Η γυναίκα στην ομηρική κοινωνία

«Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα» Claude Mosse

Πηνελόπη, Ελένη, Ναυσικά, αλλά επίσης Κλυταιμνήστρα, Ανδρομάχη, Εκάβη, είναι πρώτα βασίλισσες ή πριγκίπισσες, οι γυναίκες των ηρώων που θα συγκρουσθούν σ’ αυτόν τον άγριο πόλεμο που διαρκεί δέκα χρόνια. Τι μας μαθαίνουν σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην ομηρική κοινωνία; Αφήνουμε κατά μέρος τη συζήτηση που φέρνει σε αντίθεση εκείνους που πιστεύουν στην ιστορικότητα της κοινωνίας που περιγράφεται από τον ποιητή, κι εκείνους που τη μεταθέτουν στο φαντασιακό επίπεδο. Απευθυνόμενος σε μια αριστοκρατική κοινωνία, ο αοιδός που πάει από «οίκο» σε «οίκο» για να τραγουδήσει τα κατορθώματα των ηρώων, τους κάνει να ζήσουν αυτή τη ζωή που ο ίδιος κι οι ακροατές του φαντάζονται πως ζούσαν σ’ εκείνα τα μακρινά χρόνια, όταν ο Αγαμέμνων ήταν ο «βασιλιάς των βασιλιάδων». Αλλά αν, καθετί που αφορά στους ήρωες κινεί την προσοχή με μια ένδειξη υπεροχής -αφθονία χρυσού, μεγαλοπρέπεια των παλατιών, λαμπρότητα των γευμάτων- μόλις περάσουμε στις σκηνές της καθημερινής ζωής, μόλις μπούμε στο σπίτι, ακόμη κι αν ονομάστηκε παλάτι, συναντούμε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, η οποία είναι εξαιρετικά πολύτιμη για τον ιστορικό, κι αυτή η πραγματικότητα αφορά πρώτα τις γυναίκες.

Απ’ αυτές τις γυναίκες δεν γνωρίζουμε παρά δύο κατηγορίες κοινωνικά διαφοροποιημένες: τις συζύγους ή τις κόρες των ηρώων απ’ τη μια, τις υπηρέτριες απ’ την άλλη. Εντούτοις πρέπει να διακρίνουμε αυτή την αμφίλογη κατηγορία που αποτελούν οι αιχμάλωτες. Αυτές προέρχονται γενικά από βασιλική γενιά, τουλάχιστον από αίμα ευγενών. Αλλά οι τύχες του πολέμου τις έριξαν στα χέρια των εχθρών των συζύγων και των πατεράδων τους. Με το να γίνουν μέρος της λείας, είναι καταδικασμένες πολύ συχνά να μοιραστούν το κρεβάτι εκείνου που αποφεύγουν, σπρωγμένες από αυτό ακριβώς στην ταπείνωση, εκτός αν τις ενώνει με τον νικητή τους ένα αίσθημα στοργής ή αγάπης. Για γυναίκες του λαού καμιά αναφορά, σαν να έλειπαν οι γυναίκες από πολεμιστές σαν τον Θερσίτη και τους άλλους άνδρες του πλήθους οι οποίοι αποτελούν τη μάζα του στρατού. Είναι ολοφάνερο πως ούτε ο ποιητής, ούτε οι ακροατές του ενδιαφέρονταν. Κι εξάλλου, αν εξαιρέσει κανείς τη βασιλεία, δεν έπρεπε να διαφέρουν αισθητά από τις γυναίκες των ηρώων στο ρόλο τους στα πλαίσια του οίκου και της κοινωνίας. Αλλά αυτές οι τελευταίες εκπλήρωναν μια τριπλή λειτουργία: ήταν σύζυγοι, βασίλισσες και οικοδέσποινες. Ήταν σύζυγοι πρώτα, ή μελλοντικές σύζυγοι αν πρόκειται για τη νεαρή Ναυσικά, κι αυτό υπονοεί ότι φωτίζονται δυο όψεις του γάμου: η κοινωνική όψη και αυτή που θα ονομάζαμε συναισθηματική. Επιβάλλεται μια πρώτη παραδοχή: στον κόσμο των ποιημάτων, ο γάμος είναι ήδη μια παγιωμένη κοινωνική πραγματικότητα. Εντούτοις σε μια κοινωνία προδικαιική, όπως αυτή του Ομήρου, αυτή η πραγματικότητα παίρνει διάφορες μορφές τις οποίες υπογράμμισαν όλοι αυτοί οι οποίοι προσπάθησαν να την ορίσουν. Όπως παρατηρεί ο J.-P. Vernant, βρίσκουμε «… διάφορες γαμήλιες πρακτικές που μπορούν να συνυπάρχουν η μια με την άλλη επειδή ανταποκρίνονται σε πολλαπλούς σκοπούς και στόχους, καθώς το παιγνίδι των γαμήλιων ανταλλαγών υπακούει σε κανόνες πολύ απλούς και ελεύθερους, στα πλαίσια ενός κοινωνικού εμπορίου ανάμεσα σε μεγάλες οικογένειες ευγενών εμπόριο στους κόλπους του οποίου η ανταλλαγή των γυναικών εμφανίζεται ως ένα μέσο δημιουργίας δεσμών αλληλεγγύης και εξάρτησης, απόκτησης γοήτρου, βεβαίωσης μιας υποταγής εμπόριο, όπου οι γυναίκες παίζουν ένα ρόλο πολύτιμων αγαθών, συγκρίσιμες με τα αγάλματα, των οποίων τη σπουδαιότητα στην κοινωνική πρακτική και στους τρόπους σκέψης των Ελλήνων της αρχαϊκής εποχής έδειξε ο Louis Gemet»

Η πιο διαδεδομένη πρακτική εγγράφεται στο σύστημα ανταλλαγών που οι ανθρωπολόγοι ορίζουν ως αυτό του δώρου – επιστροφή δώρου. Αν δηλαδή ο σύζυγος «αγοράζει» τη σύζυγό του από τον πατέρα της, αυτή η «αγορά» δεν μπορεί να υποβιβασθεί σε μια συναλλαγή του είδους «μια γυναίκα απέναντι σε τόσα κεφάλια ζώα». Ο πατέρας της νέας κοπέλας μπορεί να διαλέξει τον μελλοντικό του γαμπρό για λόγους διάφορους από καθαρά υλικούς, κι αν είναι αλήθεια πως ανάμεσα σε πολλούς μνηστήρες θα διαλέξει αυτόν, τα έδνα του οποίου έχουν την μεγαλύτερη αξία, μπορεί επίσης ν’ αποτολμήσει να δώσει την κόρη του χωρίς έδνα έναν άνδρα του οποίου το γόητρο και η τιμή θα προσφέρουν αντανάκλαση πάνω στη δική του γενιά. Το παράδειγμα μιας κόρης που μνηστεύεται χωρίς έδνα, που αναφέρεται πολύ συχνά, είναι αυτό του Αγαμέμνονα που προσφέρει στον Αχιλλέα, για να τον τραβήξει στη μάχη, όχι μόνο τρίποδες, χρυσά αντικείμενα που αστραποβολούν, άλογα, αιχμάλωτες, αλλά επίσης τη μια απ’ τις τρεις θυγατέρες που του ’δωσε η Κλυταιμνήστρα:

Ποια θέλει απ’ όλες; αξαγόραστη να μου την πάρει, να ’χει ταίρι ακριβό να πάει στον κύρη του.

Αλλά διαπιστώνουμε πως εδώ ο εξαιρετικός χαρακτήρας του Αχιλλέα, συνδεδεμένος με τις εξίσου εξαιρετικές συνθήκες της μάχης, εξηγεί την χωρίς αντάλλαγμα παραχώρηση της κόρης του από τον Αγαμέμνονα. Και σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο, είναι επίσης ο κάπως εξαιρετικός χαρακτήρας του βασιλείου του Αλκίνοου, απομονωμένο ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και στον άγριο κόσμο των «αφηγήσεων», που εξηγεί πως μπορεί να προσβλέπει στο να δώσει την κόρη του Ναυσικά στον ήρωα, στερημένο από όλα, ριγμένο στην όχθη του. Ταυτόχρονα η δύναμη και η φήμη του Οδυσσέα απ’ τη μια κι ίσως η δυσκολία του να βρεθεί ένας ντόπιος σύζυγος άξιος της κόρης του βασιλιά, εξηγούν αυτή την ανωμαλία. Πάντως αν είναι σωστό να υπογραμμίσουμε, όπως το έκανε ο Μ. I. Finley κι επίσης ο J.-P. Vernant, ότι ο γάμος δεν προέρχεται από μια απλή και καθαρή αγορά και«… εγγράφεται σε μια κυκλοφορία παροχών ανάμεσα σε δύο οικογένειες», αυτές οι παροχές, που προσφέρονται από τον μελλοντικό γαμπρό στον μελλοντικό πεθερό με τη μορφή των έδνων, δεν αποτελούν καθόλου την «ομαλή» μορφή που καλύπτουν οι γαμήλιες πρακτικές.

Απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να συγκρατήσουμε το παράδειγμα της Πηνελόπης, παρόλο που σ ’ ένα άλλο επίπεδο παρουσιάζει ένα χαρακτήρα κάπως ειδικό στον οποίο θα επανέλθουμε. Αν είχε βεβαιωθεί ο θάνατος του Οδυσσέα, ο Τηλέμαχος γινόταν κάτοχος της κληρονομιάς του, κι η Πηνελόπη δεχόταν να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα της, απ’ αυτόν οι μνηστήρες θα προσπαθούσαν να την πάρουν «… προσφέροντας δώρα. Στη συνέχεια, η Πηνελόπη θα παντρευόταν αυτόν που θα έδινε τα πιο πολλά».

Η ανταλλαγή δώρων, η προσφορά των έδνων, αποτελεί λοιπόν όχι τον μοναδικό τρόπο, αλλά τον πιο διαδομένο, για έναν ευγενή στο να προμηθευτεί μια γυναίκα. Η γυναίκα γίνεται τότε η νόμιμη σύζυγος, άλοχος, η σύντροφος του κρεβατιού, απ’ την οποία περιμένουν να κάνει παιδιά. Πρέπει να σημειώσουμε πως εδώ ακόμη οι γαμήλιες πρακτικές παρουσιάζουν αποκαλυπτικές διαφοροποιήσεις ενός σταδίου κοινωνικών σχέσεων που δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί σωστά. Πράγματι, κανονικά η σύζυγος έρχεται να εγκατασταθεί στο οίκημα του συζύγου της ή του πατέρα του αν βρίσκεται ακόμη στη ζωή: έτσι, όταν ο Αγαμέμνων προσπαθεί να τραβήξει τον Αχιλλέα στο στρατόπεδο των Αχαιών, του προτείνει να οδηγήσει «στο οίκημα του Πηλέα» αυτήν από τις κόρες του που θα του αρέσει. Επίσης η Πηνελόπη άφησε το σπίτι του πατέρα της για να ζήσει με τον Οδυσσέα στο δικό του σπίτι. Είναι επίσης η περίπτωση της Ανδρομάχης, της γυναίκας του Έκτορα, η οποία ζει στο παλάτι του Πρίαμου. Αλλά ακριβώς στο παλάτι του Πρίαμου ζουν όχι μόνο οι γιοι του βασιλιά με τις συζύγους τους, αλλά επίσης οι κόρες του βασιλιά με τους συζύγους τους. Ο Οδυσσέας, αν παντρευόταν τη Ναυσικά, θα κατοικούσε στο παλάτι του Αλκίνοου. Εδώ όμως πρόκειται για μια περίπτωση κάπως ειδική που προέρχεται απ’ τις μάλλον εξαιρετικές καταστάσεις που αναφέραμε πιο πάνω. Χρειάζεται να επεκταθούμε και, ξαναπαίρνοντας την ορολογία των εθνολόγων, να μιλήσουμε για ένωση πατροτοπική και μητροτοπική ; Διαπιστώνεται πράγματι πως, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, η γυναίκα κανονικά ερχόταν να κατοικήσει στο σπίτι του συζύγου της ή του πατέρα του, και αυτή η συγκατοίκηση ήταν που θεμελίωνε τη νομιμότητα του γάμου, τόσο όσο κι η ανταλλαγή των έδνων καθώς και η γαμήλια τελετή.

Αυτό μας οδηγεί στην αναφορά του προβλήματος της μονογαμίας: φυσιολογικά για μια φορά ακόμη, είναι η πρακτική που κυριαρχεί στα ποιήματα. Οι ήρωες έχουν μια και μόνη σύζυγο, είτε είναι Έλληνες (Αγαμέμνων, Οδυσσέας, Μενέλαος), είτε Τρώες (Πάρης, Έκτωρ). Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που ξεφεύγουν απ’ τον κανόνα: η περίπτωση του Πρίαμου είναι η πιο εύγλωττη, γιατί αν η Εκάβη είναι πράγματι η σύζυγος περιωπής, οι άλλες «σύζυγοι» του βασιλιά του έδωσαν παιδιά εξίσου νόμιμα και δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλές παλλακίδες. Αλλά το παράδειγμα της Ελένης είναι ίσως ακόμη πιο αξιοσημείωτο, γιατί αποκαλύπτει τον απροσδιόριστο ακόμη χαρακτήρα των γαμήλιων πρακτικών. Η Ελένη εμφανίζεται ως ο ίδιος ο τύπος της μοιχαλίδας που εγκατέλειψε το κατάλυμα του συζύγου της, και ως τέτοια έχει καταδικαστεί από τους άλλους αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό της. Ταυτόχρονα όμως απολαμβάνει στο κατάλυμα του Πρίαμου τη θέση της νόμιμης συζύγου του Πάρη. Η συζήτηση που έχει με τον πεθερό της στη ραψωδία της Ιλιάδας είναι από αυτή την άποψη κατατοπιστική: ο Πρίαμος την μεταχειρίζεται σαν κόρη του κι αυτή δείχνει απέναντι του σεβασμό και φόβο που οφείλει κανείς σ’ έναν πατέρα. Αυτή η διπλή κατάσταση ξαφνιάζει ακόμη περισσότερο, τη στιγμή που η Ελένη παραμένει επίσης η σύζυγος του Μενέλαου και επιθυμεί να επιστρέφει στο σπίτι του συζύγου της.

Αλλά κι εδώ ακόμη πρόκειται για μια οριακή περίπτωση, και φυσιολογικά ο άνδρας έχει μια μόνο σύζυγο, ακόμη κι αν πλαγιάζει με άλλες γυναίκες. Όσο για τη γυναίκα που, όπως η Ελένη ή η Κλυταιμνήστρα, προδίδει τον νόμιμο σύζυγό της, αυτή είναι καταδικασμένη, Η μοιχεία της γυναίκας είναι ασυγχώρητη στο μέτρο που πρέπει να διαφυλαχθεί η νομιμότητα των παιδιών. Αλλά εδώ πρόκειται περισσότερο για έθιμο παρά δικαστική επιταγή, σε διαφορά μ’ αυτό που θα γίνει το ύστερο ελληνικό δίκαιο.

Γιατί η έννοια της νομιμότητας είναι ακόμη πολύ αμβλυμμένη. Κι αν η μοιχεία της γυναίκας καταδικάζεται, η ανδρική απιστία αντίθετα ούτε καν απασχολεί την κοινωνία. Εντελώς φυσιολογικά ο άνδρας έχει παλλακίδες, δούλες ή αιχμάλωτες που ζουν στο σπίτι του και που τα παιδιά τους γίνονται μέλη του οίκου, μερικές φορές ελάχιστα διακρινόμενα απ’ τα νόμιμα παιδιά. Είναι τουλάχιστον η περίπτωση του Μεγαπένθη, το γιο που απέκτησε ο Μενέλαος με μια δούλη παλλακίδα και που τον πάντρεψε με την κόρη ενός ευγενή Σπαρτιάτη. Είναι σχεδόν σίγουρο πως ο Μεγαπένθης θα γίνει ο κληρονόμος του πατέρα του καθώς ο ποιητής προσδιορίζει πως απ’ την Ελένη ο Μενέλαος δεν είχε παρά μια κόρη και πως

… οι θεοί άλλο παιδί δεν δίναν στην Ελένη,

απ’ τον καιρό που απόχτησε πανώρια θυγατέρα,

πούχε τα κάλλη της χρυσής θεάς της Αφροδίτης.

Αυτή η κόρη, η Ερμιόνη, εγκατέλειψε την κατοικία του πατέρα της για να γίνει η σύζυγος του γιου του Αχιλλέα, του Νεοπτόλεμου. Αν η παράτυπη νομιμότητα του Μεγαπένθη μπορούσε να εξηγηθεί απ’ την απουσία αρσενικού κληρονόμου, δεν συμβαίνει το ίδιο με το πρόσωπο που καμώνεται πως είναι ο Οδυσσέας κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη: ο νόθος γιος ενός ευγενή Κρητικού που είχε από τη σύζυγό του πολλά αγόρια.

Ωστόσο… όμοια με τ’ άλλα παιδιά, τα γνήσια, μ’ αγαπούσε,

λέει ο ψευτο-Κρητικός, που διηγείται με ποιο τρόπο μετά το θάνατο του πατέρα του απογυμνώθηκε απ’ τα μισαδέλφια του που δεν του άφησαν παρά ένα σπίτι. Αυτά τα δύο παραδείγματα μαρτυρούν τον ακόμη ελάχιστα καθορισμένο χαρακτήρα του γάμου ως κοινωνικού θεσμού. Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να οδηγήσει στην ιδέα ενός κόσμου όπου η γυναίκα δεν ήταν παρά αντικείμενο ανταλλαγής ή ένδειξη γοήτρου. Ο πλούτος των ποιημάτων μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τη θέση που διατηρούσε αυτό που ελλείψει καλύτερου όρου ονομάζουμε στοργή στις συζυγικές σχέσεις. Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα παραθέματα όπου οι ήρωες βεβαιώνουν τον πόθο τους να ξαναδούν το σπιτικό και τη σύζυγό τους. Ο Οδυσσέας στη ραψωδία Β της Ιλιάδας διακηρύσσει:

Τι κι ένα μήνα από το ταίρι σου μακριά να λείψεις μόνο, βαρυγκομίζεις στο πολύκουπο καράβι σου, που το ’χουν φουρτούνες κλείσει χειμωνιάτικες και θάλασσα αγριεμένη,

όπου απαντούν οι θρήνοι του Αχιλλέα στη ραψωδία I:

Οι Ατρείδες μόνο στις γυναίκες τους απ’ όλους τους ανθρώπους έχουν αγάπη; Ποιος καλόγνωμος και μυαλωμένος άντρας δε νιώθει αγάπη και δε γνοιάζεται το ταίρι του; Και τούτη όμοια κι εγώ περίσσια αγάπησα, κι ας ήταν σκλαβοπούλα.

Αλλά το ζευγάρι – πρότυπο της Ιλιάδας, είναι αναμφισβήτητα το ζευγάρι Έκτωρ-Ανδρομάχη, κι αν ο ποιητής νιώθει ευχαρίστηση να υπογραμμίζει απέναντι στην επιβλητική ψυχή και στο κουράγιο του Έκτορα την αδυναμία της Ανδρομάχης, η αγάπη που αισθάνεται ο ήρωας για τη σύζυγό του γίνεται ωστόσο ολοφάνερη καθώς θυμίζει την μοίρα που θα της λάχει αν η Τροία πέσει στα χέρια των εχθρών:

Μα τόσο για των Τρώων δεν νοιάζομαι τα πάθη οπού ’ ναι να ’ ρθουν, κι ουδέ για την Εκάβη νοιάζομαι και για τον Πρίαμο τόσο και για τ’ αδέρφια μου, που κάποτε περίσσια κι αντρειωμένα θα κυλιστούν στη σκόνη, πέφτοντας απ’ των οχτρών τα χέρια – όσο για σένα, όταν χαλκάρματος κάποιος Αργίτης πάρει τη λευτεριά σου και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη.

Στο ζευγάρι Έκτορα-Ανδρομάχης αντιστοιχεί το ζευγάρι Πρίαμος-Εκάβη. Οι απιστίες του Πρίαμου, το γεγονός πως έχει στο παλάτι του τις παλλακίδες του και τα παιδιά τους δεν τον εμποδίζει, τη στιγμή που πρέπει να πάρει την απόφαση να πάει να εξαγοράσει το πτώμα του Έκτορα απ’ τον Αχιλλέα να ζητήσει τη συμβουλή της ηλικιωμένης συζύγου του, μια συμβουλή που άλλωστε δεν ακολουθεί!

Αλλά προφανώς στην Οδύσσεια, γύρω από τη μορφή της Πηνελόπης, η πραγματικότητα του συζυγικού έρωτα βεβαιώνεται με τον πιο ισχυρό τρόπο. Όχι πως ο Οδυσσέας αποτελεί έναν σύζυγο – πρότυπο: γεύτηκε βέβαια τις χάρες της Καλυψώς, μέχρι που, όπως το λέει τόσο κομψά ο ποιητής, «οι πόθοι του δεν ανταποκρίνονται πλέον στους δικούς της». Αλλά στο εξής θέλει να γυρίσει σπίτι του και να ξαναδεί τη σύζυγο για την οποία η νύμφη τον κατηγορεί πως

… αναστενάζει χωρίς σταματημό ατέλειωτες μέρες.

Και την ώρα που εγκαταλείπει το νησί των Φαιάκων, εκφράζει σαν σύζυγος – πρότυπο την ελπίδα να βρει στο γυρισμό

… την πιστή γυναίκα μου στο σπίτι

κι άβλαφτους όσους ποθεί η καρδιά μου.

Εντούτοις εύχεται στους φίλους του να μπορέσουν «…να δώσουν χαρά στις γυναίκες και στα παιδιά τους». Αλλά προφανώς στη σκηνή της αναγνώρισης των συζύγων εκφράζεται με την μεγαλύτερη ισχύ η πραγματικότητα των αισθημάτων που ενώνουν τον Οδυσσέα με την Πηνελόπη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εδώ ο ποιητής θέλησε να παρουσιάσει τη δύναμη ενός αισθήματος το οποίο δικαιολογούσε όλη η ιστορία της Πηνελόπης με τα χίλια τεχνάσματά της για να ξεφύγει απ’ τους μνηστήρες.

Οι γυναίκες των ηρώων στα ποιήματα δεν ήταν λοιπόν μόνο η χειροπιαστή ένδειξη μιας συμμαχίας ανάμεσα σε δυο οικογένειες. Μπορούσαν επίσης να αποτελούν αντικείμενο πόθου: να σκεφτούμε μόνο τη σκηνή της «απάτης» από την Ήρα η οποία αν και θεά μεταχειρίζεται εξίσου όλες τις χάρες της για να αποπλανήσει τον Δία να θυμηθούμε επίσης το ξανασμίξιμο του Οδυσσέα και της Πηνελόπης στο τέλος της Οδύσσειας, και την παρέμβαση της Αθηνάς που επιμηκύνει την ερωτική νύκτα των δύο συζύγων. Οι γυναίκες απολάμβαναν τη στοργή των συζύγων τους και σ’ έναν ορισμένο βαθμό, όταν αυτοί κρατούσαν τη βασιλική εξουσία, συμμετείχαν σ’ αυτή τη βασιλεία.

Προσεγγίζουμε εδώ ένα δύσκολο πρόβλημα. Δύσκολο πρώτα γιατί η «ομηρική» βασιλεία δεν αφήνεται να γίνει εύκολα δια- κριτή, κι επειδή ξανασυναντούμε το ερώτημα της ιστορικής διάστασης των ποιημάτων. Οι «βασιλιάδες» της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι οι απόγονοι των κυρίαρχων Μυκηναίων που τη δύναμή τους αποκάλυψαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές κι η ανάγνωση των πινακίδων που βρέθηκαν στα ερείπια των παλατιών, ή οι «βασιλίσκοι», η εξουσία των οποίων μόλις ξεπερνάει τα όρια του οίκου τους και που οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τις συμβουλές των ομοίων τους, στις σκοτεινές αρχές της πόλης; Το βιβλίο του Μ.Ι. Finley, κλασικό σήμερα, έφερε σ ’ αυτή την τελευταία άποψη επιχειρήματα πειστικά και ιστορικά θεμελιωμένα, που έγιναν αποδεκτά από πολλούς επιστήμονες, παρόλο που ορισμένοι παραμένουν ακόμη διατακτικοί. Αλλά αν οι βασιλιάδες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, παρόλο τον πλούτο τους που βεβαιώνει ο ποιητής, είναι πρώτα πολεμιστές, κύριοι ενός μεγάλου οίκου, διατηρούν εξίσου μια φυσική εξουσία, ουσιαστικά θρησκευτική, η οποία συμβολίζεται από το σκήπτρο, απέναντι στο πλήθος των μαχητών, αλλά επίσης κι απέναντι σ’ ορισμένους ήρωες. Σ’ αυτή την εξουσία, λοιπόν, θεωρείται βέβαιο πως συμμετέχει σ ’ έναν ορισμένο βαθμό η νόμιμη σύζυγός τους. Θα συγκρατήσουμε τέσσερα παραδείγματα: της Εκάβης στην Ιλιάδα, της Ελένης, της Αρήτης και φυσικά της Πηνελόπης στην Οδύσσεια.

Ας πάρουμε πρώτα την περίπτωση της Εκάβης: στη ραψωδία Ζ, τη στιγμή που οι Αχαιοί πέρασαν στην επίθεση κι απειλούν να διασπάσουν τις γραμμές των Τρώων, ο Έλενος, ένας απ’ τους γιους του Πριάμου, που είναι επίσης μάντης, προσκαλεί τον αδελφό του Έκτορα να μεσολαβήσει στη μητέρα τους:

Έκτορα, ωστόσο εσύ στο κάστρο μας για ανέβα, στω δυονώ μας να πεις στη μάνα, τις αρχόντισσες μες στο ναό να μάσει της Αθηνάς της γαλανό μα της, πα στην κορφή του κάστρου, και της θεάς τον οίκο ανοίγοντας με τα κλειδιά τον άγιο, το ανυφαντό, που πιο της φαίνεται πανώριο και μεγάλο απ’ όλα όσα φυλάει στο σπίτι μας, το πιο της αρεσκιάς της, να το πιθώσει στης ωριόμαλλης της Αθηνάς τα γόνα, και να της τάξει ακόμα, δώδεκα δαμάλες στο ναό της μονοχρονιάρες, αβουκέντρωτες, να σφάξει, αν ίσως θέλει τώρα την Τροία και τις γυναίκες μας και τα μωρά παιδιά μας να σπλαχνιστεί.

Επομένως, η Εκάβη, ως σύζυγος του βασιλιά, έχει εξουσία να συγκαλεί τις γυναίκες της Τροίας, κι είναι αυτή που θα προσφέρει στη θεά μια θυσία για την προστασία της πόλης, των γυναικών και των παιδιών. Σωστά λοιπόν πρόκειται όχι μόνο για τη γυναίκα του βασιλιά, αλλά για τη βασίλισσα. Προφανώς είναι βασίλισσα επίσης η Ελένη στην Οδύσσεια, στη ραψωδία δ, όταν υποδέχεται τον Τηλέμαχο που έρχεται στο σπίτι του Μενέλαου να πάρει πληροφορίες για την τύχη του πατέρα του. Η Ελένη επέστρεψε για να ζήσει κοντά στον σύζυγό της και ξαναβρήκε όλα τα δικαιώματά της. Η είσοδός της στη σάλα του συμποσίου όπου ο Μενέλαος περιποιείται τους φιλοξενουμένους του είναι πράγματι η είσοδος μιας βασίλισσας, τόσο απ’ τη μεγαλοπρέπεια της συμπεριφοράς της όσο κι από τον πλούτο των αντικειμένων που την περιβάλλουν, αντικείμενα -το γεγονός οφείλει να σημειωθεί- που της δόθηκαν απ’ τη γυναίκα του πρίγκιπα των Θηβών της Αίγυπτου, στα πλαίσια μιας ανταλλαγής δώρων που εγγράφεται στο διπλό παράλληλο Μενέλαος / Πόλυβος, Ελένη / Αλκάνδρη. Γεγονός ακόμη πιο αξιοσημείωτο, η Ελένη δεν διστάζει να πάρει τον λόγο, κι είναι αυτή που αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο ως το γιο του Οδυσσέα. Βέβαια, τα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν είναι αυτά μιας γυναίκας, η ρόκα, το πανέρι για το μαλλί, όμως αυτή η γυναίκα είναι αποδεκτό να βρίσκεται ανάμεσα στους άνδρες, να συνομιλεί μαζί τους, όπως αρμόζει σε μια βασίλισσα.

Βασίλισσα ακόμη είναι κι η Αρήτη, η σύζυγος του Αλκίνοου. Σημειώθηκε συχνά η συμβουλή της Ναυσικάς στον Οδυσσέα να απευθυνθεί πρώτα στη μητέρα της, σαν να εξαρτιόταν απ’ αυτήν η φιλοξενία που θα του δινόταν. Η Αρήτη, όπως η Ελένη, κάθεται στη μεγάλη σάλα του παλατιού, όπου συνεδριάζουν οι αρχηγοί των Φαιάκων, δίπλα στο θρόνο του συζύγου της. Συμμετέχει στο συμπόσιο των ανδρών, όπως κι η Ελένη στη Σπάρτη.

Αλλά από αυτές τις βασίλισσες, η πιο πολύπλοκη είναι βεβαίως η Πηνελόπη. Η αμφιλογία στην περίπτωσή της είναι προφανώς συνδεδεμένη με το γεγονός ότι στην Ιθάκη αγνοούν την τύχη του Οδυσσέα και η θέση του Τηλέμαχου δεν είναι ακόμη προσδιορισμένη. Αν ο θάνατος του Οδυσσέα ήταν βεβαιωμένος, αν το πτώμα του είχε μεταφερθεί στο νησί του για να δεχτεί μια αξιοπρεπή ταφή, η κατάσταση θα ήταν πιο ξεκάθαρη. Η Πηνελόπη θα επέστρεφε στο κατάλυμα του πατέρα της ο οποίος θα της εύρισκε έναν καινούριο σύζυγο, εκτός κι αν ο Τηλέμαχος φτάνοντας στην ενηλικίωση αναλάμβανε ο ίδιος να προμηθεύσει στη μητέρα του ένα καινούριο σπιτικό. Αλλά αυτή η αμφιλογία δεν εξηγεί από μόνη της τη συμπεριφορά των μνηστήρων. Αν προσπαθούν να αποκτήσουν την Πηνελόπη και την προτρέπουν να επιλέξει ανάμεσα τους έναν σύζυγο, ο λόγος είναι πως αυτός, με το να πλαγιάζει με τη βασίλισσα, θα γινόταν ο κύριος της Ιθάκης, με τον ίδιο τρόπο που ο Αίγισθος μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα κυριάρχησε στις Μυκήνες με το να γίνει ο σύζυγος της Κλυταιμνήστρας. Η βασίλισσα —κι ο ποιητής χρησιμοποιεί χωρίς δισταγμό αυτόν τον όρο— συγκεντρώνει λοιπόν στο πρόσωπό της ένα μέρος αυτής της εξουσίας που ξεχωρίζει το βασιλιά απ’ τους άλλους ευγενείς, κι έχει επίσης τη δυνατότητα να την μεταβιβάσει. Αυτή η εξουσία, όπως διαπιστώσαμε, είναι στην ουσία θρησκευτικής φύσης. Αλλά στην Οδύσσεια κυρίως, είναι επίσης αποτέλεσμα καλής διαχείρισης. Η διαχείριση της γυναίκας λοιπόν συνίσταται στη φροντίδα των αγαθών που περικλείει ο οίκος. Όπως λέει ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη μετά το ξανασμίξιμό τους, καθορίζοντας τους αμοιβαίους ρόλους των δύο συζύγων:

τώρα που εσμίξαμε ξανά στην ποθητή μας κλίνη, θέλω το σπιτικό μου βιός εσύ να διαφεντεύεις· μα για τα γιδοπρόβατα, που οι δολεροί μνηστήρες μου καταλύσαν κι’ έσφαξαν είναι δική μου η έγνοια.

Πλήθια απ’ τα ξένα, μόνος μου, θα κάμω για δικά μου, κι οι Αχαιοί για χάρισμα άλλα θα κουβαλήσουν, ως να γιομίσουνε ξανά οι μάντρες μου άκρη σ’ άκρη.

Η οικοδέσποινα, αυτή είναι πράγματι η τρίτη κατηγορία κάτω από την οποία εμφανίζονται οι σύζυγοι των ηρώων στα ποιήματα. Μόλις είδαμε πως ο Οδυσσέας, έτοιμος για νέες περιπέτειες για την ανάκτηση της διασκορπισμένης απ’ τους μνηστήρες περιουσίας του, εμπιστευόταν την φύλαξη του σπιτιού του στην Πηνελόπη. Τα ποιήματα παρουσιάζουν συχνά γυναίκες στην εκπλήρωση των οικιακών τους καθηκόντων.

Την Ελένη στην Τροία, που υφαίνει σκουτί στον αργαλειό της διπλόφαρδο, άλικο, και ξόμπλιαζε παλικαριές, οι Αργίτες που ’χανε κάνει οι χαλκοθώρακοι κι οι Τρώες οι αλογατάδες,

Την Ανδρομάχη, στην οποία ο σύζυγός της συμβουλεύει:

Μόν τώρα εσύ στο σπίτι πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα, τον αργαλειό, την αλακάτη σου, και πρόσταζε τις βάγιες να πιάνουνε δουλειά.

Να γνέθει μαλλί, να υφαίνει, να διευθύνει την εργασία των υπηρετριών, τέτοια εμφανίζεται η ουσία της οικιακής δραστηριότητας της γυναίκας. Είναι αυτή επίσης που υποδέχεται τους ξένους επισκέπτες και ασχολείται με την άνετη διαμονή τους. Έτσι η Ελένη όταν φτάνει ο Τηλέμαχος στη Σπάρτη επρόσταξε να στρώσουνε κρεβάτια στον ξενώνα, προσκέφαλα ώρια κόκκινα να ρίξουν και φλοκάτες να καλοστρώσουν και κρουστές ν’ απλώσουν μαντανιες, να σκεπαστούν.

Η έκφραση ξαναβρίσκεται σχεδόν ίδια όταν η Αρήτη υποδέχεται τον Οδυσσέα στη Σχερία. Αλλά το επεισόδιο στο νησί των Φαιάκων προσθέτει μια νέα πλευρά στην περιγραφή των οικιακών δραστηριοτήτων της οικοδέσποινας: στην παρούσα περίσταση είναι η κόρη του βασιλιά αυτή που εξασφαλίζει, με τη βοήθεια των υπηρετριών της, το πλύσιμο των ρούχων όλου του σπιτιού. Τέλος, ένα από τα καθήκοντα της οικοδέσποινας είναι επίσης η παροχή λουτρού στον ή στους φιλοξενουμένους της: έτσι η Πολυκάστη, η κόρη του Νέστορα, ετοιμάζει το λουτρό για τον Τηλέμαχο:

Κι ως του Οδυσσέα εκείνη τον άξιο γιο απόλουσε, με μυρωμένο λάδι τον άλειψε, και του ’βαλε πανέμορφη χλαμύδα κι ώριο χιτώνα.

Ακόμη, όταν ο Οδυσσέας φεύγει απ’ το νησί των Φαιάκων η Αρήτη του ετοιμάζει το λουτρό. Κι η σκηνή ανανεώνεται κάθε φορά που ένας φιλοξενούμενος από μακριά φτάνει στην κατοικία ενός ήρωα.

Αλλά η κατ’ εξοχήν οικοδέσποινα είναι η Πηνελόπη, η οποία σ’ όλη τη διάρκεια του ποιήματος προσφέρει την τέλεια εικόνα. Φύλακας της εστίας και του σπιτιού του Οδυσσέα, αρνείται να παραχωρήσει στους μνηστήρες ό,τι της εμπιστεύθηκε ο σύζυγός της. Όπως η Ελένη κι η Αρήτη, περνάει τις μέρες της γνέθοντας κι ετοιμάζοντας πολύτιμα υφάσματα. Και ξέρουμε πως, συμμετέχοντας στην μήτιν, στον δόλο του συζύγου της, κάνει χρήση αυτής της ιδιαίτερα γυναικείας δραστηριότητας για να περιπαίξει τους μνηστήρες, με το να καταστρέφει τη νύχτα το έργο που δημιουργήσει τη μέρα. Αυτή επίσης επιφορτίζεται με την υποδοχή των επιφανών φιλοξενούμενων, την προετοιμασία του λουτρού και του καταλύματός τους για τη νύχτα. Αλλά κυρίως, είναι αυτή που φυλάει το ταμείο όπου συσσωρεύονται τα αγαθά του οίκου. Έτσι, όταν, αποκαμωμένη να μάχεται συνεχώς, αποφασίζει να προτείνει στους μνηστήρες έναν αγώνα, ο νικητής του οποίου θα γίνει ο σύζυγός της

Ανέβηκε την υψηλή του αρχοντικού του σκάλα και πήρε ώριο, χαλκό κλειδί κι ομορφογυρισμένο, που ‘χε λαβή από φίλντισι, και κίνησε να πάει, αντάμα με τις δούλες της, στο θάλαμο, που μέσα βαθιά στο σπίτι βρισκόταν κι’ εκεί ήτανε του ρήγα απιθωμένοι οι θησαυροί, χαλκώματα, χρυσάφι, σίδερο, που τ’ αργάστηκαν με κάματο περίσσιο.

Εκεί και τόξο ευλύγιστο κειτόταν, και φαρέτρα,

—που σκέπαζε και φύλαγε απείραχτα τα βέλη— με πλήθιες πολυώδυνες σαγίττες φορτωμένη,

Κι ως έφτασε στο θάλαμο η αρχοντογυναίκα και πάτησε το δρύινο κατώφλι, που τεχνίτης πιδέξια το πελέκησε, το στράφνισε με τέχνη και παραστάσεις ταίριασε πάνω και φεγγοβόλες, πόρτες, ξελύνει το λουρί γοργά απ’ το κρικέλλι, αρμόζει μέσα στο κλειδί και σπρώχνει ευθύς τους σύρτες πίσω να παν στη θέση τους· σημάδεψε ίσια αντίκρυ.

Πώς σε λιβάδι βόσκοντας μουγγρίζει ο ταύρος, έτσι τρίζαν βαρειά κι ανάτριχα, οι ώριες πόρτες γύρω, σαν άνοιξαν με το κλειδί, κι ολόγοργα μεριάσαν πα’ στο ψηλό τότε κι* αυτή σανίδωμα ανέβη, που βάσταγεν απάνω του κασέλες φορτωμένες, μ’ όλο σκουτιά ευωδιαστά, κΓ απλώνοντας, εκείθε, το χέρι της ξεκρέμασε ψηλά απ’ το ξυλοκάρφι το τόξο, με τη θήκη του π* άστραφτε, κι* απ’ ολούθε το σκέπαζε.

Φύλακας του σπιτιού, η Πηνελόπη είναι επίσης η κυρία των υπηρετριών και των υπηρετών. Η σχέση με τις υπηρέτριες, φυσικές ακόλουθες της οικοδέσποινας, είναι προφανής. Αλλά αφού ο Οδυσσέας απουσιάζει, η Πηνελόπη όφειλε όπως φαίνεται να ασχολείται επίσης με την καλή διαχείριση του οίκου. Είναι τουλάχιστον αυτό που προκύπτει από έναν συλλογισμό του Εύμαιου, του χοιροβοσκού που παραπονιέται στον Οδυσσέα, τον οποίο δεν αναγνώρισε ακόμη, για την Πηνελόπη που μέσα σ’ όλη τη θλίψη της αδιαφορεί για τους υπηρέτες της:

Μα οι δούλοι με λαχτάρα

πάντα προσμένουν τη στιγμή, να πάνε στην κυρά τους

και να σταθούν αγνάντια της, μαζί της να μιλήσουν,

να ακούσουν και να μάθουνε, το κάθε τι να πούνε,

να φαν, να πιούν, κι ως θα γυρνούν, στ’ αμπέλι ή στο χωράφι

κάτι κι’ αυτοί να πάρουνε απ’ τα καλούδια εκείνα,

που ευφραίνουν πάντα την καρδιά του δύστυχου του δούλου.

Αν τα ποιήματα μας προσφέρουν μ’ αυτόν τον τρόπο μια εικόνα πλούσια και σύνθετη για τις συζύγους των ηρώων, αυτές τις εξαιρετικές γυναίκες, όπως είναι για διάφορους λόγους η Ανδρομάχη κι η Κλυταιμνήστρα, η Πηνελόπη κι η Αρήτη, κι ακόμη η Ελένη που προσθέτει στην ομορφιά της τη γνώση μαγικών πρακτικών, απεναντίας για το πλήθος των υπηρετριών δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Εμφανίζονται πάρα πολύ συχνά ανώνυμες στη σκιά της οικοδέσποινας, προετοιμάζοντας το μαλλί ή φέρνοντας τη ρόκα, μεταφέροντας το νερό για το λούσιμο των φιλοξενουμένων, για τους οποίους φρόντιζαν όπως στη σκηνή που περιγράφεται στην αρχή της ραψωδίας δ της Οδύσσειας, όταν ο Τηλέμαχος φτάνει με τους συντρόφους του στη Σπάρτη:

σε σκαλιστά κι ώρια λουτρά μπήκαν για να λουστούνε.

Κι οι δούλες, σαν τους έλουσαν και τους αλείψαν μύρα, τους ντύσαν με δασύμαλλες φλοκάτες και χιτώνες και τους καθίσαν σε θρονιά, σιμά στο γιο του Ατρέα.

Μια ψυχοκόρη του σπιτιού σ’ ώριο χρυσό λαγήνι νερό τους έφερε, κι ευθύς μέσ’ σ’ αργυρή λεκάνη τους έριχνε, για να νιφτούν στερνά, σιμά τραπέζι γυαλιστερό τους έστρωσε. Ψωμί τότε μπροστά’ τους κι η σεβαστή η κελάρισσα τους έβαλε και πλήθια, πασίχαρη, έφερε φαγιά απ’ όσα είχαν στο σπίτι.

Πράγματι τοποθετημένη πάνω από τις υπηρέτριες, η «σεβαστή οικονόμος» εμφανίζεται ως ένα ουσιαστικό πρόσωπο. Την ξαναβρίσκουμε στο παλάτι του Αλκίνοου, την ξαναβρίσκουμε ακόμη στης Κίρκης και φυσικά στην Ιθάκη, στο σπίτι του Οδυσσέα. Αλλά, καθώς οι άλλες υπηρέτριες εμφανίζονται να επιδίδονται κυρίως, εκτός από το έργο της ύφανσης, σε καθαρά οικιακές δραστηριότητες, να στρώνουν τα κρεβάτια, να προετοιμάζουν το λουτρό των φιλοξενουμένων και να φροντίζουν για την καθαριότητά τους, η οικονόμος, φύλακας των αποθεμάτων τροφίμων, φαίνεται περισσότερο να έχει στις λειτουργίες της την προετοιμασία και το σερβίρισμα του φαγητού.

Μια άλλη απ’ τις υπηρέτριες έχει ένα σημαντικό ρόλο: η τροφός. Κι αυτή η σπουδαιότητα επιβεβαιώνεται στη θέση που έχει η Ευρύκλεια στην Οδύσσεια, Πρέπει να σημειώσουμε πρώτα πως δεν βρίσκεται στην ανωνυμία: χαρακτηρίζεται ακόμη με τα ονόματα του πατέρα και του παππού της. Και τέλος, από το γεγονός πως συμμετέχει με άμεσο τρόπο στη δράση. Οι λειτουργίες της είναι αυτές μιας οικονόμου, με προορισμό την φύλαξη του θησαυρού. Υπήρξε όμως η τροφός του Τηλέμαχου, και πριν απ’ αυτόν, του Οδυσσέα, αγορασμένη απ’ τον Λαέρτη «στην τιμή των είκοσι βοδιών». 0 ποιητής διευκρινίζει πως ο πατέρας του Οδυσσέα την τιμούσε «εξίσου με την ευγενική του σύζυγο» αν και ποτέ δεν πλάγιασε μαζί της. Είναι αυτή που πρώτη αναγνωρίζει τον Οδυσσέα, και κρατά μαζί του το μυστικό αυτής της αναγνώρισης. Μετά τη σφαγή των μνηστήρων, αυτή υποδεικνύει στον Οδυσσέα ποιες απ’ τις υπηρέτριες πρόδωσαν τον αφέντη τους. Κι αυτό της παρέχει μια ευκαιρία να υπενθυμίσει το ρόλο της στο σπίτι: να μάθει στις υπηρέτριες τη δουλειά, να ξαίνουν το μαλλί, να εκπληρώνουν με υπομονή τις υποχρεώσεις της δουλείας· ρόλος που απαιτούσε από τη μεριά των υπηρετριών ένα σεβασμό για την οικονόμο ανάλογο μ’ αυτόν που όφειλαν στην οικοδέσποινα.

Μια άλλη τροφός εμφανίζεται στο ποίημα, η Ευρυνόμη, η τροφός της Πηνελόπης, που φαίνεται να εκπληρώνει κι αυτή επίσης τις λειτουργίες της οικονόμου, αλλά και της έμπιστης της Πηνελόπης. Υπήρχε μια κατανομή ανάμεσα στις δικαιοδοσίες της Ευρύκλειας και σ’ αυτές της Ευρυνόμης; Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς πάνω σ’ αυτό το σημείο. Αλλά και οι δύο εμφανίζονται σ’ ένα καθαρά ψηλότερο επίπεδο από τις πενήντα υπηρέτριες του σπιτιού του Οδυσσέα.

Αυτές οι υπηρέτριες ωστόσο δεν είναι όλες ανώνυμες. Η μια απ’ αυτές, η Μελανθώ, επεμβαίνει επίσης στην υπόθεση, πρόσωπο τυφλά αφοσιωμένο στους μνηστήρες, και θα υπομείνει μαζί με ένδεκα συντρόφισσές της την ολέθρια τύχη τους. Αυτό το τελευταίο επεισόδιο είναι δηλωτικό του ρόλου που μπορούσαν να έχουν οι υπηρέτριες στο σπίτι: προσηλωμένες στις οικιακές εργασίες, καλούνται επίσης να μοιραστούν το κρεβάτι του κυρίου ή των φιλοξενουμένων του. Από ’ δω προκύπτει η τιμωρία που επιβάλλει ο Οδυσσέας σ’ αυτές που είχαν συνάψει σχέσεις με τους μνηστήρες.

Μένει να θυμίσουμε ένα τελευταίο πρόβλημα που είναι η νομική θέση αυτών των υπηρετριών. Πολλές απ’ αυτές ήταν αναμφίβολα αιχμάλωτες που πιάστηκαν στη μάχη ή που πουλήθηκαν ως λεία κάποιας επιδρομής. Αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε πως οι γυναίκες εμφανίζονταν ανάμεσα στα δώρα που αντάλλασσαν οι ισχυροί: έτσι ο Αγαμέμνων προσφέρει στον Αχιλλέα «επτά γυναίκες επιδέξιες σε έργα άψογα» τις οποίες είχε αιχμαλωτίσει στη Λέσβο. Άλλωστε, τουλάχιστον στην Οδύσσεια, δίπλα στις γυναίκες που αποτελούν τμήμα λείας ή δώρων που έχουν ανταλλαγεί, υπάρχουν επίσης οι αγορασμένες γυναίκες και πρώτα η ίδια η Ευρύκλεια, αγορασμένη απ’ τον Λαέρτη στην τιμή είκοσι βοδιών. Μήπως η Ευρύκλεια είχε προηγουμένως αιχμαλωτισθεί από πειρατές που ασχολούνταν μ’ αυτό το εμπόριο; Δεν ξέρουμε τίποτε’ αλλά ότι ένα τέτοιο εμπόριο υπήρξε, αποκαλύπτεται απ’ την περίφημη διήγηση του χοιροβοσκού Εύμαιου, ο οποίος αναφέρει πως παραδόθηκε σε Φοίνικες ναυτικούς από μια υπηρέτρια του πατέρα του, μια Φοίνισσα απ’ την Σιδώνα, που είχαν αρπάξει οι Τάφιοι και που την πούλησαν σε καλή τιμή στον πατέρα του Εύμαιου. Χωρίς να μπορούμε ακόμη να μιλούμε για εμπόριο δούλων, υπήρχαν επομένως ήδη άλλοι τρόποι προμήθειας γυναικών πέρα απ’ τον πόλεμο και τις αρπαχτικές επιδρομές, και δεν μας ξαφνιάζει που βρίσκουμε Φοίνικες και νησιώτες ανάμεσα στους τεχνίτες αυτού του εμπορίου.

Τα ομηρικά ποιήματα λοιπόν μας προσφέρουν μια αρκετά συγκεκριμένη εικόνα της κατάστασης της Ελληνίδας στην αυγή της πρώτης χιλιετίας. Ως οικοδέσποινα, σύζυγος και «βασίλισσα», κυβερνούσε τις υπηρέτριες και μοιραζόταν με τον σύζυγό της τη φροντίδα να επαγρυπνεί για την ασφάλεια των αγαθών τους. Αλλά αυτές οι λειτουργίες ήταν αυστηρά καθορισμένες κι αν είχε τη δυνατότητα να συμμετέχει στα συμπόσια, πιο συχνά καθόταν στο δωμάτιό της περιτριγυρισμένη απ’ τις υπηρέτριες της γνέθοντας και υφαίνοντας. Κι αν αυτές οι «βασίλισσες», παρ’ όλες τις τιμές που απολάμβαναν, τολμούσαν να κάνουν να ακουστεί η φωνή τους ή να θρηνήσουν τη μοίρα τους, θα είχαν πολύ γρήγορα σταλεί στις κανονικές τους δραστηριότητες. Σαν τον Έκτορα που απευθύνεται στην Ανδρομάχη και την συμβουλεύει να επιστρέψει στο σπίτι της- σαν τον Τηλέμαχο που βεβαιώνοντας την τελείως πρόσφατη είσοδό του στην ανδρική ηλικία λέει στη μητέρα του:

Μα γύρνα απάνω σπίτι σου, και γνοιάσου τις δουλειές σου, τον αργαλειό, τη ρόκα σου και πες στις παρακόρες να τρέξουν στη δουλειά κι αυτές. Τα λόγια, είν’ αντρίκια δουλειά, μαθές, και ξέχωρα, δική μου εδώ. Γιατί είμαι αφέντης μέσ’ στο σπίτι μου.

Κι αν ο ποιητής σημειώνει πως απ’ αυτά τα λόγια η Πηνελόπη έχει εκπλαγεί, ο λόγος είναι ότι προέρχονταν απ’ το γιο της, τον οποίο θεωρούσε ακόμη παιδί. Απ’ τον Οδυσσέα, θα τα είχε αποδεχτεί.

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Διατήρηση ενός Σώματος: Αρχαίες Αιγυπτιακές Τελετές Μουμιοποίησης και η Διαχρονική Κληρονομιά τους

Διατήρηση ενός Σώματος: Αρχαίες Αιγυπτιακές Τελετές Μουμιοποίησης και η Διαχρονική Κληρονομιά τους

Διατήρηση ενός Σώματος: Αρχαίες Αιγυπτιακές Τελετές Μουμιοποίησης και η Διαχρονική Κληρονομιά τους Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι για να εισέλθει κάποιος στη μετά θάνατον ζωή, το σώμα του νεκρού έπρεπε να διατηρηθεί μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως μουμιοποίηση....

Τα τέκνα του Ανέμου, η κληρονομιά των χαρισμάτων χωρίς σεβασμό και ταπεινοφροσύνη. Της Γεωργίας Αγγελή

Τα τέκνα του Ανέμου, η κληρονομιά των χαρισμάτων χωρίς σεβασμό και ταπεινοφροσύνη. Της Γεωργίας Αγγελή

Τα τέκνα του Ανέμου, η κληρονομιά των χαρισμάτων χωρίς σεβασμό και ταπεινοφροσύνη. Όλοι έχουμε ταλέντα καθώς και την ικανότητα να τα χρησιμοποιήσουμε για καλό ή για κακό. Ίσως τα ταλέντα μας να είναι προϊόν ενός ενθαρρυντικού περιβάλλοντος ή ίσως μέρος της κληρονομιάς μας από γενιά σε γενιά, όπως ακριβώς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μας. Κατά τη γνώμη μου ισχύουν και τα δυο. Όπως και να έχει η ιστορία μάς έχει διδάξει πως η ευφυία χωρίς σεβασμό για την σημασία και την αξία των άλλων αποδεικνύεται χάρισμα που καταστρέφει τον κάτοχό του.

Η ερώτηση του 1.000.000 ευρώ! Με την Νάνσυ Φωτοπούλου

Η ερώτηση του 1.000.000 ευρώ! Με την Νάνσυ Φωτοπούλου

Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η ερώτηση που αξίζει μια περιουσία; Η Νάνσυ Φωτοπούλου συγγραφέας του βιβλίου «Κόκκινες γραμμές» μου έδωσε μια συνέντευξη για την εκπομπή μου «Άνθρωποι και ιστορίες». Σ ένα μέρος της συνέντευξης μου απάντησε σ αυτή την ερώτηση. Ακούστε την:

Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΤΡΙΑΔΑ του Δημήτρη   Θανασούλα

Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΤΡΙΑΔΑ του Δημήτρη Θανασούλα

Η ζωή είναι συνυφασμένη με την ομορφιά και τη χαρά όσο και με την οδύνη, την ενοχή και τον θάνατο. Είναι οι δύο όψεις της ίδιας σελίδας που ονομάζεται γήινη ή υλική διάσταση ή ενσάρκωση. Όσο η ζωή μάς χαμογελά, νομίζουμε ότι η ροή ενέργειας είναι απρόσκοπτη και λέμε...

Η εφαρμογή της ψυχαναλυτικής ερμηνείας της Σταχτοπούτας

Η εφαρμογή της ψυχαναλυτικής ερμηνείας της Σταχτοπούτας

Από ψυχολογική άποψη, κεντρικό θέμα της «Σταχτοπούτας» είναι τα άγχη και οι ελπίδες που σχηματίζουν το βασικό περιεχόμενο της αδελφικής αντιπαλότητας ( rivalite frat.exn.elle). Δεν είναι τυχαίο ότι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι σχέσεις μεταξύ ομόφυλων αδελφών...

Comments

0 Comments

Submit a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *