Η σύγκρια
Δεν είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε που παντρεύτηκε ο Θωμάς και είχε αρχίσει ήδη να δέχεται πιέσεις. Το σόι του ήταν από τα μεγαλύτερα στην ευρύτερη περιοχή του Κότρωνα κι εκείνη την εποχή -κάπου στα 1870- στα κεφαλοχώρια της Μάνης τα σόγια όριζαν το μέλλον και οι γδικιωμοί* τους ζωντανούς. Και στη γέννα από σερνικά παιδιά, γινόταν η πραγματική χαρά. Στον γάμο του έγινε μεγάλο γλέντι αλλά τι τα θες, τι τα γυρεύεις.
Η τετράπατη πυργοκατοικία του που ‘μοιαζε κάστρο με την εκκλησιά δίπλα και κολλημένα τα άλλα πυργόσπιτα από τους συγγενείς, φάνταζε να τον απειλεί πάνω από το κεφάλι του και να του εξουσιάζει τη σκέψη, σαν χρέος. Μαζί και το έρμο το Δεσποινιώ του, μια κούκλα να την πιεις στο ποτήρι, που όμως πέρα από το ματωμένο σεντόνι δεν είχε σαν νύφη κάτι άλλο της προκοπής να επιδείξει στην κλειστή κοινωνία των Δημητρουλιάνων. Ούτε μία κόρη έστω για ξεκίνημα. Στέρφα έδειχνε η Δέσποινα, δυο χρόνια και βάλε το πάλευε με τον Θωμά και τίποτα. Την πήγε και στο Γύθειο στον γιατρό και φίλο του, τον Γιάννη Γερακάρη, αλλά κι εκείνος δεν την γιάτρεψε ως φαίνεται.
Ήταν και αχαμνόμερη* η φουκαριάρα, ποιος να την υπολογίσει. Η φαμίλια της ήταν από φαμέγιους* ταπεινούς, τίμιους όμως που τους ζήλευε ο ήλιος, το ασημόφωτο φεγγάρι και η πιο καθάρια ματιά της θάλασσας. Δούλευαν σε ξενοχώραφα και με αφεντικά τους Δημητρουλιάνους, πρόκοψαν και έπαιρναν πια το καλύτερο μερτικό από τον ιδρώτα τους.
Με την ομορφιά της η Δέσποινα μάγεψε τον Θωμά με το που την αντίκρισε να πηγαίνει κολατσιό στα χτήματα και, με την αγνότητα της ψυχής της, χωρίς να σκεφτεί υστερόβουλα, λυγώντας στα λόγια και στην ομορφιά του, πρώτο και τελευταίο της άντρα τον αποκάλεσε κι έτσι τον λόγιζε από τότε για πάντα. Και γέμιζε η καρδιά της μόνο από τα γλυκόλογα της αιώνιας πίστης του Θωμά, του αισθηματία μανιάτη, που και διαβασμένος ήταν και περιποιητικός με τις γυναίκες, όσο δεν έπαιρνε άλλο.
– Βασίλισσα του Πασσαβά θα σε κάνω, μονάκριβή μου.
– Κι εσύ στον πύργο μας ο κύρης μου, κορώνα μου κι άρχοντάς μου.
Όλα άλλαξαν δυο χρόνια μετά. Και δεν την είχαν πάρει και τα χρόνια, στα 22 ήταν ακόμα. Αλλά το «πράμα από το πρωί δείχνει» λέγανε τα σόγια και οι φαρμακόγλωσσες νύφες κι αδελφές μουρμούραγαν. Άλλες απ’ αυτές μικροχηρέψαν όταν τους χαλάσανε τον άντρα οι γδικιωμοί* με τους Μιχαλολιάνους και τους Πετροπουλιάνους και έτσι η καρδιά τους γίνηκε πέτρα, όμοια μ’ αυτές του Κότρωνα και της Μάνης ολάκερης. Κι άλλες, επειδή ξέμειναν ανύπαντρες γηροκομώντας ανάπηρους, τους έβγαινε κρυφή χαρά για την «άχρηστη». Και τις Κυριακές στην εκκλησιά του σογιού δεν τη σίμωναν, ούτε για καλημέρα, λες και είχε αρρώστια κολλητικιά που μόλυνε και τ’ άλλα θηλυκά.
Ο Θωμάς δεν ήταν μεγάλος. Στα 27 του μελαχρινάκι κι αυτός όπως η Δέσποινα, κυπαρίσσι ψηλό, δυο μέτρα, της είχε αδυναμία, σαν λιμανάκι που άραξε την έβλεπε. Γιατί πριν, βλέπεις ήταν και σπουδαίος εραστής που δεν είχε φρένο και κράτει πουθενά. Τράβαγε με το μαύρο του άλογο στις παστρικιές της Τζίμοβας, όταν δεν έβρισκε ανοιχτή την πόρτα της κάμαρας της δούλας του της Περσεφόνης. Όλες -και οι αρχοντοπούλες και οι φτηνές- τον ονειρεύονταν για ταίρι τους. Πλούσιος, σερνικός με όλη τη σημασία, δυναμικός, όμορφος, λογάς αλλά και ανοιχτοχέρης.
Κι εκείνου του κακοφάνηκε. Όχι τόσο για τη φαμίλια του. Αλλά αγάπαγε τα παιδιά και το ‘θελε το παιδί από τη Δέσποινα. Ονειρευόταν εκείνη μάνα να το χει κολλημένο στο βυζί να το γαλουχεί, εκείνον να σκαλίζει στην κούνια του έναν ήλιο φωτεινό και να το μεγαλώνουν κι οι δυο με μέλι και καρύδια, σαν πρίγκιπα σωστό. Τον πίεζαν όμως πια οι δικοί του και η κοινωνία η στενή. Δεν του λέγανε να χωρίσει το Δεσποινιώ, όμως του έφερναν απέξω απέξω σαν λύση μια σύγκρια*. Κάποια τέλος πάντων γυναίκα να του κάνει παιδιά που θα μεγάλωναν το σόι του και θα έκανε και τον ίδιο τρανότερο στη Μάνη, με ντουφέκια-γιους και σερνικομάνες- κόρες…..
Κατεβάστε το βιβλίο από εδώ:
Ο Βασίλης Πουλημενάκος κατάγεται από το Γύθειο της Μάνης, ζει και εργάζεται στη Χαλκίδα ως Πολιτικός Μηχανικός. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο Διαδίκτυο και στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από διάφορους συνθέτες. Έχει συμμετάσχει στο ψηφιακό μουσικό βιβλίο ποίησης για παιδιά «Για ένα σου χαμόγελο» (2009), το διήγημά του «Το πέρασμα στη Νίσυρο», τιμήθηκε με διάκριση στον 1ο διαγωνισμό διηγήματος του πολιτιστικού περιοδικού «Ως3» ενώ με το διήγημα «Νυχτερινή» συμμετείχε στο βραβευμένο συλλογικό e-book με τίτλο «Δήγμα Γραφής – Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα». Έχει γράψει την Σύγκρια και την Νεράιδα της Μάνης, Δαντέλα από τον Λίγηρα στις εκδόσεις Σαΐτα Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά.
Προσωπικό ιστολόγιο
0 Comments