Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό, μια πεθερά με τη νύφη της.
Ο γιος της έπεφτε και πλάγιαζε πάνω στο σοφά κι άφηνε τη γυναίκα του να πλαγιάζει με τη μάνα του μπρος στο τζάκι. Η γριά ήτανε πολύ πλεονέκτρια και μια και δεν είχε ύπνο, ξυπνούσε και τη νύφη της απ’ τ’ άγρια μεσάνυχτα και την έστρωνε στη δουλειά. Πότε να γνέσουνε, πότε να υφάνουνε, πότε να ξάσουνε μαλλιά.
Η άτυχη η νύφη δούλευε ούλη μέρα στο σπίτι και στο χωράφι, δούλευε κι ούλη νύχτα με την πεθερά.
Κείνη, μόλις ήθελε να φύγουνε ο γιος της με τη γυναίκα του στα χτήματα, πλάγιαζε ούλη μέρα και το βράδυ ήτονε ξεκούραστη και δεν άφηνε και τη νύφη της να πλαγιάσει, μόνο ούλο και δούλευε κείνη κι έβαζε και την κοπέλα να δουλεύει.
Ήρθε πια η νύφη γυαλίσανε τ’ αυτιά της, αχάμνηνε, τα λαγόνια της πήγαν μέσα, ήτονε να τη βλέπεις και να τη λυπάσαι. Τ’ αδέλφια της, που δεν είχαν άλλη αδελφή και την αγαπούσανε καλύτερα κι από τα μάτια τους, βλέπαν την κατάντια της, που γίνει κόκαλο και πέτσα και καιόταν η καρδιά τους.
Την αρωτούσανε, κείνη δεν μιλούσε, φοβότανε να τους πει για την πεθερά της.
Σαν να μην της έφτανε τούτο το βάσανο, η γριά αρχίνησε σε λίγο να την τυραννάει και στο φαί. Όσο λείπανε τ’ αντρόγυνο στα χτήματα, κείνη μαγέρευε, έτρωγε κρυφά κι άφηνε μόνο λίγο φαί για τον γιο της:
«Φάε συ, που ’σαι αφεντικό, του ’λεγε, κι εμείς οι γυναίκες τρώμε δυο κουκιά και περνούμε».
Ύστερα, έπλαθε τις πίττες που ζυμώνανε, αλλού φτενές κι αλλού χοντρές. Ως να ψηθούν οι χοντρές, οι φτενές καιγόντανε. Έδωνε τότες της νύφης κείνο το καμένο. Πώς να το φάει η άτυχη. Απόμενε νηστική, έτρωγε ωμά κουκιά, βρωμούσε ο στόμας της. Ο άντρας της δεν ήθελε μήδε να τη δει. Μόλις πήγαινε κοντά του, κείνος έφευγε.
Μια μέρα είχε φύγει η πεθερά της, να πάει σε μιαν αξαδέρφισσά της, κι η κοπέλα απόμεινε μοναχή της κι έκλαιε τη μοίρα της και το ριζικό της. Μια καλή γειτόνισσα, που την άκουσε, τη λυπήθη και πήγε κι αρχίνησε να την ορμηνεύει. Της έλεγε δα πως έπρεπε να τα πει τ’ αντρού της.
«Πώς να του μιλήσω, θεία, που κείνος μόλις με δει φεύγει».
«Φεύγει, γιατί τρως κουκιά και βρωμά ο στόμας σου», της είπε κείνη.
«Τι να κάνω, θεία που πεινώ; Τίποτα άλλο δε με δώνει η πεθερά μου».
«Όξω που πας στο βουνό να μαζεύεις καυκαλήθρες, να τρως, να μυρίζεις».
Κι αλήθεια με τις καυκαλήθρες ο άντρας της ήρθε πάλι κοντά της, τη φιλούσε, τη χάδευε. Η γριά δεν ήξερε τι να κάνει, πήγαινε να σκάσει από το κακό της όσο έβλεπε τη νύφη της να χαίρεται και να τραγουδά:
«Καυκαλήθρα, νερουλήθρα, που ’καμες τον άντρα μέλι και την πεθερά φαρμάκι!…»
Δώσ’ του η πεθερά και την έβανε να καματεύει σαν το καματερό, να δουλεύει νύχτα
και μέρα. Είδε κι απόδε η νύφη, λέει μια μέρα των αδελφών της, που την αρωτούσανε:
«Τι να σας πω, αδελφοί! Θα πεθάνω, δεν αντέχω άλλο. Δεν είναι ζωή η δική μου. Ούλη
μέρα νηστική να σκαλίζω στο χωράφι, να πλύνω κάτ’ στον ποταμό, να ‘φαίνω, κι ούλη
νύχτα να με βάνει η πεθερά μου να γνέθω και να ξαίνω μαλλιά με δαύτη. Γω δεν
αντέχου άλλο, θα πεθάνω απ’ την κούραση κι απ’ την πείνα.
Άμα ακούσανε τ’ αδέλφια της την κακιά ζωή που της έκανε η πεθερά της, της είπανε:
«Έννοια σου και θα την κάνουμε μεις να της βγει ξινό, μόνο συ να μη φοβηθείς ό,τι και να δεις να σε κάμομε».
Αργά τη νύχτα πιάσανε μουτζουρωθήκανε, βάλαν απάνω τους κάτι κουρέλια, γιδίσιες προβιές, πήρανε και δυο μεγάλα τσουβάλια, γιμώσανε το ’να μπαμπάκι, βάλανε μες στ’ άλλο το υνί απ’ τ’ αλέτρι, πήρανε και δυο στραβοράβδια και πήγαν όξω απ’ το σπίτι της αδελφής τους. Σαν φτάκανε, χτυπούσανε την πόρτα με τα ραβδιά τους κι αρχίσανε να λένε:
«Παραωρίτες [καλικάντζαροι] είμαστε, παραώρα μην κάθεστε, κουκιά μην τραγανίζετε και την πίτα να την κάνετε ίσα ίσα!»
Άμα άκουσε το βρόντος και τις φωνές η γριά, αρχίνησε να σταυροκοπιέται, άρπαξε ένα δαυλί και σταύρωνε πα στο τζάκι, μουτζούρωνε τον τοίχο, για να τους ξορκίσει κι έλεγε:
«Ιού! Πισσοβρασμένοι. Ιού! φύγετε από δω, σας ξορκίζου».
Μα όσα κι αν έλεγε, κι αν έκανε, το βρόντος δεν έπαυε κι οι φωνές ούλο και δυναμώνανε:
«Παραωρίτες ήρθανε, παραώρα μην κάθεστε!»
Η νύφη στην αρχή φοβήθη, αλλά όταν κατάλαβε πως ήτανε τ’ αδέλφια της έκανε πως
έτρεμε κι έλεγε:
«Βοήθα, Παναγιά, ίντα ’ναι τούτα τα πράματα σήμερα; Μάνα, φοβώμαι!»
Της γριάς είχε στραβώσει το στόμα απ’ το φόβο της κι ούλο σταύρωνε με το δαυλί κι έλεγε τα ξόρκια της: «Ιού! Ιού!» Αμ! τι να την κάμουνε τα ξόρκια; Τούτοι ήταν αθρώποι, δεν ήτανε στοιχειά!»
Στο ύστερο δώνουνε μια δυνατή σπρωξιά στην πόρτα και μπαίνουνε μέσα:
«Δε σας το ’πάμε; Παραωρίτες ήρθανε, παραώρα μην κάθεστε!»
«Βάρα τη γριά με το δαδί και τη νια με το γυνί!» έλεγε ο ένας τ’ αλλουνού.
Η γριά απ’ το φόβο της, πήγε το στόμα της πίσω. Η νύφη της είχε πέσει μπρούμυτα κι αρχίνησε να φωνάζει όσο έκανε πως τη βαρούσε μ’ ούλη του τη δύναμη ο αδελφός της με το σακί το μπαμπάκι.
Ο άλλος είχε πιάσει τη γριά και της έδωνε με το σακί που ’χε μέσα το γυνί νά και τούτη, νά κι εκείνη !… μ’ ούλη του τη δύναμη. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Σαν την είδανε πως δεν είχε ανάκαρα να σαλέψει πλια, πήραν τα σύνεργά τους και φύγανε.
Όταν πέρασε λίγη ώρα, η νύφη έκανε πως βογκούσε πιο πολύ κι από την πεθερά της.
«Μωρ’ συ, λέει η γριά, σήκω να κλείσεις την πόρτα, να σβέσεις το λύχνο, να πάμε να πλαγιάσουμε. Γω τα κοκαλάκια μου δεν τα νιώθω. Με σκοτώσανε. Τι δαδί ήτανε κείνο, μηδέ σίδερο δεν έχει τέτοιο βάρος! Μα τι θα ’τανε πλια το γυνί που σε δέρνανε σένα! Συ δε θα μπορείς να σειστείς!»
Σηκώθη η νύφη, έβαλε τον περάτη [σύρτη], πλαγιάσανε ως την αυγή. Χόρτασε τον ύπνο. Η γριά από τότες, μόλις βράδιαζε, περάτωνε καλά καλά την πόρτα κι έτρεχε πα στο σοφά να κουκουλωθεί ίσαμε το κεφάλι.
Πλάγιαζε κι η νύφη, χόρταινε τον ύπνο, ήρθε στα καλά της, ρόδισε πάλι η γιόψη της. Δεν ήξερε πια τι χάδια να κάνει και τι να φιλέψει τ’ αδέλφια της, για το καλό που της κάμανε.
Η γριά μηδέ ξανασηκώθη παράωρα κι ούτε τη νύφη της άφηνε να κάνει νυχτέρι.
Κι η νύφη τη λυπούντανε και την καλόπιανε, σαν μάνα τ’ αντρούς της που ’τόνε. Και ζήσαν αγαπημένοι, κείνοι καλά και μεις καλύτερα.
Σκύρος
0 Comments