Από το βιβλίο «Τα παραμύθια» του Charles Perrault, εκδόσεις Άγρα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε ωραία σπίτια και στην πόλη και στην εξοχή, χρυσά και ασημένια σερβίτσια, ωραία κεντήματα στα έπιπλα και αμάξια γεμάτα χρυσάφια. Δυστυχώς όμως τα γένια του ήταν μπλάβα, αυτό τον έκανε τόσο άσχημο και φοβερό, που δεν υπήρχαν ούτε γυναίκα ούτε κορίτσι που να μην το βάζει στα πόδια όταν τον έβλεπε. Μια γειτόνισσα του, κυρία από μεγάλο σπίτι, είχε δυο κόρες πολύ όμορφες. Της ζήτησε τη μία, αφήνοντας την να διαλέξει αυτή ποια ήθελε να του δώσει. Καμιά τους όμως δεν το ήθελε, και η μια έλεγε της άλλης να τον πάρει εκείνη γιατί δεν μπορούσαν να πάρουν μια απόφαση να παντρευτούν έναν άνθρωπο με μπλάβα γένια. Εκείνο επίσης που τις έκανε να τον αποστρέφονται ακόμα πιο πολύ, ήταν ότι είχε παντρευτεί πολλές γυναίκες και κανένας δεν ήξερε τι είχαν απογίνει.
Για να γνωριστούνε ο Κυανοπώγωνας τις πήγε μαζί με την μητέρα τους, τρείς-τέσσερεις από τις στενότερες φιλενάδες τους και μερικούς νέους που κατοικούσαν κοντά, σ ένα από τα εξοχικά του σπίτια, όπου έμειναν οχτώ ολόκληρες μέρες.
Οι ώρες περνούσαν με περιπάτους, με κυνήγια, με ψαρέματα, με χορούς, με τραπεζώματα και με μεγάλα δείπνα. Ύπνο δεν ήξεραν, κι όλη την νύχτα την περνούσαν κάνοντας μεταξύ τους φάρσες, όλα πήγανε καλά, κι η μικρότερη κόρη άρχισε να βρίσκει ότι τα γένια του κυρίου του σπιτιού δεν ήταν τόσο μπλάβα, κι ότι ο ίδιος ήταν πολύ εντάξει άνθρωπος. Μόλις γυρίσανε στην πόλη αποφασίστηκε ο γάμος.
Ύστερα από ένα μήνα ο Κυανοπώγωνας είπε στην γυναίκα του ότι έπρεπε να πάει ένα ταξίδι στην επαρχία για μια σπουδαία υπόθεση και ότι θα έλειπε τουλάχιστον ενάμιση μήνα. Πως την παρακαλούσε να περάσει ωραία όσο θα έλειπε, να καλέσει τις φίλες τις να τις πάει αν ήθελε στην εξοχή και παντού να τρώει και να πίνει.
– Εδώ είναι, της είπε, τα κλειδιά από τις δυο μεγάλες αποθήκες που φυλάμε τα έπιπλα. Εδώ τα κλειδιά από τα χρυσά και τα ασημένια σερβίτσια. Εδώ τα κλειδιά από τις κάσες μου με το χρυσάφι και το ασήμι μου και τα κλειδιά από τις κασετίνες μου με τα πολύτιμα πετράδια. Κι εδώ το κλειδί που ανοίγει όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Όσο για τούτο το κλειδάκι, είναι από το καμαράκι που είναι στο τέλος του μεγάλου διαδρόμου στο κάτω πάτωμα. Άνοιξε τα όλα, πήγαινε παντού. Σ αυτό όμως το καμαράκι σου απαγορεύω να μπεις. Και στο απαγορεύω με τέτοιο τρόπο που αν τύχει και το ανοίξεις, θα πρέπει να ξέρεις πως θα έχεις να φοβάσαι τα πάντα από εμένα.
Εκείνη το έδωσε το λόγο της πως θα τηρούσε καταλεπτώς τις εντολές του και εκείνος την αγκάλιασε και την φίλησε, ανέβηκε στο αμάξι και έφυγε. Οι γειτόνισσες και οι φιλενάδες δεν περίμεναν να τις καλέσει εκείνη πρώτη, τόσο ανυπόμονες ήταν να δούνε τα πλούτη του σπιτιού της. Επειδή όσο ήταν εκεί ο άντρας της δεν είχαν τολμήσει να πάνε γιατί τις τρόμαζαν τα μπλάβα του γένια. Άρχισαν αμέσως να γυρίζουν στις κάμαρες και στα καμαράκια, στις γκαρνταρόμπες που ήταν όλες τους η μια ωραιότερη και πλουσιότερη από την άλλη. Ανέβηκαν ύστερα στις αποθήκες με τα έπιπλα όπου δεν χόρταιναν να θαυμάζουν τόσο ήταν το πλήθος και η ομορφιά τους, τις ταπετσαρίες, τα κρεβάτια, τους καναπέδες, τα σκρίνια, τα στρογγυλά τραπεζάκια με το πόδι, τα τραπέζια, τους καθρέπτες που σε έδειχναν από πάνω ως κάτω και που οι κορνίζες τους άλλες από κρύσταλλο, άλλες ασημένιες ή επίχρυσες, ήταν οι ωραιότερες και οι λαμπρότερες που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Δεν έπαυαν να υπογραμμίζουν και να ζηλεύουν την ευτυχία της φίλης τους που ωστόσο δεν έβρισκε καμιά ευχαρίστηση βλέποντας όλα αυτά τα πλούτη, γιατί δεν έβλεπε την ώρα να πάει να ανοίξει το καμαράκι στο κάτω πάτωμα.
Η περιέργεια της ήταν τόσο μεγάλη ώστε χωρίς να λογαριάσει ότι δεν έστεκε να αφήσει τις φιλενάδες της μόνες τους, κατέβηκε από μια κρυφή σκαλίτσα με τόση βιασύνη που λίγο έλειψε δυο-τρεις φορές να τσακιστεί. Όταν έφτασε στην πόρτα στάθηκε λίγο γιατί σκέφτηκε την απαγόρευση του άντρα της και ότι αν παράκουε την εντολή του θα μπορούσε να την βρει κανένα κακό. Ο πειρασμός όμως ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να τον νικήσει. Πήρε λοιπόν το κλειδάκι και άνοιξε τρέμοντας την πόρτα της καμαρούλας. Στην αρχή δεν είδε τίποτα γιατί τα παράθυρα ήταν κλειστά.
Ύστερα από λίγο είδε ότι το πάτωμα ήταν γεμάτο από πηγμένα αίματα όπου καθρεπτιζόταν τα κορμιά από πολλές νεκρές γυναίκες που ήταν δεμένες στους τοίχους. Ήταν οι γυναίκες που είχε παντρευτεί ο Κυανοπώγωνας και τις είχε σφάξει την μια μετά την άλλη. Λίγο έλειψε να πεθάνει από την τρομάρα της και το κλειδάκι που είχε τραβήξει από την κλειδαρότρυπα της έπεσε από το χέρι. Όταν ήρθε κάπως στα συγκαλά της, σήκωσε το κλειδί, έκλεισε την πόρτα και ανέβηκε στην κάμαρα της για να συνέλθει λιγάκι. Δεν μπορούσε όμως, τόσο ήταν ταραγμένη. Βλέποντας ότι το κλειδί της καμαρούλας είχα επάνω του αίματα το σκούπισε δυο-τρεις φορές. Το αίμα όμως δεν έφευγε. Όσο και να το ‘πλενε και να το ‘τρίβε με άμμο και πηλό, το αίμα έμενε, γιατί το κλειδί ήταν μαγικό και δεν υπήρχε τρόπος να παστρευτεί εντελώς: όταν έβγαζες το αίμα από την μια παρουσιαζόταν από την άλλη…
Το ίδιο βράδυ ο Κυανοπώγωνας γύρισε, και είπε πως στο δρόμο είχε πάρει γράμματα που τον πληροφορούσαν πως η υπόθεση για την οποία είχε φύγει, είχε τελειώσει προς όφελος του. Η γυναίκα του έκαμε ό,τι μπόρεσε για να του δείξει πως είχε χαρεί πολύ που γύρισε γρήγορα. Την άλλη μέρα της ζήτησε τα κλειδιά, κι εκείνη του τα έδωσε, το χέρι της όμως έτρεμε τόσο πολύ, που εκείνος αμέσως κατάλαβε τι είχε γίνει.
– Γιατί το κλειδί της καμαρούλας δεν είναι μαζί με τα άλλα;
– Θα πρέπει να το άφησα επάνω, στο τραπέζι μου
– Φρόντισε να μου το δώσεις το θέλω σήμερα.
Ύστερα από πολλές αναβολές, αναγκάστηκε να φέρει το κλειδί. Ο Κυανοπώγωνας το κοίταξε και είπε στη γυναίκα του:
– Γιατί έχει αίματα το κλειδί;
– Δεν ξέρω, απάντησε η δύστυχη η γυναίκα πιο χλωμή και από πεθαμένη.
– Δεν ξέρεις; Ρώτησε ο Κυανοπώγωνας. Εγώ όμως ξέρω, και πολύ καλά μάλιστα. Θέλησες να μπεις στο καμαράκι. Θα μπεις κυρία μου και θα πάρεις και εσύ την θέση σου πλάι στις άλλες γυναίκες που είδες.
Έπεσε με κλάματα στα πόδια του ανδρός της παρακαλώντας να την συγχωρέσει και δείχνοντας του πόσο στα αλήθεια είχε μετανιώσει που τον είχε παρακούσει. Με την ομορφιά της και την συντριβή της θα είχε μαλακώσει και πέτρα, η καρδιά όμως του Κυανοπώγωνα ήταν πιο σκληρή και από πέτρα.
– Θα πεθάνεις της είπε και αμέσως
– Αφού είναι να πεθάνω, του είπε κοιτάζοντας τον με δάκρυα στα μάτια, δώσε μου λίγη ώρα να προσευχηθώ.
-Σου δίνω μισό τέταρτο, είπε ο Κυανοπώγωνας, αλλά ούτε στιγμή παραπάνω.
Όταν έμεινε μόνη, φώναξε την αδερφή της και της είπε:
– Άννα αδελφούλα μου, ανέβα σε παρακαλώ στην κορυφή του ακρόπυργου και δες αν έρχονται τα αδέλφια μου. Μου υποσχέθηκαν πως σήμερα θα ερχόταν να με δούνε και αν τους δεις καν’ τους νοήματα να κάμουν γρήγορα.
Η Άννα ανέβηκε στην κορυφή του ακρόπυργου και από κάτω η δύστυχη η απελπισμένη της φώναζε κάθε λίγο;
– Άννα, Αννούλα μου βλέπεις τίποτα να έρχεται;
– Δεν βλέπω τίποτα, μόνο τον ήλιο που χρυσίζει και το χορτάρι που πρασινίζει.
Στο μεταξύ ο Κυανοπώγωνας με μια μεγάλη μαχαίρα στο χέρι φώναζε μ’ όλη του την δύναμη:
– Κατέβα γρήγορα ή ανεβαίνω
– Μια στιγμή σε παρακαλώ, του φώναξε η γυναίκα του.
Και αμέσως πιο σιγά:
– Άννα αδελφούλα μου βλέπεις τίποτα να έρχεται;
– Βλέπω ένα σύννεφο από σκόνη που έρχεται κατά ‘δω
– Τα αδέλφια μου είναι;
– Όχι δυστυχώς αδελφούλα μου. Είναι ένα κοπάδι πρόβατα.
– Θα κατεβείς τέλος πάντων; Φώναξε ο Κυανοπώγωνας.
– Ακόμα μια στιγμούλα, απάντησε η γυναίκα
Κι ύστερα άρχισε πάλι να φωνάζει:
– Άννα αδελφούλα μου, βλέπεις τίποτα να έρχεται;
– Βλέπω δυο καβαλάρηδες να έρχονται κατά εδώ, μα είναι ακόμα πολύ μακριά.
– Δόξα σοι ο Θεός, φώναξε η γυναίκα, είναι τα αδέλφια μου.
– Τους κάνω νοήματα όσο μπορώ, να κάμουν γρήγορα.
Ο Κυανοπώγωνας άρχισε να φωνάζει τόσο δυνατά που έτρεμε όλο το σπίτι. Η κακόμοιρη γυναίκα κατέβηκε και έπεσε στα πόδια του κλαμένη και αναμαλλιασμένη.
– Δεν ωφελεί θα πεθάνεις, είπε ο Κυανοπώγωνας.
Κι ύστερα αρπάζοντας την με το ένα χέρι από τα μαλλιά και σηκώνοντας με το άλλο την μαχαίρα, ήταν έτοιμος να της κόψει το κεφάλι. Η καημένη η γυναίκα γυρίζοντας προς το μέρος του και κοιτάζοντας τον με μάτια που έσβηναν, τον παρακάλεσε να της δώσει μια στιγμούλα ακόμα να συγκεντρωθεί.
– Όχι, όχι, είπε εκείνος παρακάλεσε τον Θεό για την ψυχή σου.
Και σηκώνοντας το χέρι του…
Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν στην πόρτα τέτοιο βρόντο που ο Κυανοπώγωνας έμεινε με το χέρι ψηλά. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα δυο ιππότες, που τραβώντας το σπαθί τους όρμησαν στον Κυανοπώγωνα.
Εκείνος αναγνώρισε τα αδέλφια της γυναίκας του. Ο ένας ήταν δραγόνος και ό άλλος σωματοφύλακας, και όρμησε να φύγει για να γλιτώσει. Τα δυο αδέλφια όμως τον πήραν στο κατόπι και τον πρόλαβαν πριν φτάσει στο κατώφλι. Τον σούβλισαν με τα σπαθιά τους και τον άφησαν στον τόπο. Η καημένη η γυναίκα ήταν και αυτή σαν πεθαμένη και δεν μπορούσε να σηκωθεί να αγκαλιάσει τα αδέλφια της.
Έτυχε ο αυτός να μην έχει κληρονόμους και έτσι όλα του τα πλούτη τα κληρονόμησε η γυναίκα του. Ένα μέρος το χρησιμοποίησε για να παντρέψει την αδελφή της την Άννα μ’ ένα αρχοντόπουλο που την αγαπούσε από καιρό. Ένα άλλο μέρος για να αγοράσει το αξίωμα του λοχαγού για τους δυο αδελφούς της. Και με τα υπόλοιπα παντρεύτηκε η ίδια μ’ έναν πολύ εντάξει άνθρωπο, που την έκαμε να ξεχάσει όσα είχε τραβήξει με τον Κυανοπώγωνα.
Ανάλυση από την Verena Kast
“Θύματα και Θύτες» εκδόσεις Θυμάρι
Ο Κυανοπώγωνας είναι, χωρίς αμφιβολία, ο θύτης, και η νεαρή γυναίκα το θύμα. Πώς έχετε φανταστεί μέχρι τώρα τον Κυανοπώγωνα; Ο καθένας σχηματίζει τη δική του εικόνα, κι αυτές οι εικόνες έχουν πάντα κάποιο νόημα. Μπορεί, ασφαλώς, κάποιος να έχει φανταστεί τη ρεαλιστική εικόνα ενός χλωμού άντρα, με σκούρα μπλε γένια. Κάποιος άλλος μπορεί να έχει φανταστεί έναν εντελώς διαφορετικό τύπο. Υπάρχουν, άλλωστε, πολλές και διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε – και στο χώρο της φαντασίας δεν υπάρχουν όρια.
Τι σημαίνει, ωστόσο, η εικόνα ενός άντρα με μπλε γένια; Ποιος είναι ο ρόλος του; Συνήθως, στα παραμύθια, τα έντονα φυσικά χαρακτηριστικά έχουν μια συγκεκριμένη λειτουργία. Το χρώμα της γενειάδας εδώ, είναι ασυνήθιστο, έχει κάτι το αποκρουστικό, δημιουργεί μια απέχθεια, και σε κρατάει σε απόσταση. Οι νεαρές γυναίκες αντιδρούν, στην αρχή, απορριπτικά – όχι μόνο εξαιτίας της μπλε γενειάδας, αλλά και λόγω των εξαφανισμένων γυναικών, για τις οποίες διηγούνται διάφορα. Εμμένουν, κατ’ αρχήν, στο συναίσθημα της απόρριψης που έχουν γι’ αυτόν -δεν έχουν γίνει ακόμα θύματα- τουλάχιστον στην πρώτη φάση. Ο άντρας έχει μεν μπλε γένια, αλλά είναι αμύθητα πλούσιος. Και φαίνεται ότι είναι σε θέση να μοιράζει τίτλους ευγενείας και αξιώματα. Αυτό είναι κάτι που δελεάζει. Οχτώ ολόκληρες μέρες πέρασαν οι νεαρές γυναίκες στον πύργο του, μετά από δική του πρόσκληση, με περιπάτους, χορούς, κι επίσημα γεύματα. Μέσα σ’ αυτό το σύντομο διάστημα γίνονται πολλά. Μια μοναδική σκηνοθεσία λαμβάνει χώρα, με μεγάλη ταχύτητα, πολλή ζωντάνια και μ’ έναν ξέφρενο ρυθμό. Σχεδόν κανένας δεν προλαβαίνει να κοιμηθεί. Ίσως, στο τέλος αυτού του ξεφαντώματος, να κάνουν όλοι τα “στραβά μάτια”. Το αποτέλεσμα; Η μικρότερη κόρη ανακαλύπτει, ότι τα γένια του άντρα δεν είναι και τόσο μπλε. Εντυπωσιάστηκε, λοιπόν, και αφέθηκε να δωροδοκηθεί. Αυτή η στιγμή παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη θεματική “θύμα-θύτης”. Η απόσταση έχει ήδη μειωθεί σημαντικά, η ίδια έχει πλέον μερίδιο στον Κυανοπώγωνα – και στον πλούτο του, και στον τρόπο της ζωής του. Γίνεται μέτοχος στη δύναμή του, αποκτά κάτι απ’ τη σπουδαιότητά του. Αν παρατηρήσει κανείς αυτή την κατάσταση από τη σκοπιά της θεματικής “θύμα-θύτης”, μπορεί να πει ότι, στην αρχή, ο Κυανοπώγωνας είχε λιγότερη δύναμη, και ότι, αναλογικά, οι νεαρές γυναίκες είχαν περισσότερη δύναμη. Εκείνος, αναζητά την επαφή – αυτές τον απορρίπτουν. Αυτή είναι η πρώτη φάση – η φάση της απόστασης . Στην επόμενη φάση, τις δελεάζει με όλα αυτά που έχει – όχι με αυτό που είναι ο ίδιος. Τώρα, η μικρότερη τον πλησιάζει (με την έννοια της απόκτησης δύναμης) κάπως περισσότερο. Στην τρίτη φάση – απ’ τη στιγμή του γάμου και μετά- αλλάζει, ακόμα μια φορά και σημαντικά, η σχέση. Ο θύτης δεν παραμένει πάντα θύτης, ούτε το θύμα πάντα θύμα. Τώρα, θύμα και θύτης μπορούν πολύ εύκολα να ανταλλάξουν ρόλους. Η νεαρή γυναίκα έχει πια κερδίσει σε σπουδαιότητα, μέσω της ταύτισής της με τη δύναμη του άντρα της. Όμως, όσον αφορά στον αληθινό της εαυτό, έχει χάσει σε (εσωτερική) σπουδαιότητα. Δεν είναι πλέον κυρία του εαυτού της, έχει προδώσει το συναίσθημά της. Όσο πλούσιος κι αν είναι ο άντρας, η μπλε γενειάδα, που φάνταζε φρικτή, που προκαλούσε φόβο και δημιουργούσε απόσταση, δεν άλλαξε διόλου – ακόμα κι αν, τώρα, της φαίνεται λιγότερο μπλε. Καταπνίγει, όμως, τα δικαιολογημένα, γεμάτα υποψίες, συναισθήματά της για αυτόν τον άντρα, προδίδοντας έτσι τον ίδιο της τον εαυτό και χάνοντας, κατά συνέπεια, από την αληθινή της δύναμη – τη δύναμη που έχει κάποιος από τη φύση του. Κι αυτή τη δύναμη, όποιος είναι εντάξει με τον εαυτό του, δεν χρειάζεται να την καταχραστεί. Όμως, αν δούμε την πράξη της γυναίκας από τη σκοπιά της εξωτερικής σπουδαιότητας, τώρα της προσφέρεται εξαιρετική ισχύ. Η ταύτιση με τον επιτιθέμενο προσδίδει (πάντα) μια υποτιθέμενη σπουδαιότητα και μεγαλείο. Αποτελεί, επίσης, ένα γνωστό μηχανισμό άμυνας. Όταν φοβόμαστε κάποιον, συχνά υιοθετούμε τη δική του άποψη και θέση. Προδίδουμε, βέβαια, τον εαυτό μας μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά σταθεροποιούμε, προσωρινά, την αυτοεκτίμησή μας, μια και υποτίθεται ότι συμφωνούμε με την άποψη του δυνατού. Έτσι, έχουμε ταυτιστεί με τον επιτιθέμενο.
Το απαγορευμένο δωμάτιο συμβολίζει, λοιπόν, το παροπλισμένο, σ’ αυτό το σύστημα. Το κλειδί είναι, στην κυριολεξία, κλειδί για το κεντρικό πρόβλημα στη ζωή και των δύο πρωταγωνιστών. Τι σημαίνει, ωστόσο, αυτό το παροπλισμένο; Το παραμύθι διηγείται, ότι στην αρχή δεν φαίνεται τίποτα, γιατί τα παντζούρια είναι κλειστά. Αργότερα όμως, φαίνεται το αίμα και, μετά, οι νεκρές γυναίκες. Στη θέα των νεκρών γυναικών, η σύζυγος ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι ο Κυανοπώγωνας σκοτώνει τις γυναίκες του και τις κρατάει κρεμασμένες. Ο Κυανοπώγωνας, τώρα, είναι ο Θύτης, και η γυναίκα του το Θύμα. Σ’ αυτή την αντιπαράθεση πρόκειται για ζωή και θάνατο – η γυναίκα πρόκειται να πεθάνει. Ο Κυανοπώγωνας φαίνεται να λαχταράει μια σχέση. Όταν, όμως, εκπληρώνεται αυτή του η επιθυμία, πρέπει να σκοτώσει τη γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι φοβάται την επαφή, φοβάται να πλησιάσει κάποιον πραγματικά, και γι’ αυτό το λόγο γίνεται θύτης. Αντί, λοιπόν, να δώσει, και να ανοιχτεί στη σχέση, αυτός καταστρέφει. Ή, διαφορετικά ερμηνευμένο: Όταν η γυναίκα φτάσει στο σημείο να ταυτιστεί με τον Κυανοπώγωνα -πράγμα που γίνεται με το γάμο της και την πρόθεσή της για απόκτηση κάθε κυριαρχίας στον πύργο- έχει σαν αποτέλεσμα τις “νεκρές γυναίκες”.
Συμβολικά, δηλαδή, “δολοφονούνται”, εκείνη τη στιγμή, οι θηλυκές πτυχές του εαυτού της. Στη θέα των νεκρών γυναικών, η νεαρή γυναίκα θα μπορούσε να δραπετεύσει ξεφωνίζοντας – κι όμως δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Υπολογίζει ότι, αφού κατάφερε να απομακρυνθεί έγκαιρα από το δωμάτιο -χωρίς να την ανακαλύψει ο Κυανοπώγωνας- η πράξη της θα περνούσε απαρατήρητη. Αλλά, λίγο μετά την παράβασή της, επιστρέφει ο Κυανοπώγωνας. Ας εξετάσουμε τώρα τη θεματική “θύμα-θύτης”. Ο Κυανοπώγωνας ρωτάει για το συγκεκριμένο κλειδί. Αυτή τη στιγμή, είναι σαφώς ο θύτης – κι εκείνη το θύμα. Και είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου: Ή θα πρέπει να πεθάνει, ή θα καταφέρει να εξουδετερώσει τον άντρα με τα μπλε γένια. Ο άντρας, λοιπόν, είναι κάποιος που πρέπει να εξουδετερωθεί. Μπορεί ν’ αντέξει κανείς, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την καταστρεπτικότητα -κι αυτήν εκπροσωπεί εδώ ο άντρας- έχοντας την ελπίδα ότι κάποτε θα καλυτερέψουν τα πράγματα – ότι, δηλαδή, η καταστρεπτικότητα θα εξαφανιστεί, ή (με τη γλώσσα των παραμυθιών) ότι ο καταστροφέας θα λυτρωθεί. Αυτή η ελπίδα, όμως, ξεγελά. Είναι πολύ πιο πιθανό να εξουδετερώσει κανείς αυτή την καταστρεπτικότητα όταν, στην κατάλληλη στιγμή, αντιδράσει με επιθετικότητα και διαχωρίσει τη θέση του – ακόμα και σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό. Έναν άντρα με μπλε γένια δεν είναι δυνατόν να τον ανεχθούμε για πολύ καιρό. Δεν γίνεται, ωστόσο, να τον πετάξουμε στον τοίχο, σαν το βάτραχο, όπως γίνεται στο παραμύθι με τον πρίγκιπα που έγινε βάτραχος. Ένας άντρας με μπλε γένια είναι αδύνατον να μεταμορφωθεί σε όμορφο πρίγκιπα. Τέτοιου είδους καταστρεπτικές δυνάμεις δεν γίνεται να μεταμορφωθούν. Ο Κυανοπώγωνας απειλεί με θάνατο, και τότε συμβαίνει κάτι συναρπαστικό: Το θύμα φαίνεται να μην υποδύεται, πλέον, ολοκληρωτικά, το ρόλο του θύματος. Στην αρχή, η νεαρή γυναίκα κερδίζει χρόνο, δήθεν για να προσευχηθεί. Στην πραγματικότητα, έρχεται σ’ επαφή με την αδερφή της, την Άννα. Αυτή, με τη σειρά της, έχει επαφή με το πράσινο χορτάρι και τον ήλιο που λάμπει, και με τ’ αδέρφια τους, που αναφέρονται εδώ για πρώτη φορά. Αυτή είναι μια εξίσου πολύ σημαντική σκηνή, μια και δείχνει, τι μπορεί να κάνει κάποιος σε μια τέτοια περίσταση. Στην αρχή, δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν υπάρχει διέξοδος από το σχήμα “θύμα-θύτης” – ότι μοναδική λύση είναι ο θάνατος. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις εκείνες, που προέρχονται από την * εποχή “πριν από τον Κυανοπώγωνα” -και που φαίνεται να διατηρεί η νεαρή γυναίκα- αρχίζουν να γίνονται χρήσιμες – όπως, για παράδειγμα, η σχέση της με την αδερφή της και με τους ανθρώπους, με τους οποίους κρατάει επαφές. Ακόμα, χρήσιμη γίνεται τώρα η σχέση με δυνάμεις που βρίσκονται έξω από το πεδίο του Κυανοπώγωνα, και οι οποίες ξεφεύγουν από τα γενικά ανθρώπινα πλαίσια. Μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί την προσευχή σαν μια σχέση με κάτι το υπερβατικό. Σε μια παραλλαγή του παραμυθιού, δεν στέκεται η αδερφή Άννα πάνω στον πύργο, αλλά ο αδερφός Ζακ – ένας μικρόσωμος, ηλικιωμένος καλόγερος. Σε μια άλλη παραλλαγή, πάνω στον πύργο στέκεται μια θεότητα . Μπορούν, λοιπόν, διαφορετικοί άνθρωποι και δυνάμεις να βοηθήσουν – από τη μια, άτομα με τα οποία συνδεόμασταν στενά στο παρελθόν, και από την άλλη, άτομα που συνδέονται με κάτι θεϊκό. Με τη σύναψη αυτών των σχέσεων, η νεαρή γυναίκα έρχεται σε επαφή με πλευρές του εαυτού της που δεν επηρεάζονται και δεν εμποδίζονται από την προβληματική προσωπικότητα του Κυανοπώγωνα, και δεν έχουν, έτσι, καμιά σχέση με την καταστρεπτικότητα που περικλείει αυτός. Έτσι, κάνει το αποφασιστικό βήμα για να ξεφύγει από το σύστημα “θύμα-θύτης”. Σ’ αυτή την κατάσταση, η νεαρή γυναίκα εντυπωσιάζει, όχι τόσο σαν θύμα, πλέον, αλλά, ακόμα περισσότερο, σαν απεγνωσμένη διαμορφώτρια της μοίρας της. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει θύμα του Κυανοπώγωνα. Για να μπορέσει να πάρει την τύχη στα χέρια της, προσπαθεί, σ’ αυτή τη φάση, να κινητοποιήσει ό,τι υπάρχει ακόμα στη ζωή της, έξω από το σύστημα “θύμα-θύτης”. Κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας που ασχολείται με τραυματικές εμπειρίες, γίνεται προσπάθεια, σε άτομα με τέτοια βιώματα, να ανακαλέσουν στη μνήμη τους, τι ήταν οι ίδιοι και τι πηγές δυνάμεων είχαν πριν από την τραυματική τους εμπειρία. Φυσικά, αυτό είναι κάτι, σχετικά, δύσκολο, διότι το τραύμα βρίσκεται στο επίκεντρο της ύπαρξής τους και μάλιστα τόσο δυναμικά, ώστε οι αναμνήσεις, από μια προηγούμενη καλύτερη ζωή, αλλοιώνονται – μ’ άλλα λόγια, οι εμπειρίες της ζωής παραμορφώνονται απ’ αυτό το τραύμα. Ωστόσο, εξακολουθεί να υφίσταται το ερώτημα: Τι υπάρχει, ακόμα, από την προ-τραυματική εποχή, από το οποίο μπορεί κανείς να πιαστεί; Ή, τι αποθέματα θετικών δυνάμεων υπάρχουν αυτή τη στιγμή; Σε σχέση με το παραμύθι μας, αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται πρώτα να εξακριβωθεί, ποιες πτυχές της προσωπικότητας και ποιες εμπειρίες ζωής δεν έχουν επηρεαστεί, και δεν έχουν αλλοιωθεί απ’ αυτό τον “κόσμο της μπλε γενειάδας”. Φαίνεται, λοιπόν, να υπάρχει κάποια σύνδεση με κάτι το υπερβατικό, κάτι που ξεφεύγει από τα πλαίσια της καθημερινότητας. Κι ακόμα, υπάρχει ο σύνδεσμος με την αδερφή. Και μέσω της αδερφής, ο σύνδεσμος με τη φύση, ίσως ακόμα, και με την ομορφιά. Αφού βίωσε αυτό τον τρόμο -αντικρίζοντας τα πτώματα- η γυναίκα επανήλθε στον εαυτό της, βίωσε, δηλαδή, ένα είδος θεραπευτικού σοκ, και μέσα απ’ αυτό συνειδητοποίησε την κατάστασή της. Τελικά, το θύμα, μέσω της τρομακτικής διαπίστωσης ότι είναι θύμα, επανέρχεται στον εαυτό του, και μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για νέα δράση. Διότι, οι γυναίκες που βλέπει δολοφονημένες, συμβολίζουν τις δικές της θηλυκές πτυχές. Αυτό σημαίνει, ότι, εάν έρθει σε επαφή με τον Κυανοπώγωνα, πολλές από τις ευκαιρίες να ζήσει τη θηλυκότητά της, ή θα απονεκρωθούν, ή είναι ήδη νεκρές. Στα παραμύθια, ωστόσο, οι νεκροί μπορούν να επανέλθουν στη ζωή. Εάν, λοιπόν, συνηθίσει σ’ αυτή τη διαδικασία, αποκτώντας μερίδιο στη Δύναμη και στη Σπουδαιότητα κάποιου άλλου, θα χάσει πολλές πλευρές του ίδιου της του εαυτού. Έτσι, μέσω του ακραίου τρόμου που βιώνει, φαίνεται να συνέρχεται, βρίσκει ξανά, όλο και περισσότερο, τον εαυτό της, και νιώθει πάλι σίγουρη για τα συναισθήματά της. Έτσι, είναι σε θέση να ενεργοποιήσει ξανά ό,τι διαθέτει στη ζωή της, που δεν σχετίζεται με τον “κόσμο της μπλε γενειάδας” – όπως, για παράδειγμα, τα δύο αδέρφια της. Και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι δύο αδερφοί αναφέρονται με τα επαγγέλματα τους: Ο ένας είναι μέλος των Dragoner (γαλλικό σώμα έφιππων οπλιτών του 17 ου αιώνα, που μετονομάστηκε σε ιππικό τον 18ο αιώνα), κι ο άλλος είναι μέλος των Musketier (σώμα απλών οπλιτών, των σωματοφυλάκων). Οι αδερφοί είναι ένα κομμάτι της ίδιας, μια και είναι παιδιά της ίδιας μάνας. Εάν εξετάσει κάποιος το παραμύθι σε αντικειμενικό επίπεδο, φαίνεται ότι η νεαρή γυναίκα δεν κουβαλάει μέσα της -σαν τμήμα της προσωπικότητάς της- μονάχα τον “κόσμο της μπλε γενειάδας” – κουβαλάει μέσα της και την αδερφή της, την Άννα, καθώς και τους δυο αδερφούς της. Πώς πρέπει, αλήθεια, να δούμε αυτούς τους αδερφούς; Φέρνουν τη σωτηρία, και είναι, χωρίς αμφιβολία, θύτες, εφόσον, με την παρουσία τους, ο Κυανοπώγωνας γίνεται θύμα: Φονεύεται. Σ’ αυτή την εικόνα γίνεται ξεκάθαρο, τι σημαίνει να ενεργείς (αντιδράς) με επιθετικότητα εναντίον της καταστρεπτικότητας.
Η γυναίκα, το πρώην θύμα, λυτρώνεται. Η εμπλοκή “θύματος- θύτη” παίρνει τέλος, και γίνεται αρχή για μια νέα κατάσταση δεδομένων. Η γυναίκα μοιράζει τώρα τα πλούτη, δεν είναι πλέον φυλακισμένη στον “κόσμο της μπλε γενειάδας”. Μπορεί, έτσι, να χρησιμοποιήσει την ενέργειά της -που ήταν εγκλωβισμένη στο “σύνδρομο της μπλε γενειάδας”- για να αποζημιώσει τους αδερφούς της, να παντρέψει την αδερφή της την Άννα, και να παντρευτεί και η ίδια – έναν εξαιρετικά αξιότιμο άντρα. Πρέπει, ωστόσο, να αναρωτηθεί κανείς και για το λόγο της μετάθεσης του Κυανοπώγωνα, από το ρόλο του θύτη, στο ρόλο του θύματος. Ήθελε ο ίδιος να εξολοθρευθεί; Αυτή η πορεία είναι, μήπως, η έκφραση της επιθυμίας θανάτου ενός άντρα-καταστροφέα; Είναι, άρα, ο θάνατος, το μέσο για να μπει ένα τέλος στην ιδέα και στην ανάγκη να είναι κανείς καταστροφικός; Πώς μπορούμε, εντέλει, να αντιληφθούμε αυτό το είδος λύτρωσης; Σαν πρωταγωνιστή (από τη σκοπιά του οποίου εξετάζουμε το παραμύθι), διαλέγουμε, συνήθως, το άτομο, που στο τέλος επιζεί. Αναλύουμε, δηλαδή, εδώ το παραμύθι από τη σκοπιά της γυναίκας, η οποία στην αρχή είναι δέσμια του Κυανοπώγωνα, αλλά στο τέλος, μπόρεσε να του ξεφύγει.
Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Κυανοπώγωνας γίνεται ένα μέρος της προσωπικότητάς της, το οποίο, με το δίκιο της, φοβάται, και εναντίον του οποίου παλεύει στο τέλος αποφασιστικά, μ’ όλες τις δυνάμεις της. Αυτό σημαίνει, ουσιαστικά, ότι προσπαθεί να εξουδετερώσει μέσα της μια συγκεκριμένη πτυχή της προσωπικότητάς της. Τελικά, τα πλούτη, που κληρονομεί, κάνουν τη ζωή των άλλων πολύ πιο άνετη, κάνουν μάλιστα δυνατή και την ευτυχία ενός ζευγαριού. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε το καταστρεπτικό, που κάποια στιγμή αναγνωρίστηκε και καταπολεμήθηκε, που να μην έχει και τις θετικές του πλευρές. Είναι κάτι που ισχύει και στην καθημερινή ζωή: Στην περίπτωση που ένα τέτοιο “σύνδρομο της μπλε γενειάδας”, φτάσει να διαλυθεί -στην περίπτωση, δηλαδή, που ένα τόσο μεγάλο δυναμικό καταστρεπτικών σκέψεων και ενεργειών θυσιαστεί- θα μπορούσε όλη αυτή η ενέργεια, που ήταν συνδεμένη με καταστρεπτικές φαντασιώσεις (παραστάσεις) και ιδέες, να διοχετευτεί σε εποικοδομητικές φαντασιώσεις (παραστάσεις) και να χρησιμοποιηθεί για παραγωγικά σχέδια ζωής. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί αυτό το παραμύθι και σαν ιστορία μιας σχέσης ζευγαριού, όπου ο άντρας εξουσιάζει τη γυναίκα του. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα μιλούσαμε για μια σαδομαζοχιστική δυαδική συμπαιγνία . Η γυναίκα, με τη συμπεριφορά της, κάνει σαφές ότι δεν γίνεται να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Μετά το θάνατο του Κυανοπώγωνα, εμφανίζεται ο “εξαιρετικά αξιότιμος άντρας”, που την κάνει να ξεχάσει αυτή τη φοβερή εμπειρία. Θα μπορούσε να είναι, ίσως, ένας τελείως μεταμορφωμένος άντρας με μπλε γένια. Από τη μεριά της ψυχοδυναμικής, ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι, μάλλον, απίθανο. Σαν φαντασίωση, όμως, αυτή η σκέψη μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί. Θέσαμε προ ολίγου το ερώτημα, γιατί ο Κυανοπώγωνας γίνεται ξαφνικά θύμα. Γίνεται θύμα, γιατί πάσχει από ψυχαναγκασμό επανάληψης – δεν αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση χρειάζεται να ακολουθήσει άλλου είδους τακτική συμπεριφοράς. Ο θύτης, που πάσχει από ψυχαναγκασμό επανάληψης, γίνεται θύμα, στην περίπτωση που το θύμα δεν παραμένει άλλο θύμα, ή, γενικά, όταν το θύμα παύει να είναι θύμα. Από την άλλη, παραμένει αιώνιος θύτης, στην περίπτωση που το θύμα συνεχίζει να εμμένει στο ρόλο του θύματος. Θα μπορούσε, βέβαια, και ο θύτης να αποφασίσει να πάψει να είναι θύτης. Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι που σπάνια εφαρμόζουν οι θύτες, διότι έχουν (έτσι νομίζουν) την ισχύ και τη φήμη – κάτι που δεν αποχωρίζονται εύκολα».
0 Comments