτά κόκκινα μάτια, τριχωτό με νύχια μακριά και στρίγγλιζε σαν διάβολος.
«Χριστέ μου σμερδάκι!» φώναξε. Μα δεν πρόφτασε να φυλαχτεί και τον δάγκωσε στο χέρι. Αυτός πισωπάτησε τρέχοντας , γύρισε την πλάτη και άρχισε να τρέχει. Αλίμονο όμως σαν έφτασε στο χωριό είδε πως το χέρι του ήταν πρησμένο και μαύρο. Πονούσε πολύ αλλά ό,τι γιατρικά και να του έβαλαν επάνω δεν ωφελούσαν και στις σαράντα μέρες πέθανε.
Πριν χρόνια σε εκείνο το δάσος είχε πνίξει μια κοπέλα το νόθο παιδί της. Πήγε μακριά από το χωριό της να λευτερωθεί για να μην την καταλάβουν. Αλλά γέννησε ένα αγόρι με στόμα λύκου και τριχωτό σώμα. Τρόμαξε σαν το είδε, μα έτσι κι αλλιώς είχε αποφασίσει να το πετάξει πριν πάει στο χωριό της. Το πήρε σε μια κουβέρτα και μπήκε στο δάσος. Το στραγγάλισε, το παράτησε κάτω από ένα δέντρο και έφυγε τρέχοντας.
Το μέρος στοίχειωσε όμως. Το μωρό έγινε σμερδάκι και τις νύχτες όποιος περνούσε έβλεπε στα μονοπάτια του δάσους ένα μωρό να κλαίει. Σαν το πλησίαζαν όμως τα μάτια του γινόταν κόκκινα, από το λυκόστομα έβγαινε φωτιά και γινόταν κόκκινο ολόκληρο. Οι βοσκοί το έβλεπαν την νύχτα να μαρκαλάει τα ζωντανά τους και να τους ρουφάει το αίμα ώσπου ψοφούσαν. Αρνιά, κριάρια, κατσίκια αλλά και βόδια και άλογα. Όρμαγε σ’ όλα τα ζώα τα βάτευε και τους ρουφούσε το αίμα. Και αυτά μαύριζαν, πρηζόντουσαν και ψοφούσαν.
Μέρες μετά από τον θάνατο του ανθρώπου που το βρήκε ένας βοσκός μεσάνυχτα είδε το σμερδάκι-λύκο να καβαλάει το κριάρι του και να του βυζαίνει το αίμα. Αυτός όμως ήξερε και άρχισε να λέει το Πάτερ ημών ανάποδα να το ξορκίσει . Το σμερδάκι με ένα πήδο εξαφανίστηκε. Όμως το κριάρι του τουμπάνιασε, μαύρισε και ψόφησε την άλλη μέρα.
Κατέβηκε στο χωριό να φωνάξει τον παπά να λειτουργήσει το μαντρί του. Ο παπάς διάβασε τους εξορκισμούς, λιβάνισε και έριξε αγιασμό. Ησύχασε ο βοσκός για λίγες μέρες.
Μαθαίνει όμως πως το στοιχειό χτύπησε και άλλα μαντριά και αφάνιζε τα ζώα τους. Σε λίγες μέρες ξανάρθε το δαιμονικό στο μαντρί του και του σκότωσε και άλλα ζώα. Όλοι ξεσηκώθηκαν και μαζεύτηκαν για να δουν τι θα κάνουν. Μάζεψαν κατά πως τους είπε ένας γέρος που ήξερε, παπούτσια από τα μνήματα των πεθαμένων, κέρατα από γίδια, μαλλί από την ουρά τους και πίσσα. Τα έκαψαν και έκαναν με την στάχτη από ένα σταυρό στην πλάτη των ζωντανών τους. Σαν πέρασαν όμως λίγες μέρες και ξεθώριασαν τα σημάδια, το σμερδάκι ξανάρθε πιο φοβερό και εκδικητικό. Αυτή την φορά δάγκωσε και έναν βοσκό που όρμησε να γλιτώσει τα ζωντανά του και ο άνθρωπος πέθανε με πόνους. Τρόμος ξαπλώθηκε παντού.
Ο δαίμονας με την θωριά λύκου ερχόταν τα βράδια φοβερός και ρούφαγε το αίμα των ζώων και τα σκότωνε. Όλοι φοβόντουσαν για την ζωή τους και τα ζώα τους που τα έχαναν ένα-ένα.
Απελπίστηκαν γιατί δεν το χτυπούσε τίποτα, μήτε οι λειτουργίες του παπά, τα λιβανίσματα, οι σταυροί με την στάχτη. Εξαφανιζόταν λίγες μέρες και γύριζε πιο διψασμένο και κακό. Έτσι μαζεύτηκαν όλοι μαζί και αποφάσισαν να βρουν και να φωνάξουν έναν ζουδιάρη όπως ονόμαζαν τον άνθρωπο που κάτεχε αρχαίες γνώσεις. Έτσι και έγινε. Βρήκαν έναν άντρα γεροδεμένο, σαββατογεννημένο και αλαφροΐσκιωτο, που ήξερε πολλά και τον παρακάλεσαν να έρθει να τους γλιτώσει από το λυκόπαιδο. Αυτός συμφώνησε και ήρθε στην περιοχή που αφάνιζε το σμερδάκι. Τους έταξε πως θα τους γλιτώσει από δαύτο.
Πρώτα έφτιαξε τέσσερα παλούκια με πολύ μυτερή άκρη μεγάλα σαν μπράτσο άντρα. Ζήτησε και μια πλεξάνα σκόρδα και την κρέμασε στο λαιμό του. Έπειτα περίμενε να πέσει η νύχτα και αφού είπε στους βοσκούς να αρματωθούν με ότι έχουν ξεκίνησαν όλοι μαζί και χώθηκαν στο δάσος.
Άρχισαν να το ψάχνουν αλλά δεν το έβρισκαν. Τότε ο ζουδιάρης στάθηκε σ ένα ξέφωτο και άρχισε να μουρμουρίζει λόγια μαγικά και ψαλμούς που κανείς δεν καταλάβαινε. Αμέσως το λυκόπαιδο εμφανίστηκε φοβερό, κατακόκκινο με στόμα που πετούσε φωτιά και ορμάει στον ζουδιάρη. Κανείς δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει γιατί τυλίχτηκε πάνω του σφιχτά και προσπαθούσε να τον δαγκώσει. Η μυρωδιά από τα σκόρδα το έκανε να τιναχτεί πιο μακριά του αλλά ξαναόρμηξε πάνω του. Ο ζουδιάρης πάλεψε μαζί του και όλη την ώρα φώναζε λόγια μαγικά. Μετά από ώρα το τσάκωσε γερά και το κάρφωσε στο χώμα και το πάτησε με το γόνατο του στο στήθος. Αμέσως πήρε το ένα παλούκι και του το κάρφωσε στην καρδιά. Κάρφωσε ένα σε κάθε πόδι του και τέλος ένα στο κεφάλι. Το σμερδάκι έσκασε με κρότο, πέταξε φωτιά και έγινε στάχτη.
Το λυκόπαιδο δεν ξαναφάνηκε πια. Ο ζουδιάρης έμαθε σε όλους λόγια μαγικά και αν ξανάκουγαν κλάμα μωρού στις ερημιές, θα τα έλεγαν φωναχτά κι αμέσως θα εξαφανιζόταν το σμερδάκι και θα τους άφηνε ήσυχους. Έτσι ησύχασαν όλοι σε εκείνα τα μέρη.
0 Comments