Συλλογές από εκδόσεις Αστέρος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Τον έμπορο έκανε, έπεφτε έξω, κουκιά φύτευε, τσουκνίδες φύτρωναν, μάλαμα έπιανε, στάχτη γινόταν.
Δεν του ’μείνε άλλο πια, παρά να παίρνει το λαγούτο του κάθε πρωί και να πηγαίνει σ’ ένα σταυροδρόμι να παίζει κι οι άνθρωποι του ’ριχναν καμιά πεντάρα και πορευότανε.
Μια μέρα εκεί που έπαιζε, βλέπει ένα φίλο του που είχε να τον δει χρόνια.
- Βρε χριστιανέ μου, πώς κατάντησες έτσι; του λέει.
- Σα δεν έχω τύχη, είπε αυτός, τι να κάνω;
- Θα σου δώσω πραμάτειες να πας να τις πουλήσεις, λέει ο φίλος του και θα ’χεις καλό κέρδος.
- Μακάρι λέει αυτός.
Του δίνει λοιπόν πραμάτειες και κινάει να πάει στα χωριά να τις πουλήσει. Στο δρόμο όμως τον πιάνουν κλέφτες, του παίρνουν τις πραμάτειες και γυρίζει ο κακομοίρης στην πολιτεία μονάχα με τα παλιόρουχα που φορούσε. Τον βλέπει ο φίλος του, ακούει τι έγινε και κούνησε το κεφάλι του.
- Μη σε μέλει, του λέει, θα σου φορτώσω, ένα κάρο ψάρια να πας στα χωριά να τα πουλήσεις και θα ’χεις καλό κέρδος.
Πιάνει λοιπόν και φορτώνει ένα κάρο ψάρια και του το δίνει.
Ξεκινάει ο φίλος του και τραβάει για τα χωριά. Στο δρόμο όμως του σπάζει η ρόδα και σταματάει, πιάνει και μια ζέστη μεγάλη και του χαλάνε όλα τα ψάρια του. Γυρίζει στην πολιτεία κακομοίρης όπως έφυγε. Ο φίλος του τον λυπήθηκε.
- Τώρα τι θα κάμεις; τον ρωτάει.
- Θα ’ρχομαι στο σταυροδρόμι κάθε πρωί όπως πρώτα και θα παίζω το λαγούτο μου.
- Καλά λέει ο φίλος του.
Πέρναγε κάθε πρωί από ένα γεφυράκι και πάντα εκείνη την ώρα ήταν έρημο. Ο πλούσιος φίλος του το ’ξέρε αυτό κι ένα πρωί παίρνει ένα σακουλάκι φλουριά, πάει στο γεφυράκι, το βάζει καταμεσής και κρύφτηκε κάπου για να δει τι θα γίνει.
Σε λίγο να σου ο άτυχος. Περπατάει στο δρόμο, φτάνει κοντά στο γεφύρι, μα πριν πατήσει πάνω του στέκεται και λέει:
- Τόσα χρόνια που περνάω το γεφύρι μ’ ανοιχτά τα μάτια, δεν είδα χαΐρι και προκοπή; Δεν το περνάω και μια φορά με κλειστά;
Κλείνει λοιπόν τα μάτια του και περνάει το γεφύρι, χωρίς να δει το σακούλι με τα φλουριά.
- Αληθινά άτυχος, ο κακομοίρης, είπε μέσα του ο φίλος του. Ό,τι και να του κάνει κανένας, δεν μπορεί να τον βοηθήσει.
Και πήρε το σακούλι με τα φλουριά του, τα ’βαλε στην τσέπη του κι έφυγε.
0 Comments