Ο ατρόμητος Κιντάρο-Ιαπωνία

Γιαπωνέζικο παραμύθι, συλλογή από εκδόσεις Αστήρ 

Ο Κιντάρο ήτανε ένας από τους μεγάλους ήρωες της Ιαπωνίας. Ήτανε ένας δυνατός και γενναίος πο­λεμιστής στην υπηρεσία του αυτοκράτορα εκείνης της εποχής. Σ’ όλη τη χώρα, που αποτελείται από τέσσερα μεγάλα νησιά και πολλά άλλα μικρότερα, δεν υπήρχε πιο δυνατός και πιο γενναίος άντρας από τον Κιντάρο. Όσο υπηρετούσε τον αυτοκράτορα, πολέμησε με βαρβάρους και τους κατατρόπωσε. Πολέμησε με λη­στές και νίκησε. Επίσης πολέμησε, όταν του το ζήτησε ο αυτοκράτοράς του, με πολλά παράξενα και σατανι­κά πλάσματα, και τα νίκησε όλα. Σκότωσε δράκοντες, δράκους και γίγαντες. Ήτανε πρόθυμος να πολεμήσει μ’ όλους τους εχθρούς της χώρας, ακόμα και με πλά­σματα από τον άλλο κόσμο. Και πάντοτε έβγαινε νι­κητής. Πολλές φορές, οι άλλοι πολεμιστές που είχε ο αυτοκράτορας στην υπηρεσία του απορούσαν πώς γινό­τανε και ήτανε ο Κιντάρο μεγαλύτερος πολεμιστής από κείνους; Πώς γινότανε κι ήτανε πιο γενναίος από κείνους; Πότε είχε έρθει στην αυλή του αυτοκρά­τορα και είχε γίνει πολεμιστής του;

Λέγονται πολλές ιστορίες για το θάρρος και την τόλμη που ’δείχνε ο Κιντάρο στις μάχες. Μα η καλύτερη ιστορία είναι κείνη που λύνει όλες τις απορίες των άλλων πολεμιστών. Είναι η ιστορία που μιλάει για τα παιδικά του χρόνια.

Ο πατέρας του ήτανε κι εκείνος πολεμιστής. Αλ­λά είχε ξεπέσει. Δεν ξέρουμε πώς έγινε αυτό. Άλλοι λένε πως ήτανε μωρόπιστος και ότι πίστευε τις ιστορίες που του λέγανε οι εχθροί του. Έτσι τον ξεγελά- σανέ και τον νικήσανε. Και λένε επίσης ότι δεν ήτανε πολύ πιστός στον αυτοκράτορα, αλλά πολέμαγε για χάρη του μόνον όταν ήτανε σίγουρος πως η παράταξη του αυτοκράτορα θα νίκαγε. Όποιος κι αν ήτανε ο λόγος που ρεζιλεύτηκε, τον διώξανε από την αυλή. Έφυγε με τη γυναίκα του και τράβηξε για τα βουνά. Κι εκεί πέθανε με ραγισμένη την καρδιά. Μερικοί λένε ότι άδικα τον διώξανε και ότι πέθανε από τη στενοχώρια του. Άλλοι πάλι λένε ότι πέθανε από τη στενοχώρια του για τις ανοησίες που ’χε κάνει, και που σταθήκανε αφορμή για να τον διώξουνε. Τώρα, αν έκανε σωστά ο αυτοκράτορας που τον έδιωξε από την αυλή του δεν ξέρουμε. Εκείνο που ξέ­ρουμε είναι ότι ο πολεμιστής πέθανε πάνω στα βουνά, χωρίς να καθαρίσει τ’ όνομά του, και η γυναίκα του του έμεινε πιστή ακόμα και μετά το θάνατο. Δεν πί­στεψε ποτέ αυτά που λέγονταν για τον άντρα της. Λίγο προτού πεθάνει ο άντρας της, η γυναίκα έ­φερε στον κόσμο ένα παιδάκι. Αυτό το παιδάκι που ’τανε το μονάκριβό τους, το βαφτίσανε Κιντάρο, που σημαίνει «χρυσό παιδί». Και πραγματικά, το δέρμα του έμοιαζε με χρυσαφένιο, τα μάγουλά του ήσαν κατακόκκινα και τα μαλλιά του κατάμαυρα σαν τη νύχτα. Η χήρα έμεινε στο βουνό μαζί με τον γιο της. Φο­βότανε πως αν ξαναγύριζε στο Κιότο, οι πολεμιστές θα κακομεταχειρίζονταν το γιο της, εξ αιτίας της ντροπής που τους είχε φέρει ο πατέρας του.

Μητέρα και γιος ζούσανε ολομόναχοι. Δεν έβλε­παν κανέναν άλλον άνθρωπο. Η μητέρα του Κιντάρο μάζευε βατόμουρα και μανιτάρια και απ’ αυτά τρώ­γανε. Έπιανε και ψάρια από τα ποτάμια του βουνού. Βρίσκανε και αυγά πουλιών, αλλά δεν πατάγανε πο­τέ σε μαγαζί ή χωριό. Το μικρό αγόρι δυνάμωσε πολύ γρήγορα. Προτού κλείσει τα τρία έκοβε κλαδιά από τα δέντρα και τα πήγαινε στη μητέρα του, για ν’ ανάβει φωτιά. Ό­ταν έκλεισε τα πέντε ήτανε σε θέση να ρίχνει κάτω ο­λόκληρο δέντρο μ’ ένα μόνο χτύπημα. Όταν έκλεισε τα οχτώ έχτισε ολόκληρο σπίτι για τον εαυτό του και για τη μητέρα του. Κουβάλησε μεγάλες πέτρες από το ποτάμι για τα θεμέλια και έκοψε ξύλα από το δάσος και τα λιάνισε, για να φτιάξει πάτωμα και σκεπή. Η μητέρα του Κιντάρο θαύμαζε τη μεγάλη δύναμη του γιου της. Κανένας άλλος δεν το ’ξερε, εκτός από κείνη.

Η αυλή του αυτοκράτορα και οι άλλοι άνθρωποι σύντομα ξεχάσανε το διωγμένο πολεμιστή που ’χε πεθάνει από τη στενοχώρια του πάνω στα βουνά. Επί­σης, ξεχάσανε και τη χήρα του. Δεν ξέρανε πως είχε γεννηθεί ο Κιντάρο. Και μέχρι που ’γίνε δέκα χρονών ο Κιντάρο, κανένας δεν ήξερε πως έμενε μαζί με τη μητέρα του πάνω στα βουνά.

Ο Κιντάρο είχε για φίλους του τα ζώα. Οι καλύ­τεροι φίλοι του ήταν μια αρκούδα, ένα ελάφι, ένας πίθηκος και ένας λαγός. Όποτε δεν βοήθαγε τη μη­τέρα του να μαζεύει ξύλα ή φαγητό, έπαιζε με τους στενούς του φίλους στο δάσος. Το αγαπημένο τους παιχνίδι ήτανε η πάλη. Μερικές φορές πάλευε ο πίθηκος με το λαγό. Ά­μα ο πίθηκος κατάφερνε να τραβήξει τα μακριά αυ­τιά του λαγού, τότε νίκαγε. Αλλά άμα ο λαγός κατάφερνε να βάλει τρικλοποδιά στον πίθηκο, τότε νίκαγε αυτός. Άλλες φορές πάλι, πάλευε το ελάφι με τον πίθη­κο. Άμα ο πίθηκος κατάφερνε να πιάσει τα κέρατα του ελαφιού, τότε νίκαγε. Αλλά άμα το ελάφι κατά­φερνε να πετάξει τον πίθηκο μακριά με τα κέρατά του, τότε νίκαγε εκείνο. Άλλες φορές πάλι, πάλευε το ελάφι με το λαγό. Άμα ο λαγός κατάφερνε να πηδήσει στη ράχη του ε­λαφιού και να το πιάσει από πίσω, τότε νίκαγε. Αλλά άμα το ελάφι κατάφερνε να κολλήσει το λαγό χάμω με τα κέρατά του, τότε νίκαγε εκείνο. Όποτε πάλευε η αρκούδα, νίκαγε πάντοτε, με μια εξαίρεση. Νίκαγε εύκολα το ζαρκάδι, το λαγό και τον πίθηκο, αλλά δεν μπορούσε να νικήσει και τον Κιντάρο. Γιατί ο Κιντάρο ήτανε πιο δυνατός ακόμα και από μια μεγάλη αρκούδα του βουνού. Συνήθως, όταν ο Κιντάρο και οι φίλοι του παίζα­νε, ο μικρός έκανε το διαιτητή. Ήξερε πόσο μεγάλη ήτανε η δύναμή του και δεν ήθελε να κάνει τους μι­κρούς του φίλους να πονέσουνε.

Μια μέρα, εκεί που οι πέντε φίλοι παίζανε στο δάσος, τους είδε κάποιος. Ούτε ο Κιντάρο ούτε οι φίλοι του είδανε τον ξυλοκόπο που ’τανε κρυμμένος πίσω από κάτι θάμνους και τους παραφύλαγε. Ο ξυλοκόπος παρακολουθούσε κατάπληκτος. Δεν μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του, βλέποντας ένα μικρό παιδί να παίζει τόσο ξέγνοιαστα με τέσσερα ζώα. Καταγοητευμένος παρακολούθησε τον Κιντάρο να κάνει το διαιτητή όταν πάλευε ο λαγός με τον πί­θηκο, και μετά ο λαγός με το ελάφι. Μα τα ’χάσε πε­ρισσότερο όταν είδε το παιδί να καλεί την αρκούδα σε αγώνα.

– Μα δεν είναι δυνατόν να τα βάλει μαζί της ένα δεκάχρονο αγοράκι! έκανε τρομαγμένος.

Αλλά προτού τρέξει ο ξυλοκόπος να βοηθήσει τον Κιντάρο, ο μικρός είχε αρπάξει την αρκούδα και δίνοντας μια, την είχε σκάσει χάμω σαν καρπούζι. Όλα αυτά γέμισαν κατάπληξη τον ξυλοκόπο. Ποτέ του δεν είχε δει τέτοια τρομερή δύναμη σε τόσο μικρό παιδί. Ύστερα από κάμποση ώρα πάλης, ο Κιντάρο και ol φίλοι του κουραστήκανε. Παρατήσανε το μέρος ό­που παλεύανε και χωθήκανε βαθύτερα στο δάσος του βουνού. Ο ξυλοκόπος τούς ακολούθησε, προσπαθώντας να κρύβεται από δέντρο σε δέντρο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς αυτά τα τέσσερα ζώα κάνανε παρέα και ότι στην παρέα τους είχανε έναν άνθρωπο. Σε μια στιγμή τα τέσσερα ζώα και το παιδί φτά­σανε σ’ ένα ποτάμι που κύλαγε ορμητικά τα νερά του. Γέφυρα δεν υπήρχε πουθενά και για μια στιγμή ο ξυ­λοκόπος πίστευε ότι τα ζώα και το παιδί θα περνά­γανε απέναντι κολυμπώντας. Μα δεν έκαναν τίποτε τέτοιο. Πολύ ήρεμα, σαν να ’κάνε αυτή τη δουλειά κάθε μέρα, ο Κιντάρο αγκάλιασε τον κορμό ενός δέντρου. Μάζεψε όλη του τη δύναμη και τράβηξε απότομα. Το δέντρο που ’χε τεράστιες ρίζες ξεκόλλησε από το χώμα σαν να ’τανε ψεύτικο. Ο Κιντάρο πέταξε τον τεράστιο κορμό χάμω και άρχισε να κόβει τα κλαδιά τραβών­τας τα δυνατά με τα χέρια του. Ύστερα σήκωσε τον ξεγυμνωμένο κορμό, τον έριξε πάνω στο ποτάμι, σχη­ματίζοντας γέφυρα. Πρώτος πέρασε ο Κιντάρο και μετά ένας ένας οι φίλοι του. Ο ξυλοκόπος περίμενε ώσπου χαθήκανε από τα μάτια του και μετά πέρασε κι εκείνος τη γέφυρα. Σε λίγο πρόλαβε τους πέντε φίλους που έλεγαν αντίο ο ένας στον άλλον. Η αρκούδα χώθηκε στο δάσος, το ε­λάφι έτρεξε προς το ποτάμι, ο πίθηκος σκαρφάλωσε σ’ ένα ψηλό δέντρο και ο λαγός τρύπωσε σε κάτι χα­μόκλαδα. Το παιδί πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Ο ξυλοκόπος τον πήρε στο κατόπι. Παρακολούθησε το παιδί μέχρι το πέτρινο σπίτι του και είδε τη μητέρα του να το υποδέχεται με ανοι­χτή αγκαλιά. Περίμενε για λίγο κρυμμένος ακόμα και μετά πήγε και χτύπησε θαρρετά την πόρτα. Του άνοιξε η μητέρα του παιδιού.

– Έντιμε ξένε, ποιος είσαι; Βλέπω ότι είσαι ξυλο­κόπος, αλλά τόσα χρόνια που μένω εδώ, δεν ξαναπέρασε ξυλοκόπος.

– Μητέρα του παιδιού με την καταπληκτική δύναμη δεν είμαι στ’ αλήθεια ξυλοκόπος. Έχω μεταμφιεστεί

-Μα γιατί; Τι σκοπό έχεις; Γιατί ήρθες εδώ; Ποιος είσαι; Και πώς ξέρεις το παιδί μου; Εκτός από μένα και τον πατέρα του, που πέθανε, δεν τον έχει δει άλ­λου ανθρώπου μάτι.

-Μη με φοβάσαι κυρά μου. Έρχομαι σαν φίλος.

Κι έτσι η μητέρα του παιδιού προσκάλεσε τον ξέ­νο στο σπιτικό της και φώναξε το γιο της να τον γνω­ρίσει.

Ο Κιντάρο τα ’χάσε βλέποντας τον άνθρωπο στο σπίτι τους γιατί μέχρι εκείνη την ημέρα, δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο, εκτός από τη μητέρα του. Όταν πέ­θανε ο πατέρας του ήτανε πολύ μικρός και δεν τον θυμότανε. Τότε ο ξυλοκόπος τους εξήγησε πως ήτανε από την αυλή του αυτοκράτορα στο Κιότο. Η μητέρα του Κιντάρο στενοχωρήθηκε μόλις τ’ άκουσε αυτό, γιατί θυμήθηκε την εποχή που ’μενε κι αυτή στο Κιότο, μα­ζί με τον άντρα της.

-Γιατί στενοχωρήθηκες τόσο, μόλις σου ’πα από πού έρχομαι, κυρά μου; τη ρώτησε ο ξένος.

Μα η μητέρα του Κιντάρο δεν απάντησε και ρώ­τησε τον ξένο γιατί είχε μεταμφιεστεί σε ξυλοκόπο και τι γύρευε πάνω στο μακρινό και αφιλόξενο βουνό. Εκείνος της εξήγησε ότι τον είχε διατάξει ο αυτοκράτορας να ταξιδέψει σ’ όλα τα νησιά της Ιαπωνίας, μικρά και μεγάλα, και να ψάξει για μικρά παιδιά που ’χάνε θάρρος και δύναμη. Αυτά τα παιδιά θα τα πάρει ο αυτοκράτορας στην αυλή του και θα τα κάνει γενναίους πολεμιστές, κατέληξε ο ξένος.

-Και γιατί πρέπει να ’σαι μεταμφιεσμένος σε ξυλοκόπο, όσο θα ψάχνεις για παιδιά, γενναίε πολεμιστή; ρώτησε η μητέρα του Κιντάρο.

-Αν ταξιδέψω φορώντας τη στολή της αυλής και πω ότι ψάχνω για καινούργιους πολεμιστές θα μου κουβαληθούνε ένα σωρό παιδιά, έχουνε δεν έχουνε δύναμη. Ντυμένος έτσι, όμως, ο αυτοκράτορας ξέρει ότι θα μπορέσω να δοκιμάσω καλύτερα τα παιδιά, για το θάρρος και τη δύναμή τους, προτού καταλάβουνε ποιος είμαι.

Ο Κιντάρο τ’ άκουγε προσεχτικά όλα αυτά. Και σε μια στιγμή ρώτησε τον ξένο γιατί είπε τη μητέρα του «μητέρα του παιδιού με την καταπληκτική δύνα­μη». Ο πολεμιστής του απάντησε ότι τον είχε δει να νι­κάει την αρκούδα στην πάλη και μετά να ξεριζώνει ολόκληρο δέντρο για να το κάνει γέφυρα. Κατέληξε λέγοντας:

-Ταξίδεψα σ’ όλα τα μεγάλα νησιά της Ιαπωνίας και στα περισσότερα μικρά. Τώρα γύριζα στο Κιότο για ν’ αναφέρω στον αυτοκράτορα ότι δεν βρήκα κα­νένα παιδί με μεγάλο θάρρος και δύναμη. Μα τώρα που σε γνώρισα, Κιντάρο, θα μπορέσω να πω στον αυτοκράτορα ότι υπάρχει ένα τέτοιο παιδί.

Μόλις τ’ άκουσε αυτό η μητέρα του Κιντάρο, έ­βαλε τα κλάματα. Και ο γιος της και ο πολεμιστής προσπαθήσανε να τη συνεφέρουνε, αλλά εκείνη συνέ­χισε το κλάμα της για πολλή ώρα. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και κάθισε κι είπε στον πολεμιστή ποια ήτανε και γιατί κατοικούσε με το μονάκριβο γιο της στο βουνό.

-Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισε, είχα την ελπίδα ότι ο γιος μου θα μπορούσε να γίνει πολεμιστής του αυτοκράτορα. Το ’ξέρα πως θα γινότανε γενναίος πο­λεμιστής, γιατί διαθέτει τρομερή δύναμή. Ήθελα να ξαναβάλει τ’ όνομα του πατέρα του στη θέση που του ’πρεπε, πράγμα που δεν θα μπορούσα να κάνω ποτέ εγώ, ζώντας εδώ πάνω στο βουνό. Ο Κιντάρο συμφώνησε αμέσως να πάει στο Κιότο με τον ξένο, ν5 αποκαταστήσει τ5 όνομα του πατέρα του και να μπει στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Προτού φύγει, πήγε στο δάσος και χαιρέτησε όλα τα ζώα. Ιδιαίτερα όμως χαιρέτησε τους τέσσερεις φίλους του, την αρκούδα, το λαγό, το ελάφι και τον πίθηκο. Ο πολεμιστής πήρε τον Κιντάρο και τη μητέρα του μαζί του στο Κιότο. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε τη μητέρα του Κιντάρο με μεγάλη ευγένεια και της παρα­χώρησε ένα όμορφο σπίτι στο Κιότο, για να μένει με το γιο της. Ο πολεμιστής του αυτοκράτορα έμαθε τον Κιντάρο πώς να χειρίζεται το σπαθί, το στιλέτο, το τόξο και τα βέλη. Προτού κλείσει τα είκοσι ακόμα, ήξερε να χειρίζεται αυτά τα όπλα με μεγάλη μαεστρία. Είχε τόσο καλούς τρόπους και ήτανε τόσο πιστός, που ο αυτοκράτορας εκτός από πολεμιστή τον έκανε και ιπ­πότη.

Μέσα σε λίγα χρόνια απόχτησε τη φήμη του μεγα­λύτερου ήρωα της Ιαπωνίας. Και η μητέρα του κολυμ­πούσε σε πελάγη ευτυχίας, επειδή ο γιος της είχε βγάλει την κηλίδα από τ’ όνομα του ανδρός της και πατέρα του.

 

 

 

Γεωργία Αγγελή

Επικοινωνήστε με την Γεωργία Αγγελή

Αν σε ενδιαφέρει να γαληνέψεις ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες πες μου. Είμαι εδώ για σένα.

Subscribe

Εδώ θα διαβάσεις παραμύθια και ιστορίες του κόσμου αλλά και δικά μου. Αν είσαι
συγγραφέας και θες να γνωστοποιήσεις τη δουλειά σου στις λίστες μου, στείλε μήνυμα.

About the Author

Γεωργία Αγγελή

Ακολουθήστε με

Related Posts

Ο μπαλωματής κι  ο γίγαντας

Ο μπαλωματής κι ο γίγαντας

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής που έμενε στη Γένοβα, στη δυτική ακτή της Ιταλίας και που είχε βαρεθεί να μπαλώνει παπούτσια. Ήταν κι ο πατέρας του μπαλωματής και, όπως καταλαβαίνετε, είχε γεννηθεί μέσα στη δουλειά αυτή ×σόλιασμα, κάρφωμα, μπάλωμα...

Αφήγησή μου για την πλατφόρμα swaplanet στις 5 Οκτωβρίου 2022

  https://www.youtube.com/watch?v=Xx10IFV5GFo&t=611s   Στις 5 Οκτώβρη αφηγήθηκα σε webinar της πλατφόρμας www.swaplanet.com η πρώτη πλατφόρμα ανταλλαγής παιδικών ρούχων. Δυο παραμύθια: Το μαγεμένο φόρεμα και η σοφία της ανθρωπότητας Το φυλακτό της αγάπης...

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Ο άρχοντας της θάλασσας. Γιαπωνέζικο παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στην Ιαπωνία έ­νας άρχοντας που λέγανε ότι είχε διωχτεί από τον ου­ρανό. Και είχε διωχτεί από τον ουρανό, επειδή δεν φερότανε καλά στην αδελφή του, μια αρχόντισσα που ’μενε στον ήλιο. Την αρχόντισσα εκείνη τη λέγανε Άμα. Με το θάνατο του...

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Η κακιά γυναίκα του βεζίρη, παλιό παραμύθι

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας νέος και τρανός βασιλιάς που όριζε μια χώρα εκατό φορές πιο μεγάλη απ' ότι οι άλλοι βασιλιάδες και χίλιες φορές πιο πλούσια. Κι αυτός ο βασιλιάς δεν είχε κανένα συγγενή στον κόσμο, ούτε γονείς ούτε αδέλφια ούτε πρωτοξάδελφα κι ο...

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

Το καμηλάκι που έκανε το κουτσό, παλιό παραδοσιακό παραμύθι

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙ με πολλές καμήλες και καμηλιέρηδες περνούσε μια έρημο μεγάλη. Οι καμήλες κου­βαλούσαν πάνω τους τόπια μεταξωτά και χαλιά και ασημικά και μια καμήλα έξω απ' αυτά κουβαλούσε και το καμηλάκι της, μέσα σ' ένα σακούλι. Αυτό το σακούλι,...

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Η βασίλισσα της ειρήνης Ινδιάνικο παραμύθι

Ένας γενναίος άντρας της φυλής των Ονέιντα κυνηγούσε στο δάσος. Το θήραμα πέρασε σαν αστραπή πίσω του, αλλά και κείνος ήταν πολύ γρήγορος. Γύρισε, το σημάδεψε και το βέλος του χτύπησε το ελάφι. Ο ινδιάνος τότε έβγαλε το μαχαίρι του και έσκυψε να γδάρει το ζώο. Πριν...

Comments

0 Comments

Submit a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *