Το στειρόχορτο

  • Εντεψίζικα Νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητότουρκων. Νίκος Αγγελής

    Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη 1998

  • Τα βάσανά μας εμάς, των παντρεμένων, δεν τα σηκώνει μούτε ο Ραμπής!

Με το παράπονο αυτό, άνοιγε το μαγαζί του κάθε πρωί ο Κερίμ αγάς, ο λαδέμπορας, στη Μεγάλη Πόρτα του Ρεθέμνου, και με το ίδιο παράπονο το  ’κλείνε το βράδιασμα, πετώντας τη λαδωμένη ποδιά του πάνω στα βαρέλια…

  • Δεν είναι ζωή αυτή! «Η βρύση να ’ναι ομπρός μου» και γω «νερό να μη μπορώ να πιώ, γιατ’ είν’ ο θάνατός μου…».

Απέναντι απ’ το λαδομάγαζο του Κερί μ Αλή αγά, είχε το μπακαλικάκι του ένας διαολισμένος Χριστιανός, ο Πορτάλιος. Παλιός καπετάνιος και πολεμιστής στους μεγάλους σηκωμούς ήταν ησυχασμένος προ- σιόρας κι έκοβε με το καπετανομάχαιρο τυρί και μπακαλάο… Ο Πορτάλιος, ήταν άνθρωπος γεροδεμένος και μεγαλόφυλος. Ίδιο μπόι είχαν με τον Κερίμ αγά και από τα ίδια χωριά του Μυλοπόταμου κρατούσε η ρίζα τους. Μια συμπάθεια έδενε τους δυο άντρες σε καιρούς ησυχίας. Έλεγαν τα μυστικά τους ο ένας στον άλλον, και κυνηγούσαν μαζί λαγούς, στα πλάγια του Κουλούκουνα και, τις ατέλειωτες ώρες της μεσημεριάτικης αναδουλειάς, επείραζαν ο ένας τον άλλο.

  • Άλλαξες βιολί, Κερίμ αγά, τον ύστερον καιρό, παραπέτριζε ο Πορτάλιος στο γείτονά του. Μια φορά πρωί-βράδυ, έλεγες: Οι χαρές εμάς, των παντρεμένων, δεν έχουν ιστορημό…
  • Έλεγά το, μπρε γείτονα, μια φορά. Μα στον πάτο έχει το λάδι τον κατσίγαρο. Κι εγώ έφταξα τον πάτο. Καλή είναι ακόμα η χανούμη μου, ως καθώς γνωρίζεις, μα δεν αποφασίζω να την καβαλικέψω θεοτικά, γιατί σε εννιά μήνες πετά τέκνο. Και έχω, ως την ώρα εφτά… Εκατάλαβες; «Η βρύση να ’ναι ομπρός μου, και γω νερό να μην μπορώ να πιώ.»… που λέει κι η μαντινάδα…

Από τις ομορφότερες γυναίκες της χώρας, ήταν ακόμα η χανούμη του Κερίμ αγά, αλλά η γονιμότητά της ήταν ονομαστή. Εφτά χρόνια, εφτά παιδιά. Δεν έχανε ούτε μήνα… Και αυτό είχε αναστατώσει τον καημένο τον Κερίμ.

Οι νύχτες του, οι  ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα, γέμιζαν αγωνία και απόγνωση. Δεν είχε τη δύναμη ν’ αφήσει τη χανούμη του και να κοιμηθεί, και αγωνιζόταν να βρει τρόπους άγονης ηδονής. Μα δε χόρταινε η ψυχή του…

  • Άμα δεν μπορείς ν’ αγκαλιάσεις, ως είπε ο Θεός, είσαι καταδικασμένος. Ούλα τα άλλα, είναι μαραφέτια του διαόλου. Είναι σαν να πίνεις θαλασσινό νερό, για να ξεδιψάσεις…

Μια φορά, του ’πε η χανούμη, λιγάκι περιγελαστικά:

  • Αγκάλιαζέ με, ως ορμηνεύει ο Θεός, και μη σφίγγεσαι, μα γω βρέξει-χιονίσει, τέκνο θα κάμω στο γύρισμα του χρόνου!…

Και πολλές φορές, ο Κερίμ, αναλογιζόταν την κουβέντα εκείνη. Πολλές χρονιές έβαλε τα δυνατά του να συγκρατηθεί, εδιάλεξε άλλους τρόπους, μα πάλι η χανούμη εφούσκωνε και πάλι εξεφούρνιζε καινούργιο παιδί…

Αλλά δε σήκωνε το κεφάλι του άλλες φασαρίες. Έδιωχνε πεισματικά κάθε κακή υποψία, κάθε κακοφόρεση και έμενε με το μοναδικό βάσανο της ερωτικής του δίψας μπροστά στη βρύση…

Μα, ποια εποχή τυλιγαδιάζεται η ιστορία μας; Ήταν μια εποχή παράξενη και άσκημη πολλά για τους Κρητικούς Τούρκους. Ότι είχαν καταλαγιάσει οι μάχες του Μεγάλου Σηκωμού. Κάπνιζαν ακόμα τα χωριά. Κάπνιζε το Αρκάδι και τα Σφακιά. Μα φύτρωνε καινούργια γενιά, μέσα στ’ αποκαΐδια ζωηρή, άφοβη και αδούλωτη. Κάθε μέρα καυγάδες, κάθε μέρα μπαταξιλίκι: «Χάθηκε το σέβας και η ταπεινότη!». Ανησυχούσαν οι καλονοικοκύρηδες, ανησυχούσαν οι αγάδες οι στάμενοι. Και οι γριές οι εκκλησάρισσες και οι παραδουλεύτρες. Πού θα πάει τούτο το κακό; Χαλά η τάξη του κόσμου μέρα με τη μέρα! Ύστερα δυνάμωναν οι μεταπράτες και φτώχαιναν οι νοικοκυραίοι της γης. Το ένα άλλο ένα, ξεκαθάριζαν οι μεταπράτες, και δούλωναν με δανεικά τον κόσμο. Από την άλλη οι συζευτάδες γίνηκαν δύσκολοι στα μετόχια, όλο και γύρευαν παραπάνω μερτικά, όλο και διάλεγαν τις δουλειές και ξεχνούσα τα φτενά χωράφια και καλλούργιζαν μόνο τα παχιά και πλούσια. Μίκραινε το εισόδημα των αφεντικών. Οι αγάδες χρεώθηκαν. Πάνε εκείνοι οι όμορφοι καιροί, που όποιος είχε ελιές και χωράφια ήταν ο αφέντης του τόπου και κάθιζε μπέης στη χώρα κι έτρωγε κι έδερνε το ραγιά και φοβέριζε τον Πασά και τους Κατήδες.

Έφτασε και η συμφωνία της Χαλέπας στα 1878. Χριστιανοί και Τούρκοι ένα πράμα έλεγε η συμφωνία. Τουφέκια οι Τούρκοι, τουφέκια και οι Χριστιανοί. Το δίκιο του να μη χάνει κανείς. Να μη δουλώνει η μια φάρα την άλλη. Ήρθε στο ύστερο και το φοβερό μαντάτο από τα Χανιά: Επήγε λέει ο βαλής της Κρήτης, ο Αδοσίδης, και μετάλαβε, σαν Χριστιανός που ήταν, στη Χριστιανική Εκκλησία κι απ’ όξω τον περίμεναν οι νιζάμηδες και τον συνεπήραν ως το Σαράγιο με τιμές μεγάλες.

Πικράθηκαν οι Τούρκοι. Μα ύστερα έκαμαν τα πικρά γλυκά, ανακατώθηκαν με τους Ρωμιούς κι άρχισαν τη βιοπάλη.

Όλα αυτά τα νουσούντιζε ο Κερίμ αγάς, μα δεν σκοτιζόταν και πολύ. Έβλεπε καθαρά πως το μισοφέγγαρο δεν έστεκε καλά στα τρία Κάστρα της Κρήτης, άκουγε πως στα χωριά δεν είχε ανάκαρα να σταθεί αγαδικό. Μα πίστευε πως δεν ήταν δική του σκοτούρα αυτή. Αυτός ήταν Κρητικός δεν ήταν Τούρκος. Καραμανλής, να φοβάται. Εδώ, σ’ αυτά τα χώματα γεννήθηκε κι αυτός, κι ο πατέρας του, κι ο προπάππους του. Όλοι γνώριζαν πως εκείνος ο μακρινός του πρόγονος, ήταν Χριστιανός, ντόπιος, μα άλλαξε στα φανερά πίστη, για να γλιτώσει τα χωράφια του. Όλοι γνώριζαν, ακόμα κι οι Τούρκοι, πως στον πύργο τους στο Μυλοπόταμο, μανάδες, γιαγιάδες και προγιαγιάδες κρατούσαν το καντήλι αναμμένο ολονυχτίς μπροστά στην εικόνα του Αϊ- Γιώργη. Και πολλοί Κερίμηδες με τον πρώτο σηκωμό του 1821 ξαναγύρισαν στην προγονική πίστη.

Αυτός έμεινε Αλής. Μα άλλη σχέση με τους Τούρκους δεν είχε, εκτός από αυτό το όνομα. Τουρκικές λέξεις δεν εγνώριζε άλλες, παρεκτός εκείνες που του χρειάζονταν να συναλλάσσεται με τον Ντεφτερ- ντάρη και τον Καδή και τώρα που η διοίκηση έγινε μικτή, δεν του χρειάζονταν ούτε αυτές. Για το Μουχαμέτη δεν ήξερε παρά μερικές ιστορίες που άκουσε στο Μεϊτέπι, πάει να πει στο τούρκικο σχολείο, μια χρονιά που πήγε.

Και ένιωθε μεγάλη χαρά, καθώς περνούσαν από το δρόμο Τούρκοι στρατιώτες, αναιμικοί, κακοζωσμένοι, αρκαλοπόδηδες, να σηκώνει τη μπογάρα του και να στέκει αντίκρυ τους:

  • Έχω, μπρε Παρτάλιο, εγώ συγγένεια με τούτο το μιλέτι;
  • Δεν έχεις αγά, μόνο τ’ όνομα, διάλε τ’ όνομά σου. Και πότες θα τ’ αλλάξεις!

Περνούσε ο καιρός! Τα πολιτικά ξεχνιούνταν. Η ζωή σκληρή, δυσκόλευε τους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και τους έφερνε όλο και πιο κοντά. Και ο Κερίμ αγάς, έμενε με τον καημό της χανούμης του. Να την έχει εκεί, στον οντά του, μοσκομυρισμένη και άσπρη σαν τα γάλατα και να μη μπορεί να τη χαρεί…

Τελευταία, άρχισε να μαλώνει και με τους δυο παραγιούς του, τον Μανώλη και το Νουρή. Λες κι αυτοί του ’φταιγαν που δεν χόρταινε αγάπη…

Σε κείνους τους καιρούς φάνηκε πάλι στο Ρέθεμνος ένας παλιός φίλος του Κερίμ, μουσουλμάνος κι εκείνος, ο Ρετζέπης. Μπεγόπουλο ήταν κι ο Ρετζέπης. Μα είχε ο πατέρας του πολλά παιδιά και δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν τα Μετόχια του. Ο Ρετζέπης αναγκάστηκε να φύγει. Πήγε-ήρθε στη χώρα. Δεν στέργιωσε. Η τύχη τού ’φερε στο δρόμον έναν παλιό βοσκό και του ’μαθε τα μυστήρια των βουνών και τα βότανά τους. Όταν έγινε σαράντα χρονών ο Ρετζέπης, ήταν κιόλας ένας ξακουστός βοτανολόγος. Είχε μια γαϊδάρα χελιά κι ανηφόριζε μαζί της στα ψηλά χωριά. Αγόραζε ή μάζευε ο ίδιος βότανα και γιατρικόχορτα για όλα τα κακά και τα πουλούσε στις χώρες, Ρέθεμνος και Κάστρο και Κεφαλοχώρια…

Τα τελευταία χρόνια έφτασε στο Ρέθεμνος, γερασμένος πεζός -έχασε τη γαϊδάρα τη χελιά στα Σφακιά- με μια σακούλα χορταρικά στον ώμο. Έπαιρνε αράδα τα στενά της πολιτείας και μουρμούριζε:

  • Φινοκαλόριζα για τα νεφρά, σταματόχορτο για το στομάχι, χαμομήλι για τ’ άντερα, μαντζουρανότριμμα για τη σφαή…

Είχε καιρό, όμως, να φανεί, κι όταν ο Πορτάλιος τον είδε να κατηφορίζει, τον κάλεσε καταχαρούμενος:

  • Έλα, Ρετζέπ’ αγά, να δεις τον φίλο σου τον Κερίμη, που τον εμάρανε ο σεβντάς…

Αλλά και ο Κερίμ αγάς βγήκε στην πόρτα του λαδομαγατζέ του και συνεπήρε το γέρο βοτανολόγο. Παράγγειλε καφέ. Έστειλε τον παραγιό του να φέρει ψωμί από το φούρνο, πήρε κι από του Πορτάλιου ένα πιάσμα ψαρόγαρους, έβαλε και μια ρακή απ’ το φλασκάκι του. Στάθηκε η ψυχή του γέρου:

  • Θυμάσαι τότες, μπάρμπα Ρετζέπη, πώς το λεγες κείνο το χορταράκι:
  • Θυμούμαι, μαθές, πιπερόχορτο το λένε, θέλεις;
  • Ώσκε. Ξορκισμένο να ’ναι.

Τότες τον καιρό εκείνο, ήταν ντελικανιδάκι ο Αλή Κερίμ, ήρθαν στα Μετόχια τους από τα Χανιώτικα ξεριζωμένες πολλές τουρκοφαμελιές και περίμεναν να σβήσει ο πόλεμος να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους. Για την ώρα βοηθούσαν στα χωράφια του γερο-Κερίμ. Γυναίκες οι πιο πολλές, μικρές, μεγάλες, παντρεμένες, χήρες. Δεν τις προλάβαινε ο Αλής και ήταν στενοχωρεμένος πολλά. Ο Ρετζέπης ήταν από τότε καλός βοτανολόγος, και τού ’πε να μη στενοχωράται και κείνος θα κάμει κολάι. Βγήκε στον Ψηλορείτη και του κατέβασε σταχτί πιπερόχορτο. Το ’πινε ο Αλής και δεν τον προλάβαιναν οι γυναίκες…

  • Μα τώρα έχω άλλο φεσφεσέ, Ρετζέπ αγά! Η βρύση είναι ομπρός μου, μα νερό δεν χορταίνω! Καλή δουλειά έχω, όμορφη γυναίκα έχω. Μα μόλις βάλω τα πόδια μου στη σκάλα να καβαλικέψω, να, βαρεμένη η φοράδα! Και τέκνο κάθε χρόνο…
  • Και γι’ αυτό σεκλετίζεσαι, Κερίμ αγά; Εγώ θα σε γλιτώσω!…
  • Στην αλήθεια, μπρε; Μα την πίστη σου;… Έχεις χόρτο;
  • Έχω το ’γω το στειρόχορτο που σταματά τα τέκνα, χωρίς να σταματά πράμα άλλο…
  • Γιάε, Ρετζέπ αγά. Να σταματά τα τέκνα, μα ν’ αφήνει το άλλο…
  • Ναι σου λέω. Ούλα τα κέφια καλά και δίχως τέκνα…

Κουζουλάθηκε να τ’ ακούσει ο αγάς. Σηκώθηκε και ασπάστηκε το

γερο-βοτανολόγο. Και του δωσε παραγγελιά να κινήσει ευθύς να βγει στα βουνά να του βρει το στειρόχορτο το δίχως άλλο. Και από πλερωμή να μη συλλοϊστεί…

Βγήκε ο Ρετζέπης από το Ρέθεμνος με το σακούλι του και σιγά-σιγά ανηφόρισε κατά το Ατσιτόπουλο. Επέρασε τον ποταμό της Νερατζές -που «βρέχει δε βρέχει τρέχει»- και απομεσήμερο έφτασε στα Ρούστικα και ξόμεινε σε παλιού ακαρντάση το κονάκι. Από κει οδοιπόρησε αυγή- αυγή, επέρασε το φαράγγι του Μούντρου, μάζεψε μερικά βοτάνια, προχώρησε Βελονάδω, Μπιλαντρέδω, Ρουμπάδω, σίμωσε στον Ασφενταμέ. Ησυχία ήταν, τα βουνά ελεύτερα, έπιασε να μαζεύει φυλλαράκι-φυλλαράκι το στειρόχορτο. Εγέμιζε το σακούλι του. Και την άλλη μέρα έφτασε καταχαρούμενος στο λαδομαγατζέ του Κερίμη και του ’δωσε το βοτάνι:

  • Θα πίνεις αγά μια κούπα βραστάρι καθ’ αργά κι ύστερα δούλευε τη χανούμη και μη φοβάσαι για τέκνα…
  • Μα την πίστη σου, μπρε; είπε ο Κερίμης λιγάκι δύσπιστος.
  • Μα την πίστη μου!
  • Ε κακομοίρη Ρετζέπη, να ’χες τούτο το φάρμακο στην Τουρκιά να γεμίσεις παράδες. Εκεί φτωχός και πλούσιος παίρνεις τρεις, τέσσερις γυναίκες και δεν προλαβαίνεις να φασκιώνεις τέκνα. Μα εμείς έχομε κρητικό αντέτι. Μια γυναίκα κι ό,τι λάχει απόξω…

Έδωσε ο Κερίμ αγάς ένα πιάσμα μεταλλίκια στον Ρετζέπη και πάλι τον ξαναρώτησε:

  • Να μη φοβούμαι το λοιπόν;
  • Να μη φοβάσαι λέω, απάντησε ο βοτανολόγος. Κι ύστερα σαν να το καλοσκέφτηκε: «Μα αλλιώς θα διάξεις απόψε με τη χανούμη κι αλλιώς έδιαχνες άλλες αργαδηνές».
  • Αλλιώς, μαθώς, είπε ο Κερίμ, γι’ αυτό ήθελα το βοτάνι!
  • Και ως την ώρα ίντα δουλειά έκανες, έρημε;
  • Γη μισή, γη στραβή, γη τέκνο! Ό,τι θέλεις διάλεξε. Τα βάσανα των παντρεμένων άλλος άθρωπος δεν τα γνωρίζει!…

Εύκαιρη ήταν τότες η Χανούμη, το μικρότερο της παιδί ήτανε εξ- εφτά μηνών. Έκαμε μια γερή βραστάρα ο Κερίμης και την ήπιε, επερίμενε να καταχωνέψει, ως καθώς τον ορμήνεψε ο Ρετζέπης, κι ύστερα άρπαξε τη Χανούμη από τη μέση, έσβησε το λύχνο κι έπιασε να τη χαίρεται θεοτικά, σαν τον παλιό καλό καιρό που τα τέκνα ήταν η πεθυμιά του. Και την άλλη βραδινή το ίδιο και την άλλη. Άστραψε το σπίτι του Κερίμη που ήταν λιγάκι θλιψτό. Ανοιξε το πρόσωπο της Χανούμης σαν να πήρε αέρας τις έγνοιες της. Οι νύχτες έγιναν πάλι ζεστές και τρυφερές. «Αφεριμ, μπρε Ρετζέπη, με το στειρόχορτό σου!»

Πέρασε ένα μηνάκι-δυο και μια στιγμή στάθηκε βαριά, στενοχωρημένη, η Χανούμη μπροστά στον αγά: «επάθαμέν τα πάλι, κακορίζικε!» Άφρισε ο Κερίμης να τ’ ακούσει: «τον κέρατά τον Ρετζέπη, κι έκαψέ με». Να φωνάξετε τη μαμή να κάμει ό,τι μπορεί και γω θα μηνύσω του Ρετζέπη να ’ρθει να δώσει λόγο! Η Χανούμη οργίστηκε ως είδε τη μαμή. Με τα πολλά όμως εκατράμαρε κι αποδέχτηκε «για μια και μοναδική φορά» να την αφήσει να κάμει ό,τι μπορεί. Μα άλλη φορά να μην την ξανακούσει. Κι ο Κερίμης ήταν ανήσυχος γιατί όξω από το κρίμα και τη γρουσουζιά η γυναίκα του κιντύνευε να ποθάνει ή να μισερωθεί από την πρωτόγονη επέμβαση της μαμής. Ας είναι, πέρασε η αναποδιά. Ο Ρετζέπης γύρισε από του Κάστρου τα χωριά που τριγύριζε και μπήκε ξέγνοιος στο λαδομαγατζέ του Κερίμη. Άναψε εκείνος να τον δει:

  • Ίντα μου ’καμες, μωρέ σκατογένη;
  • Δεν είδες διαφορά με το χόρτο;

Ο Αγάς δεν αποκρίθηκε. Τον κοίταξε αγριεμένος. Πήγε ως την πόρτα ήρθε, ξεφύσηξε… Άρχισε πάλι: «δεν εντράπηκες, μωρέ, δεν εντράπηκες;…». Κι άκουε ο Ρετζέπης σκυφτός.

Σε μια στιγμή μπαίνουν στο μαγαζί του Κερίμ οι δυο παραγιοί, ο Μανώλης και ο Νουρής. Εκείνο τον καιρό οι παραγιοί πήγαιναν τα μεσημέρια στο σπίτι του αφεντικού και τους έδιδε η παραδουλεύτρα μια μπουκιά φαΐ. Άνθρωπος πονετικός και σπλαχνικός ήταν ο Κερίμ και από παράδοση αρχοντιάς ακολουθούσε το παλιό αντέτι. Ο Ρετζέπης όμως παρατήρησε με ενδιαφέρον ας ήταν και καταστενοχωρημένος εκείνη την ώρα, πως οι δυο νεαροί έκαναν πόλεμο σωστό ποιος θα πάει πρώτος για φαΐ. Εγώ θα πάω, όχι εγώ θα πάω, πιάνονταν στα χέρια. Περίεργο του φάνηκε του Ρετζέπη γιατί πρώτος ή ύστερος έτρωγαν το ίδιο φαΐ και μάλιστα ο δεύτερος είχε την ευκαιρία να καθυστερήσει και λίγο στο δρόμο αφού δεν τον περίμενε κανείς πεινασμένος… Η αντιδικία των δυο έφτανε τελικά στον αγά που έπαιρνε απόφαση:

  • Να πάει πρώτος ο Μανώλης…
  • Πάλι πρώτος εφτός α’ α! Ε’ ω πότε α πάω πρώτος α’ α; ξεσπούσε ο Νουρής…

Μα ωστόσο ο Μανώλης έφευγε κιόλας για το κονάκι τρεχαπετάμενος…

…Στο κονάκι του Κερίμ αγά, μαγερειό και κελάρια, εβασίλευε μια γριά παραδουλεύτρα, πιστή και σιωπηλή, η Λαμπρινή. Τη γνώριζε από χρόνια πολλά ο Ρετζέπης και πήγε με τρόπο να τη βρει. Από δω σ’ έχω από κει σ’ έχω άρχισε να τη ρωτά για τη χανούμη, για τη ζωή που έκανε εκεί μέσα. Η γριά δεν απαντούσε, ψιλοκοκκίνιζε, δάγκωνε τα χείλια της. Ήταν φανερό πως έκρυβε μέγα μυστικό. Άφησε την κουβέντα να πάει αλλού ο Ρετζέπης κι ύστερα την ξαναγύρισε με υπομονή:

  • Και γιάντα, μωρή Λαμπρινή, συνορίζουνται οι παραγιοί ποιος θα ’ρθει πρώτος το μεσημέρι στο κονάκι;
  • Κατέχω γω; Πρώτος ή ύστερος το ίδιο φαΐ τρώνε…

Ξανάφερε ο Ρετζέπης σ’ άλλο θέμα την κουβέντα και πάλι πίσω στη

χανούμη. Μια στιγμή είδε πως η γριά έχανε την υπομονή της. Και τότε ο γέρος πήρε τη μεγάλη απόφαση:

  • Πες μου την αλήθεια, Λαμπρινή, γιατί θα πω του αγά, πως…
  • Ποιαν αλήθεια; Ποιαν αλήθεια!… Εγώ είμαι μπλεμένη η μαύρη…

Και άρχισε να κλαίει… Ο Ρετζέπης την καλόπιασε και με τα πολλά η γριά ξέσπασε:

  • Εγώ θα χάσω η μαύρη την κεφαλή μου γη από τον αγά γη από τη χανούμη…

Έσκυψε… Ρούφηξε τη μύτη της. Πήρε αναπνοή…

  • Βοήθησέ με, Ρετζέπ’ αγά, να χαρείς… Να σου πιο τι γίνεται… Έρχεται το μεσημέρι ο ένας παραγιός, τρώει κι ύστερα με παραμερίζει με το ζόρε και βγαίνει στον οντά, στη χανούμη. Άντρας είναι μπορώ να τον κρατήξω; Έρχεται ο δεύτερος τα ίδια… Ύστερα βγαίνει κι η χανούμη, η σκύλα, η άνομη και μου δείχνει το μαχαίρι… Αν μιλήσω, λέει, θα μου βγάλει τα μάθια. Έμπλεξα η έρημη του κόσμου!…
  • Καλά, μωρή Λαμπρινή, και γιάντα αγωνίζουνται οι παραγιοί ποιος θαρθεί πρώτος;
  • Να σου πω… Γιατί καμιά φορά η χανούμη χορταίνει με τον ένα και δεν ανοίγει την πόρτα του δεύτερου…

Ο Ρετζέπης κατάλαβε. Έβγαλε όσο στειρόχορτο είχε στο σακούλι:

  • Λαμπρινή, θα βράζεις κάθε μεσημέρι χόρτο και αν δεν πίνει κάθε παραγιός μιαν κούπα να μην ξεκλειδώνεις το μαγειρειό, να μην του δίνεις φαΐ. Εκατάλαβες;

Έδειξε να κατάλαβε η Λαμπρινή κι ο Ρετζέπης έφυγε για το μαγαζί του Κερίμη.

  • Κερίμ αγά, του ’πε από την πόρτα κιόλας καταχαρούμενος, το κακό βρέθηκε.

Ο Κερίμ γύρισε και τον κοίταξε δύσπιστα… Και ο γέρος πρόστεσε:

  • Το στειρόχορτο το ’βράζε πολύ η Λαμπρινή και ξεθύμαινε. Αυτό ήταν…

Βαθιά λυπημένος ήταν ο αγάς, την άχνα ήθελε να πιστέψει πάλι το όνειρο του στειρόχορτου και του όμορφου έρωτα.

  • Είσαι με τα καλά σου, Ρετζέπ’ αγά, γη θα με κάψεις πάλι;
  • Ό,τι σου λέω άκουσε αγά και μη φοβάσαι…

Δεν το πίστεψε με την καρδιά του αυτή τη φορά ο Κερίμ μα πάλι ν’ αγκαλιάζει τη χανούμη μισά ή στραβά δεν το ’θελε η ψυχή του. Κι έπιασε ξανά από την αρχή να πίνει κάθε βράδυ το βραστάρι με το στειρόχορτο, να κλείνει τα παραθύρια του νωρίς. Και ν’ απλώνει στα μεταξωτά παπλώματα την ακατάλυτη χανούμη ως την έκανε η μάνα της και να πιάνει τον πόλεμο μαζί της… Ακούε η καημένη η Λαμπρινή κάθε βράδυ τα αγάδικα στρίποδα να τρίζουν και τη χανούμη να γουργουρίζει και τον αγά ν’ αγκομαχεί και ανακατεύονταν τ’ άντερά της: Κακομοίρη και ίντα σου μαγερεύει πάλι…

Και μια βραδιά στάθηκε πάλι η χανούμη ομπρός στον αγά καταστενοχωρεμένη και του μολόγησε πως «το κακό ξανάρθε». Ζαλίστηκε να τ’ ακούσει ο Κερίμ. Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Και το πρωί πήρε τη φοράδα του και βγήκε από το Ρέθεμνος να βρει τον αίτιο… Ο Ρετζέπης έμαθε πως τον κυνηγά ο Κερίμης οργισμένος και μπήκε στην πολιτεία από άλλη πόρτα. Γραμμή στο κονάκι του αγά και πιάνει τη Λαμπρινή από το λαιμό! Ποιος άλλος εμπήκε στο κονάκι;

Ξεροκατάπιε η Λαμπρινή, πήγε να ξεφύγει, μα τελικά παραδέχτηκε πως ο γιος του Πορτάλιου του μπακάλη έφερε μια μέρα το ζεμπίλι με τα τρόφιμα και η χανούμη τον είδε και…

  • Και, μωρή, λέγε, και;
  • Και τον ανέβασε στον οντά και…
  • Και; Ύστερα;
  • Ύστερα! Εγώ η μαύρη μόνο τα στρίποδα γροικώ που τρίζουνε…

Ο Ρετζέπης κατασυγχυσμένος για τη βρωμερή χανούμη που πρόσβαλε το αγαδηλίκι και έβγανε και σκάρτα τα βοτάνια του, ταρακούνησε τη Λαμπρινή:

Ανοιξε τ’ αυθιά σου καλά: Να πεις του Κερίμ αγά τούτα τα λόγια: Κερίμ, ο Ρετζέπης σού παραγγέρνει να ποτίσεις ούλη την πολιτεία στειρόχορτο, γιατί αλλιώς το διάολο θα ξαναχαρείς τη χανούμη…

 

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Ο μπαλωματής κι  ο γίγαντας

Ο μπαλωματής κι ο γίγαντας

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής που έμενε στη Γένοβα, στη δυτική ακτή της Ιταλίας και που είχε βαρεθεί να μπαλώνει παπούτσια. Ήταν κι ο πατέρας του μπαλωματής και, όπως καταλαβαίνετε, είχε γεννηθεί μέσα στη δουλειά αυτή ×σόλιασμα, κάρφωμα, μπάλωμα...

Αφήγησή μου για την πλατφόρμα swaplanet στις 5 Οκτωβρίου 2022

  https://www.youtube.com/watch?v=Xx10IFV5GFo&t=611s   Στις 5 Οκτώβρη αφηγήθηκα σε webinar της πλατφόρμας www.swaplanet.com η πρώτη πλατφόρμα ανταλλαγής παιδικών ρούχων. Δυο παραμύθια: Το μαγεμένο φόρεμα και η σοφία της ανθρωπότητας Το φυλακτό της αγάπης...

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στην Ιαπωνία έ­νας άρχοντας που λέγανε ότι είχε διωχτεί από τον ου­ρανό. Και είχε διωχτεί από τον ουρανό, επειδή δεν φερότανε καλά στην αδελφή του, μια αρχόντισσα που ’μενε στον ήλιο. Την αρχόντισσα εκείνη τη λέγανε Άμα. Με το θάνατο του...

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας νέος και τρανός βασιλιάς που όριζε μια χώρα εκατό φορές πιο μεγάλη απ' ότι οι άλλοι βασιλιάδες και χίλιες φορές πιο πλούσια. Κι αυτός ο βασιλιάς δεν είχε κανένα συγγενή στον κόσμο, ούτε γονείς ούτε αδέλφια ούτε πρωτοξάδελφα κι ο...

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙ με πολλές καμήλες και καμηλιέρηδες περνούσε μια έρημο μεγάλη. Οι καμήλες κου­βαλούσαν πάνω τους τόπια μεταξωτά και χαλιά και ασημικά και μια καμήλα έξω απ' αυτά κουβαλούσε και το καμηλάκι της, μέσα σ' ένα σακούλι. Αυτό το σακούλι,...

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Ένας γενναίος άντρας της φυλής των Ονέιντα κυνηγούσε στο δάσος. Το θήραμα πέρασε σαν αστραπή πίσω του, αλλά και κείνος ήταν πολύ γρήγορος. Γύρισε, το σημάδεψε και το βέλος του χτύπησε το ελάφι. Ο ινδιάνος τότε έβγαλε το μαχαίρι του και έσκυψε να γδάρει το ζώο. Πριν...

Comments

0 Comments

Submit a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *